Selected tags

Further tags

Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη από τους εκλεκτούς αναγνώστες για την εικόνα που θα περιγράψω, αλλά τι να κάνουμε, πρέπει να χαρτογραφήσουμε τη νεοελληνική αργκό χωρίς ντροπές...

Μεζές λοιπόν είναι το σκατό που μετά το πρωκτικό σεξ ο άνδρας ανακαλύπτει ότι έχει μείνει πάνω στον παργαλάτσο του, όταν τον βγάζει έξω και τον περιεργάζεται υπερήφανος... Η λέξη συναντάται στην έκφραση τσιμπάω μεζέ, όπου το πέος παίζει τον ρόλο πιρουνιού / οδοντογλυφίδας / whatever.

- Χθες φίλε μου έδωσε κώλο το Χριστινάκι...
- Έλα ρε... Καύλα!
- Μόνο που σε κάποια φάση τσίμπησα μεζέ και ξενέρωσα...
- Έλεος!!

(από electron, 14/12/09)Μεζές για μερακλήδες (από σφυρίζων, 17/06/13)

Βλ. και πισωκολάτα, σεράνο, μερέντα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόστυχη έκφραση για την περιγραφή της παρά φύσιν σεξουαλικής πράξης, κοινώς γνωστή ως «από κώλο». Με σημείο αναφοράς την κωλοτρυπίδα, η οποία αποκαλείται σφιγκτήρας λόγω στενότητας και μικρού μεγέθους, πρόκειται για εκχυδαϊσμένο τρόπο για να εκφράσει κανείς την καθ' αυτού πράξη.

Αν ξανακάνεις ατομική προσπάθεια αντί για οργανωμένη επίθεση, θα σου χαλαρώσω τον σφιγκτήρα, παλιομαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή και επίταση της συμβατικής βρισιάς «γαμώ το μουνί που σε γέννησε». Κάνει τη γέννα (του υβριζόμενου) να ακούγεται ως εναπόθεση επιπλέον σκουπιδιών στον κόσμο, αλλά και το μουνί (της μάνας του) ως πρωκτό, τον ίδιο ως κουράδα κλπ...

(Παράβαλε και «το μουνί που σε ξέρναγε»)

Νομίζω ότι η όλη φράση απέκτησε μεγάλη ικανότητα να δημιουργεί νοητικές παραστάσεις και εικόνες μετά το παλιό ανέκδοτο που φωνάζουν το Σαργκάνη στο μαιευτήριο.

Στερεότυπα: «γαμώ το μουνί που σε πέταγε, ρε».

Το μουνί που τα πέταγε. (από Galadriel, 18/03/09)(από Vrastaman, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λειτούργημα ή εργασία; Μπα, τίποτα από τα δύο.

Εκφραζόμαστε έτσι για κάποιον που έχει ελάχιστη δουλεία, που δουλεύει κατ' αραιά διαστήματα, που περνάει την ώρα του χωρίς να κάνει κάτι σημαντικό, που νομίζει πως δουλεύει ενώ στην ουσία δουλεύει τον εαυτό του και τους υπόλοιπους.

Πώς προκύπτει η έκφραση;

Κουλός να τραβά μαλακία σχήμα οξύμωρο, τουλάχιστον με την κλασσική έννοια. Αν θεωρήσουμε πως αυτό είναι βιολογική ανάγκη και πως κάποιος πρέπει να ασχοληθεί με το project «Βάρεμα μαλακίας στους κουλούς», τότε αυτό είναι εργασία ή λειτούργημα. Αλλά αυτά παίζουν σε θεωρητική βάση.

Στην πράξη δεν υπάρχει ανάγκη για εργολαβία, άρα όταν αναφερόμαστε σε κάποιον λειτουργό αυτού του task εκφράζουμε την άποψη πως κάποιος ασχολείται με κάτι ανύπαρκτο. Άρα δουλεύει τον κόσμο και στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα ή σχεδόν τίποτα.

- Τι κάνει ο Μπάμπης; Έπιασε επιτέλους δουλεία;
- Βέβαια. Βαράει μαλακία στους κουλούς. Τι δουλειά να κάνει βρε; Με δουλεύεις; Αυτός βαριέται που ζει.

