Selected tags

Further tags

Αναφέρεται κυριολεκτικά στο πέος, αλλά χρησιμοποιείται και ως υβριστικός χαρακτηρισμός.

  1. Μας έχει κάνει το λεβίδι κατσαβίδι ο δικός σου, πολύ πρήξιμο μιλάμε.

  2. Μού 'πε η δικιά σου να πάμε για καφέ, και μου κουβάλησε και το λεβίδι τον γκόμενό της μαζί.

Ετυμολογία: (αρχιδο)λεβιές + -ίδι, υπό την επίδραση μάλλον του αρχίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανίκανος.

-Ρε συ... αυτός δεν μπορεί να γαμήσει ... σκέτος σπερματοζητιάνος.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που του αρέσουν οι άσχημες.

Ρε κοίτα τον μπαζογλείφτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τσόντα + βίος.

Αυτός που ζει από τις πορνοταινίες και τα τσοντοπεριοδικά, συνήθως δεν έχει γκόμενα και συνέχεια παίζει το πουλί του.

-Βρήκε γκόμενα ο τσοντόβιος ή ακόμα παιδεύεται με το χέρι του;

(από patsis, 10/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψευτομάγκας, που μόλις του κάνεις ΜΠΟΥ!!! αυτός χέζεται.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την ιταλική λέξη fermare και σημαίνει σταθεροποιώ. Χρησιμοποιείται όπως το εφαρμόζω.

- Άσε, μας έπιασε ντίρλα ένας τροχονόμος και μας τον φέρμαρε..

Got a better definition? Add it!

Published

Η γραβάτα, που λόγω του σχήματος και της διεύθυνσής της παραπέμπει σε βέλος που δείχνει το πέος.

-Θα με βοηθήσεις να δέσω τη γραβάτα μου;
-Καλά 30 χρονών μαντράχαλος και δεν ξέρεις να τη δένεις;
-Ε δεν συνηθίζω να φοράω πεοδείκτες και μαλακίες...

Ασημένιος πεοδείκτης, διατίθεται και καλά ως "συνδετήρας χαρτονομισμάτων" στο πωληρήριο του Μουσείου Μπενάκη.  (από Vrastaman, 16/05/09)Ωραία γραβάτα, αράπη μου! (από Vrastaman, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άδικα, άσκοπα. Εκφράζει θυμό, δυσαρέσκεια.

Με σταμάτησαν τις προάλλες οι μπάτσοι με το αμάξι και πλήρωσα 50 ευρώ γαμησιάτικα για τις ζώνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη μεγάλης υβριστικής ισχύος, όταν αυτή λέγεται σε άντρα. (1) Ο δόλιος, ο σιχαμένος, ο άκρως αντιπαθητικός, (2) αυτός που θέλουμε να τον σαπίσουμε στο ξύλο.

  1. Να τον προσέχεις αυτόν, είναι μεγάλο μουνόπανο.

  2. Έλα εδώ ρε μουνόπανο αν έχεις αρχίδια.

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)(από Vrastaman, 22/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified