Γκόμενα παρθένα που γαμιέται μόνο από τον κώλο και παράγει και τον ανάλογο ήχο.
Γκόμενα παρθένα που γαμιέται μόνο από τον κώλο και παράγει και τον ανάλογο ήχο.
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος που έχει χεσμένη την φωλιά του.
-Κεράτωσα τη Μαίρη και νιώθω άσχημα... Θα της πάρω κανα δώρο να της ρίξω στάχτη στα μάτια.
-Είσαι και πολύ σκατόλουμπας βρε αδερφάκι μου!
Got a better definition? Add it!
Το μπάζο, η γκόμενα χόμπιτ που δεν βλέπεται για κανένα λόγο, δεν πάει μαζί της ούτε ο Κουασιμόδος.
- ...και μου δίνει msn, στελνεί ολόσωμη photo και τι να δώ ρε μλκ; Μια φιλτρομπαζούκα με τρίχες! Άσ' τα να πάνε και νόμιζα οτι θα μηδενίσω το κοντέρ να φύγουν επιτέλους οι flintstones!
Got a better definition? Add it!
Cartoon των 90's. Χρησιμοποιείται ώς αντίστοιχη λέξη του χοντράδια όταν κάποιος ψάχνει ό,τι να 'ναι φάση με κοπέλα για να φύγουν απο κάτω οι flintstones να ξεβουλώσει η χοάνη.
- Μαλάκα, καλά που έκατσε η Σούλα κι έδιωξα τους flintstones γιατί είχα πρηστεί σου λέω...
Got a better definition? Add it!
Όταν εχεις πιει τον κώλο σου είτε απο ουσίες είτε απο ξύδια μα περισσότερο απο ουσίες και έχεις γίνει ένα με το πάτωμα.
Got a better definition? Add it!
Μεγάλο και χονδρό πέος, γρύλος (πολλοί χρησιμοποιούν την φράση, λίγοι το διαθέτουν).
- Φύγε ρε Σταυράκο μη πετάξω έξω το σπαρδαλούπακα σου λέω! Ρε μαζέψε το, το σταυροκατσάβιδο μέσα να πούμε!
Got a better definition? Add it!
Ο κωλομπαράς, που αρέσκεται να γαμάει κώλο ανεξαρτήτως φύλου, gay ενεργητικός (ποτέ παθητικός). Ενίοτε αντικαθιστά το «μαλάκας» μεταξύ φίλων.
Σχετικά λήμματα: κωλόμπος, κωλομπαράς, κολομπαράς. Δες και κομμέ.
Got a better definition? Add it!
Ο πρωκτός. Συνήθως ακολουθεί ρήμα που δηλώνει βιαιότητα στο σεξ όπως: σχίζω, ξεσκίζω, ξεχαρβαλώνω, γαμώ κτλ, αλλά κυρίαρχο είναι το σχίζω.
Θα σου σκίσω το πρωκτέλι, έτσι και ξαναφωνάξεις!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Το σπέρμα που εκκρίνεται σε μεγάλες σχετικά ποσότητες κατά τον οργασμό του άντρα. Το ψωλόχυμα.
- Έλα ρε, τη γάμησες;;;
- Ναι ρε...
- Και τα φλόκια;;;
- Όλα στη μάπα!
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!