Selected tags

Further tags

Υλικό είναι, ας το πούμε έτσι απλά, οι εικόνες που σκέφτεται το άτομο κατά την διάρκεια της λατρείας του Θεού Αυνάν. Γενικότερα είναι οι πολύ όμορφες γυναίκες.

Συντάσσεται σχεδόν πάντα με τη λέξη μαζεύω μπροστά.

  1. -Πωωωωώ! Κοίτα ένα μανούλι εκεί!
    -Όπα κάτσε να μαζέψω υλικό...(παρατηρεί προσεκτικά τη γκόμενα)

  2. -Είδα κάτι φωτογραφίες μιας μουν*ρας στο facebook...άστα, μιλάμε μάζεψα τρελό υλικό!!!
    -Link;

  3. -Πάμε Θησείο να δούμε κανα μο*νί και να μαζέψουμε υλικό;
    -Δε σου 'χω πει να κόψεις την πρωινή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετούγια ή και μπετούγια λέμε και την εύκολη γυναίκα, την κοινή άμα θέλετε, όπως ακριβώς κοινή είναι και η μπετούγια για να ανοίξεις την πόρτα.

Όχι, αν είσαι μάγκας να ανέβεις από το παραθύρι της της *μπετούγιας* ή να σου ρίξει κάτω τα μαλλιά της να ανέβεις, η [σκορδόπιστη](http://www.slang.gr/definition/5494-skordopisti)!!! Κοινή για όλους μέσα στο σπίτι και στα σπίτια όλου του κόσμου, εύκολη στη χρήση, με ένα τσακ, μπήκες, απλά πράγματα. Σαν το [πατσαβούρα](http://www.slang.gr/lemma/106-patsaboura), ένα εύκαιρο πάνω απ' όλα, πανάκι να μαζεύεις τις βρομιές σου. Αλλά και οι μπετούγιες έχουν αποδειχτεί να έχουν παραπάνω μικρόβια ακόμα κι από τα πληκτρολόγια, που έχουν παραπάνω μικρόβια από τη λεκάνη της τουαλέτας. Ίσα μωρή *μπετούγια*, κατευθείαν παρασύνθημα, ανοίγω και χωρίς τα κλειδιά. Τα πορτοπαράθυρά σου είναι πάντα διάπλατα για μένα. Ξεσκισμένη καριόλα!

Ξεσκισμένη καριόλα: «Έξι μπετούγιες ίνοξ, στο τιμολογιάκι, χονδρική, ε;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τη δουλίτσα μου, ξεχαρμανιάζω μεταφορικώ τω τρόπω, ξεκαβαλάω.

- Αργεί ο Σάκης, πού είναι, θα χάσουμε το έργο...
- Εεεε... είναι με τη Λίτσα, μπορεί να αργήσει λίγο ακόμα...
- Α κατάλαβα, λοιπόν πάμε εμείς, και μόλις ξεγαμήσει άμα θέλει θα έρθει μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Full of juice ready to use η αλλιώς διώξιμο των χοντραδιών.

Συμβαίνει όταν έχει συγκεντρωθεί αρκετό σπερματικό υγρό και θέλει κάπου να πάει. Το πού – χμμμ! -- τη σήμερον ημέρα δεν ξέρω. Με παζολιάρη η σημερινή νεολαία, τι στα κομμάτια, δεν γαμούν;

- Άντε Δημητράκη θα πάμε μπουρδελότσαρκα, τυχερούλη!

- Ναι, ναι να πάμε, I am full of juice ready to use, κολλητέ μου! (προσέξατε αγγλικούρα ο Μητσάκος ε ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάρμπας ή και μπαρμπάδι είναι ο θείος (βλ. έχω μπάρμπα στην Κορώνη), άσχετα αν η λέξη μας φέρνει στον νου μια φωτογραφία ενός σοβαρού ανδρός, μυστακοφόρου και κάπως ομιχλώδους (ας μη γελιόμαστε, έτσι θυμάμαι τον μπάρμπα μου εγώ).

Ένας μπάρμπας λοιπόν, είναι μιας κάποιας ηλικίας και δεν τα καταφέρνει όπως οι νεαροί -είναι ένα από τα γνωρίσματα ενός ηλικιωμένου το να είναι αργός. Δεν παύει όμως, ακολουθώντας τον κανόνα της ζωής που λέει «ποτέ δεν κερδίζεις χωρείς να χάσεις» (και το αντίθετο), να έχει κάποια προτερήματα έναντι των νεαρών ανδρών, όπως:

στριφτό μουστάκι βαριά φωνή
μαγκιά
γνωριμίες σε πάνω και κάτω
τρόπους
και πάνω από όλα εκπαιδευμένη ΨΩΛΑΡΑ

Από εδώ η γυναίκα μου και από εδώ το αισθη.. εεεε ο μπάρμπας μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη με βάση τον μαλάκα.

