Selected tags

Further tags

Το ίδιο με το «φιδέμπορας» στο πιο προσβλητικό, συν το ότι αυτά που λέει είναι βλακείες (παπαριές).

-Μου σπάει τα νεύρα αυτός. Είναι μεγάλος αρχιδέμπορας.

Βλ. και ψωλέμπορας, φιδέμπορας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(αλλιώς = φλωροGAY)

Συνδυάζει την έννοια του φλώρου και του πούστη ώστε να γίνει πιο προσβλητικό. Ο αντιπαθητικός φλώρος, το μαμόθρεφτο, το «παιδί του μπαμπά», που συνήθως το παίζει και λεφτάς.

- Έτσι και μου ξαναμιλήσει αυτός ο φλωρόπουστας θα πέσουνε μπουκέτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξης μπάζο, που τονίζει περισσότερο την ασχήμια της γκόμενας.

Φύγε από εδώ μωρή μπαζόλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη μεγάλης υβριστικής ισχύος, όταν αυτή λέγεται σε άντρα. (1) Ο δόλιος, ο σιχαμένος, ο άκρως αντιπαθητικός, (2) αυτός που θέλουμε να τον σαπίσουμε στο ξύλο.

  1. Να τον προσέχεις αυτόν, είναι μεγάλο μουνόπανο.

  2. Έλα εδώ ρε μουνόπανο αν έχεις αρχίδια.

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)(από Vrastaman, 22/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άδικα, άσκοπα. Εκφράζει θυμό, δυσαρέσκεια.

Με σταμάτησαν τις προάλλες οι μπάτσοι με το αμάξι και πλήρωσα 50 ευρώ γαμησιάτικα για τις ζώνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γραβάτα, που λόγω του σχήματος και της διεύθυνσής της παραπέμπει σε βέλος που δείχνει το πέος.

-Θα με βοηθήσεις να δέσω τη γραβάτα μου;
-Καλά 30 χρονών μαντράχαλος και δεν ξέρεις να τη δένεις;
-Ε δεν συνηθίζω να φοράω πεοδείκτες και μαλακίες...

Ασημένιος πεοδείκτης, διατίθεται και καλά ως "συνδετήρας χαρτονομισμάτων" στο πωληρήριο του Μουσείου Μπενάκη.  (από Vrastaman, 16/05/09)Ωραία γραβάτα, αράπη μου! (από Vrastaman, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την ιταλική λέξη fermare και σημαίνει σταθεροποιώ. Χρησιμοποιείται όπως το εφαρμόζω.

- Άσε, μας έπιασε ντίρλα ένας τροχονόμος και μας τον φέρμαρε..

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ψευτομάγκας, που μόλις του κάνεις ΜΠΟΥ!!! αυτός χέζεται.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τσόντα + βίος.

Αυτός που ζει από τις πορνοταινίες και τα τσοντοπεριοδικά, συνήθως δεν έχει γκόμενα και συνέχεια παίζει το πουλί του.

-Βρήκε γκόμενα ο τσοντόβιος ή ακόμα παιδεύεται με το χέρι του;

(από patsis, 10/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified