Ένας από τους πάμπολλους βωδλερισμούς της λέξης πούστης όπως φούστης, λούστης κτλ.
- Ουπς, νομίζω ότι μόλις χάσαμε το τελευταίο λεωφορείο.
- Όχι ρε παούστη μου, πάλι θα χαλάσω τα ωραία μου ευρά στους ταρίφες.
Ένας από τους πάμπολλους βωδλερισμούς της λέξης πούστης όπως φούστης, λούστης κτλ.
- Ουπς, νομίζω ότι μόλις χάσαμε το τελευταίο λεωφορείο.
- Όχι ρε παούστη μου, πάλι θα χαλάσω τα ωραία μου ευρά στους ταρίφες.
Got a better definition? Add it!
Είναι μια πουτάνα που ξεκώλιασε το μουνί της.
Ο Θόδωρος ξεκώλιασε το μουνί του της προάλλες.
Δες ακόμη: ξεκωλόμουνο, ξεκωλοπατόμουνο, -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Τέτοιο κρύο έξω, σε σημείο που ο πούτσος μένει κάγκελο, ξερός, εξαφανισμένος, σε απόλυτη σμίκρυνση (διαγραφή) από το κρύο.
Ρε Κώστα, πού γυρνάς έξω τέτοια ώρα; Έχει πουτσόκρυο!
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, τσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κυρία που βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση έλλειψης πέους, με αποτέλεσμα την πτώση της στην επαιτεία για την ανεύρεσή του, έστω και για λίγο.
Συνήθως, είναι κυρίες κάποιας περασμένης ηλικίας, κωλόγριες δηλαδή, που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και ψάχνουν (ζητιανεύουν) απεγνωσμένα το πέος.
Ποια, η κυρία Μαρία; Άσε μωρέ την κωλόγρια, την ψωλοζητιάνα!!
Δες και σπερματοζητιάνα, τσιμπουκοζητιάνα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη μιλάει από μόνη της.
Ρε τον διαβολόπουστα, χθες με κάρφωσε στον διευθυντή ότι άργησα πέντε λεπτά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κλειδί ίσως στην ερμηνεία της κραυγής «χύνω» είναι ότι, εν αντιθέσει με το πέρας της συνουσίας, σπανίως ακούγεται με το πέρας του αυνανισμού: ο αυνάνας δεν νιώθει την ανάγκη να θριαμβολογήσει. Η αυτοϊκανοποίηση και ο αυτοθαυμασμός τυγχάνουν έννοιες αλληλοαναιρούμενες.
Ήτοι το «χύνω» είναι ρήμα δηλωτικό επιτεύγματος και δη επιτεύγματος σπουδαίου και τελείου, επιτεύγματος που δεν αρκεί να φανερωθεί ως ύλη, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να σημανθεί και με λόγο. Υπό αυτήν την έννοια το «χύνω» δεν περιττολογεί ούτε ταυτολογεί, όπως ακριβώς δεν περιττολογεί ούτε ταυτολογεί η μόνη άλλη αντιστοίχου φωτός και εκστάσεως κραυγή που μπορεί να βγει από ανθρώπινο στόμα, η κραυγή «γκολ».
Αυτό γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρο αν προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε το ρήμα «χύνω» με ρήματα άλλων σωματικών λειτουργιών σημαντικά. Πόσο γελοίο θα φαινόταν δηλαδή να αναφωνούσαμε (και μάλιστα στεντόρεια τη φωνή) «χέζω» ή «κατουράω»; Γελοίο κι αντιαισθητικό μαζί. Το πολύ πολύ να αφήσουμε αναστεναγμό βαθύ αν έχουμε κρατηθεί παρά τη θέλησή μας για πολλή ώρα.
Ωστόσο, αφοδεύοντας ή ουρώντας, απλά αδειάζουμε φαΐ και υγρά, απλά βοηθάμε τη δική μας μηχανή να συνεχίσει να δουλεύει.
Εκσπερματώνοντας, δεν εκκρίνουμε ούτε φαγητό ούτε νερό, αλλά επιθυμία, καύλα, αγάπη, έρωτα (κάτι απ' όλα ή και όλα μαζί). Φτάνοντας στο ποθητό σημείο κορύφωσης όλο μας το είναι έχει μετατραπεί σε γενετικό υλικό, σε υλικό που πρέπει πάσει θυσία να βγει από μέσα μας και η έξοδός του δεν είναι απλά λειτουργική, δεν είναι γραφειοκρατική, αλλά έχει σχεδιαστεί ως εξόχως απολαυστική, ως ο κυριολεκτικός ορισμός της ηδονής, αφού με αυτόν τον τρόπο σχεδιαστήκαμε, καθώς αποφασίσθηκε πως το ανθρώπινο παραμύθι μπορεί να διαιωνισθεί μόνο αν συνδεθεί αναπόδραστα με την ηδονική λάμψη, ώστε να απεξαρτηθεί σε έναν ικανό βαθμό από την ελεύθερη ανθρώπινη βούληση και τον συνακόλουθο σκεπτικισμό της.
Φωνάζοντας «χύνω», διαλαλώ πως έφτασα εκεί που πρέπει, πως ρίχνω τον καρπό μου, χωρίς να έχει την παραμικρή σημασία το πού ακριβώς τον ρίχνω, καθώς η διαδικασία, η εντολή που με έχει οδηγήσει στο να φτάσω ως εδώ είναι η ίδια.
Χύνω, δηλαδή εκείνες τις στιγμές δεν είμαι πια εγώ, είμαι εγώ ως σκυταλοδρόμος, είμαι εγώ που βγαίνω από μένα και προσφέρω κάτι από μένα για να γεννηθεί κάτι έξω από μένα.
Σωματοποίησα την επιθυμία μου,
ο οργανισμός μου πήρε ένα όραμα και το μετέτρεψε σε σπέρμα,
δεν χύνω πορτοκαλάδα, δεν χύνω καφέ,
χύνω ζωή,
ζωή μεταφέρω και ζωή σκορπώ,
χύνω, για την ακρίβεια, μια πιθανότητα ζωής,
όπως ακριβώς είμαι κι εγώ μια πιθανότητα ζωής που πραγματοποιήθηκε,
τίποτα παραπάνω από μια τυχαία πιθανότητα ανάμεσα σε μυριάδες άλλες,
ήρθα κατά τύχη, ζω κατά τύχη, χύνω κατ' ανάγκη,
μια ανάγκη που με καίει και με φωτίζει,
μια ανάγκη που με σβήνει καθώς σβήνει
και ίσως γι' αυτό οι ποιητικότερες φύσεις να διεκδικούν την ώρα που σβήνεις κάτι περισσότερο από σένα, ίσως γι’ αυτό να διεκδικούν να ακούσουν, όχι ρήματα ανάγκης, αλλά ονόματα επιλογής, έτσι ώστε να πιστέψουν ότι εκείνη την ώρα δεν χύνεις αλλά γράφεις, γράφεις το όνομά τους πάνω στο γυμνό κορμί τους.
Καλά μην τα παίρνετε όσα έγραψα τόσο σοβαρά, αλλιώς θα σας χύσω και θα πνιγείτε.
Προγενέστερη δημοσίευση εδώ.
Got a better definition? Add it!
Βρέθηκα στην χειρότερη κατάσταση που θα μπορούσε να βρεθεί άνθρωπος - οικονομική, κοινωνική, εργασιακή κ.λ.π.
Έχω μπλέξει άσχημα με κάτι και δεν μπορώ να ξεφύγω, ή έχω κάποιο πρόβλημα και δεν μπορώ να το λύσω.
Άστα να πάνε παιδιά, έχουμε πέσει στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, η επιχείρηση μας πρέπει να αποφύγει την πτώχευση.
Ο καθηγητής μας έριξε στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα με τις ασκήσεις που μας έβαλε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Α.Κ.Α.Β. - αρκτικόλεξο, ακρωνύμιο.
Αυστηρό Κωλοδάχτυλο Άνευ Βαζελίνης.
Τιμωρία που επέβαλαν οι παλιοί στους νέους στον Στρατό.
Πρόσεχε θα τιμωρηθείς με τετραήμερο Α.Κ.Α.Β.
Ε!!! νέους, τετραήμερο Α.Κ.Α.Β.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στην κυριολεκτική του σημασία το «χάνι (πανδοχείο) του κώλου», δηλαδή το μπουρδέλο με τραβεστί που θέλουν δεν θέλουν, κώλο έχουν, κώλο δίνουν!
(από τη βιογραφία του Γιώργου Ζαμπέτα, «και η βρόχα έπιπτε... στρέιτ θρου»)
«Πηγαίναμε για το μπάνιο μας στο Φάληρο της Πάτρας, βόλτα στα Ψηλά Αλώνια και βέβαια τι θα κάναμε, πάντα σε κάνα μπουρδέλο καταλήγαμε.
Κυρίως στης Μπέτυς, στης Μπέτυς το μπουρδέλο. Ωραίο μπουρδέλο, είχε καμιά δεκαριά κοπέλες μέσα, αφρόκρεμα. Εκεί είχα μάθει ότι η Πάτρα διατηρούσε 17 κωλοχανεία, δηλαδή σπίτια με τραβεστί, αλλά εμάς δεν μας ενδιέφεραν αυτά και έτσι δεν το επιβεβαιώσαμε, να δούμε αν ισχύει.»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επί αρρένων, αυτός που δεν έχει χύσει, ο αγάμητος. Σπανιότερα, αυτός που δεν έχει καν εκτονώσει χειροδικώντας τη σωρευμένη ψυχοσωματική αγανάκτηση που του προκαλεί η παρατεταμένη κατακράτηση φλοκίων, με αποτέλεσμα το γνωστό ανοϊκό σύνδρομο.
Επί θηλέων, αυτή που δεν την έχουν χύσει, η άπαρτη, η αγάμητη, η παρθενοπιπίτσα, η χριστιανόφουστα κλπ.
Τη λέξη χρησιμοποιεί ο σταρ των Θεσσαλονικιώτικων cult αθλητικών εκπομπών Κωστής Ραπτόπουλος. Η παρεπίδραση της Αφύτου Χαλκιδικήςστο σχηματισμό της λέξης είναι πιθανή.
...34 χρονών και δεν ξέρετε τη λέξη επιβήτορας, ή άχυτη είστε ή... (βλ. βίντεο)
Got a better definition? Add it!
Published