και όχι μόνο! (από BuBis, 13/09/09)

Βλ. και τραβάει μαλακία στους κουλούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός τρόπος για να ειπωθεί το ρήμα συνουσιάζομαι, κοινώς γνωστό και ως βάζω ή «χώνω».

- Θα τα πούμε αρχηγέ μου αύριο βράδυ;
- Δε γίνεται, αύριο θα δω τη Μαρία για να μπήξω νύχι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γυναίκας με εμφάνιση, βλέμμα και κινήσεις που παραπέμπουν σε πορνοστάρ χαμηλού ή υψηλού μπάτζετ πορνοταίνιας (κοινώς τσόντας).

Κατά την θέαση ενός τέτοιου αντικειμένου καθαρά σεξουαλικού πόθου, ένας άνδρας αναφωνώντας «τσόντα!» με χαμηλή (και ενίοτε βραχνή φωνή), και λαμβάνοντας ως απάντηση από έναν άλλον άνδρα κάτι του στιλ «σ'σκις!», ξαλαφρώνει κάπως από τα ερωτικά σήματα του εγκεφάλου του που έχουν χτυπήσει κόκκινα και που πρόκειται να μείνουν ανεκπλήρωτα (ή να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης για το σπίτι). Είναι άλλωστε γνωστό ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, αν δεν μοιραστείς τον «ενθουσιασμό» σου με άλλους άντρες, σε παίρνει το παράπονο... Το ενδεχόμενο πάλι να σου κάτσει αυτή η γκόμενα ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, ειδικά αν δεν έχεις και κατιτίς ακριβό για να τραβήξεις την προσοχή της...

- Μαλάκα κοίτα πώς κουνιέται η μουνάρα!
- Πώωω... Μιλάμε για πολύ τσόντα!
- Καύλα!!
(Και συνεχίζεται ο διάλογος με παρεμφερείς χαρακτηρισμούς, μέχρι να ξεπεραστεί κάπως το σοκ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της έκφρασης «της έδωσα το μουνί στο χέρι» ή «της έδωσα τη μήτρα στο χέρι», τουτέστιν επιδόθηκα σε έντονη σεξουαλική δραστηριότητα η οποία οδήγησε την ερωτική παρτενέρ στα πρόθυρα κατάρρευσης. Αναμφίβολα χυδαία έκφραση, με έντονο πάντως χρώμα.

Το γκομενάκι μου το έπαιζε ιστορία και ήθελε να φανεί σκληρή και απόλυτη. Όταν όμως μετά από ολονύχτιο γαμήσι της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ, ήρθε στα ίσα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλειφομούνι, η αιδοιολειχία.
Όταν πρόκειται για τριχωτό μουνί η χωρίστρα γίνεται πρώτα στις μουνότριχες και μετά στα χείλη, ενώ όταν έχουμε να κάνουμε με παρκέ γίνεται στα μουνόχειλα.

- Ρε μαλάκα, της έχεις κάνει καμιά χωρίστρα της γκόμενας;
- Φυσικά ρε μαλάκα. Χωρίς χωρίστρα δε μου σηκώνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τελείως (μα τελείως) ξυρισμένο μουνί.

- Μωρό μου πότε θα το κάνεις εκείνο το παρκέ που μου υποσχέθηκες;
- Άσε ρε μωρό μου, θα με τρώνε οι τρίχες μετά για μια βδομάδα.
- Έλα μωρέ πως κάνεις έτσι. Σιγά τα ωά. Τι να πω κι εγώ που ξυρίζομαι κάθε μέρα;
- Γιατί για πάρτη μου ξυρίζεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορική έκφραση που αναφέρεται στην ταλαντευόμενη κίνηση του πινέλου, υπονοώντας όμως σεξουαλική πράξη: η γυναίκα στήνεται δημιουργώντας ορθή γωνία και ο άνδρας χρησιμοποιεί το χέρι του σαν πινέλο, αγγίζοντας και τρίβοντας με τα δάχτυλά του τα χείλη του αιδοίου.

Περάσαμε ωραία με την Κωνσταντίνα χθες, όταν μάλιστα στήθηκε στο παράθυρο και τής έκανα πινελάκι πρέπει να κωλογούσταρε, αφού βόγκαγε διαρκώς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified