Συνώνυμη έκφραση του αρχιδόκαμπος και πουτσοχώραφο, αλλά δίνει περισσότερο έκφραση στα πρόσωπα παρά στο μέρος.
Έχει πέσει πολύ πουτσοσπορά σε τούτη την καφετέρια.
Συνώνυμη έκφραση του αρχιδόκαμπος και πουτσοχώραφο, αλλά δίνει περισσότερο έκφραση στα πρόσωπα παρά στο μέρος.
Έχει πέσει πολύ πουτσοσπορά σε τούτη την καφετέρια.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Το πέος. Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στο στοιχείο του ανδρισμού εν μέσω απαξιωτικού διαλόγου.
Δεν πα να βρήκε άλλους δέκα... στο κλαρί μου. Δε δίνω μία για την πατσαβούρα.
Βλ. και κλάρα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πέος που έχει κλίση προς τα κάτω όταν είναι σε στύση.
- Τί κλαίς ρε μαλάκα κοτζάμ άντρας;
- Άσε ρε συ... Να την ψήνω ένα μήνα την πουτάνα, κι'όταν την καταφέρνω να μου την βγαίνει στην έτσι...
- Στην πώς δηλαδή;
- Την έχω από κάτω και πετάω το παντελόνι.
- Ωραία.
- Και τι μου λέει;
- Τι;
- Ρε παλικάρι, μου λέει, τι χαμηλοβλεπούτσα είναι τούτη;... Και να πώ οτι την έχεις μεγάλη και δέν κρατιέτ' απάνω...
Λογοπαίγνιο με το χαμηλοβλεπούσα. Δες και στραβοψώλης.
Τρανταχτό παράδειγμα:
Πήρα καινούρια παπούτσια, πανάκριβα.
Πήγα να τα δείξω στη γυναίκα μου όλο χαρά...
- Γυναίκα, βλέπεις τίποτα καινούριο πάνω μου;
- Όχι. Κι άσε με γιατί έχω δουλειές.
Νευρίασα. Πήγα στο μπάνιο, γδύθηκα τελείως κι άφησα μόνο τα παπούτσια.
- Τώρα βλέπεις;;;
- Βλέπω μια χαμηλοβλεπούτσα.
Νευρίασα περισσότερο!
- Είναι γιατί σου δείχνει τα καινούρια μου παπούτσια!!!
Και μου απάντησε:
- Ε τότε ας έπαιρνες καινούριο καπέλο...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποια έχει ωραίο κώλο, πεταχτό, που τραβάει τα βλέμματα.
- Ρε φίλε κόψε ένα κωλαντεράλ που έχει η γκόμενα...
- Ναι, απίστευτος κώλος!
Ετυμολογείται απο το κωλάντερο (δες και δίνω το κωλάντερο στο χέρι), με τη μετριαστική γαλλόφερνη κατάληξη -άλ.
Got a better definition? Add it!
Η λούγκρα.
λούγκρα + Λουκρητία = λουγκρητία.
-Κοίτα το Λέλο τη λουγκρητία ρε. Κρίμα τον πατέρα του που κέρναγε στα καφενεία κι έλεγε «έκανα γιο ρε!». Τσκ τσκ...
Got a better definition? Add it!
Γαμιέμαι, ή έχω τις ανάλογες τάσεις.
Συνώνυμα:
- Δε μου λες ρε, ο Λέλος το γρασάρει το ρουλεμάν τελευταία ή μου φαίνεται;
- Πρέπει να το γρασάρει. Τις προάλλες έσκυψε να πιάσει τον αναπτήρα του και πήρε το μάτι μου κουραδοκόφτη!
- Τσκ τσκ τσκ... καλά κι εσύ τι κοίταγες;! Μπας και το μελώνεις το παστέλι κι εσύ;
- ...
%
Got a better definition? Add it!
Όρος που χρησιμοποιείται στην επιστήμη της μηχανολογίας για το παχύμετρο όταν αυτό χρησιμοποιείται για να μετρήσει το βάθος μιας οπής. Αυτό το πετυχαίνουμε με την χρήση του οπίσθιου στελέχους του οργάνου.
-Να το μετρήσουμε με το κωλοβυθόμετρο καλύτερα, μην κάνουμε κανα λάθος.
Got a better definition? Add it!
Published
Τσιμπούκι (πίπα). Ακούγεται κυρίως στη Β. Ελλάδα μεταφορικά, ειδικά σε ποδοσφαιρικές συζητήσεις. Χρησιμοποιείται πάντα με το ρήμα «κάνω».
- Έτσι, να πάτε πάλι Champions League και καλά κλαρίνα.
- Ο Ηρακλής τι έκανε σήμερα;
- Κλαρίνο.
Got a better definition? Add it!
Η χανιώτισσα ψώλα. Ο όρος ουσιαστικά αναφέρεται σε όλες τις γκόμενες που κατάγονται και ζουν στα Χανιά Κρήτης.
- Άντε μωρή χανιώλα.
Got a better definition? Add it!