Ο Αλέξης είναι μεγάλος μαλακοκαύλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφρασις, που αποδίδεται συνήθως εις νεάνιδα αρεσκομένην να επισκέπτεται το τσιμπουκιστάν.

Παλιά λέγανε, «της αρέσουνε τα ξινά», Κύριος οίδε διατί...

- Πάμε έξω το βράδι με τη Μαίρη και τις φιλενάδες της; Θα' ναι κι η Σία.
- Ποιά ρε; Αυτή η μπατάλα;
- Φίλος, μην κάνεις τα λάθη! Εδώ μιλάμε για μεγάλη πεοπιπιλόζα! Έχει ρουφήξει χιλιόμετρα τσουτσούνι η τύπισσα! Σου λέω, ο αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη δεν είναι τίποτα...
- Βούρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ινοβατίφ γηπεδική έκφραση, που σημαίνει το γνωστό: «Γαμώ την οικογένειά σου», «το σόι σου», «το ντι-εν-έι σου», «το μουνί της οικογένειάς σου!» κ.τ.λ.

Αναφέρεται στο οικογενειακό βιβλιάριο ασφαλίσεως υγείας.

- Πέναλτυ!
- Πέτσινο δίνει ο πουλημένος στο 90, γαμώ το οικογενειακό του βιβλιάριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ούλτρα-σούπερ-ντούπερ υπερθετικός του «σου γαμάω».

Μην συγχέεται με περιπτώσεις σε φάση «το μάτι μου», που είναι ιδιαιτέρως λάιτ, δηλαδή σιγά και τί έπαθε το θύμα τώρα, ρίχνει λίγο νεράκι και πάει πέρασε. Όοοχι, εδώ μιλάμε για μεγάλες ζημιές. Το «σου γαμώ τα μάτια» χρησιμοποιείται σε προχώ περιπτώσεις, όταν τα βάρδουλα, το ταμτιριρί, το φελέκι, το μουνί της Εύας που τον πέταγε, το κέρατο, το σόι, τα χάλια του, είναι πλέον ξεπερασμένα και δεν αρκούν για να εκφράσουν το μέγεθος της ζημιάς που έχει ήδη, ή θα πάθει ο καημένος ο γαμηθείς.

Εννοείται ότι για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, σου 'χω γαμήσει ήδη ό,τι τρύπα ή ό,τι άλλο έχεις και δεν έχεις (περιλαμβανομένων σπιτιών κ.λπ. περιουσιακών στοιχείων), όποιον αγαπάς και δεν αγαπάς, γενικώς σου χω γαμήσει τα πάντα όλα. Ακολουθώντας (γαμιώντας) σπειροειδή ανοδική πορεία, επανέρχομαι να γαμήσω μέλη του σώματός σου, αλλά πλέον, περνώντας σε μια ανώτερη σφαίρα, δεν περιορίζομαι στις ανοιχτές γνωστές διόδους, αλλά διεισδύω και στις πιο ασυνήθιστες και εξεζητημένες: ακόμα και σε εκείνες που δεν αποτελούν καν δίοδο, ούσες φραγμένες με διάφορα εμπόδια. Στην περίπτωση του λήμματος, υπάρχουν τρύπες υποδοχής μεν, φραγμένες από τους γνωστούς λιπώδεις βολβούς δε.

Ο γαμών δεν κωλώνει, σου γαμεί τα μάτια, να τα δεις όλα. Ή, το πιο πιθανό, να χάσεις το φως σου.

Εννοείται, η φράση παίζει και με την γνωστή έννοια «γαμάω και δέρνω», όπως και στο παράδειγμα.

Τέλος, το μά-τι, παίζει να χρησιμοποιείται και ως πιο σεμνό υποκατάστατο της μά-νας, όπως η πανα-χαϊκή υποκαθιστά στο μπινελίκι την πανα-γία (αίσχος).

Ασίστ: Χανκ από ΔΠ, που πήρε την ασίστ από μένα, ντίλι ντίλι ντίλι.

Από εδώ (αφού το χω έτοιμο, μην διασπαθίζουμε πόρους τώρα):

«Το παοκοσύνθημα τα σπάει το χω ξαναπεί κι αλλού, τί τα σπάει, τα σμπαραλιάζει, τί τα σμπαραλιάζει, τους γάμησε τα μάτια χαχαχαχ»

Ρασοφόρος βυζαντινός δήμιος γαμάει τα μάτια βούλγαρου αιχμαλώτου, μετά τη μάχη στο Κλειδί, 1014.  (από johnblack, 21/07/09)I fuck, you fuck, we all fuck for eye fuck (από Vrastaman, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπλήσιο του μαλάκα.

- Έλα ρε Βίκτορα...
- Σκάσε ρε ντόμψωλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified