Selected tags

Further tags

Ενοχλώ κάποιον, γίνομαι πιεστικός, του πρήζω τ' αρχίδια / τον μπούτσο.

Έλα ρε αυτέ να π'μ', μη μου ζαλίζεις τη μπάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δειλός, ο φοβιτσιάρης, ο χέστης, ο οποίος κλάνει μέντες μπροστά στους κινδύνους. Διαθέτει και το ισπανικό ονοματεπώνυμο Antonio Eclasamentes.

1. Ο τουμπανατος, νυχτοπερπατημενος, νταηχεστης μολις βλεπει μπροστα του τη Μαργαριτα γινεται κλασομεντας.

  1. Τελικα ο τρομοκρατης αποδεικνυεται κλασομεντας. (Από το Φέισμπουκ)

3. Εν τω μεταξύ έλαμψε δια της απουσίας του, ο δημοτικός συμβούλος της Χρυσής Αυγής, το παλληκάρι αλλά στα δύσκολα κλασομέντας...

(από Khan, 01/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Στενοκώλης (αρσ.)- στενοκώλα (θηλ.): Έχει ένα φάσμα σημασιών που περιλαμβάνει αυτόν/ήν που έχει στενό κώλο με την καυλή έννοια, αλλά και τον πρωκτικάντζα, τον σφιχτοκώλη, τον στενόκωλο, τον στριμόκωλο. Ωστόσο, ειδικά στο στενοκώλης-α επικρατεί λίγο παραπάνω η κυριολεκτική (άνευ λινκ) σημασία από ό,τι στα άλλα.

1. Θα σου μεταφέρω πάντως μία φάση από την Αμερική για να καταλάβεις τη διαφορά του να είναι κανείς στενοκώλης και του να χαίρεται το παιχνίδι που παίζει.

  1. Μας προέκυψε στενοκώλα η κυρά κι εγώ μεγαλοψώλης ξάφνου στα σαραντατόσα μου!Τι άλλο θα ακούσω ο βλάχος δεν ξέρω ακόμα! (Από μπουρδελοσάιτ)

Got a better definition? Add it!

Published

Έχει σχέση με ανέκδοτο: Ένας γύφτος πάει σε ένα όμιλο γυμνιστών. Πάει να πληρώσει ο γύφτος και η ταμίας με την φιλενάδα της βάζουν τα γέλια. Τον ρωτάνε τι γραφείς στον πούτσο σου; ΞΙΔΙ; Και απαντάει ο γύφτος, Όταν σηκωθεί γράφει «Η ΝΙΣΣΑΝ σας εύχεται κάλο ταξίδι!»

Το λέμε όταν διώχνουμε κάποιον ή τον αφήνουμε να φύγει αφού τον έχουμε γαμήσει και με ξίδι για να τσούζει. Ας πούμε όταν μια ομάδα φεύγει από το γήπεδο αφού έχει χάσει. Σε μια φάση «και τώρα / μπορείτε / να πα να γαμηθείτε». Ή όταν μια ομάδα αποκλείεται σε αγώνα νοκάουτ.

Λέμε και «πούτσα ξίδι και κοψίδι» για κάποιον που είναι βλάχος αλλά γαμάει κιόλας.

Από τον tsimpatone.

  1. Πούτσα ξίδι και καλό ταξίδι! 3-0 τους νικήσαμε!

  2. - Οι παίκτες του ολυμπιλαγού αποχώρησαν πριν τελειώσει το παιχνίδι.
    - Πούτσα ξίδι και καλό ταξίδι.

(από Khan, 26/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη (ξεφτίλα + πούστης) που χαρακτηρίζει τον ομοφυλόφιλο που κάνει κρα λόγω της κραυγαλέας θυληπρεπούς του εμφάνισης που συνδυάζεται με γυναικεία φωνή και γενικότερα γυναικωτούς τρόπους.

Ρε τον ξεφτιλόπουστα! Βαμμένο μάτι και φτερά στην πλάτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι απλά γαμάω, αλλά το ξευτιλίζω: σκληρό, πρόστυχο και βρόμικο γαμήσι δίχως αύριο.

Χρησιμοποιείται λοιπόν ως επιτατικό του «κάνω σεξ», αλλά φυσικά και μεταβατικά: όταν την ξεγαμάς την άλλη, την κάνεις τσόντα –προφανώς προσφέρεται και για αρσενικό καθώς και ουδέτερο γένος. Το άκουσα στην κυριολεκτική του χρήση, αλλά εύλογα παίρνει και τις γνωστές μεταφορικές σημασίες του απλού γαμάω (δες παράδειγμα 2 και 3).

Το ξε- εδώ επιτατικό (όχι όπως στην άλλη σημασία), επιβάλλει την εμφατική εκφορά της λέξης.

  1. - Πώς ήτανε χθές με το μικρό ρε;
    - Θα την έπαιρν' απο Φίλυρο να πάμε για φαΐ στο κέντρο, κι' ύστερ' απο παραλία ώς το Φάληρο, που παίζαν κάτι φίλοι σ' ένα θεατράκι. Ε και μου σκάει με το φουστάκι ως το βυζί και το ξώπλατ' ώς τη γάμπα. Τί «φαΐ» και τί «βόλτα» και τί «θεατράκια» και παπαριές... Στην πρώτη καβάτζα σταματάω και γίνεται το αλεό, μαλάκα... Την ξεγάμησα... Ένα δίωρο ήμασταν στ' αμάξι μέσα.
    - Έτσι ρε, σα γιάνκης!...
    - Ναί, μόνο που τ' αμάξι είναι γιαπωνέζικο και δέν αντέχει απο ροντέα. Πρέπει να πάω στο μάστορα να μου στήσει πάλι το κάθισμα, στο γυρισμό το πήγα σκαμνάκι.

  2. ας το δουμε διαφορετικα...οταν οι αλλοι υπερασπιζονται και προαγουν ρατσιστικες συμπεριφορες,φασιστικα καταλοιπα για προτυπα και καταπατανε τα ανθρωπινα δικαιωματα καθως και αξιες και αρχες τοτε θα τους ξεγαμαω...καταλαβες;για αφεντικα την καραμελα φτυστην...ειμαι εναντια σ οτιδηποτε φασιστικο...αμα δω καποιον να κλεβει τσαντα απο γιαγια πχ ανεξαρτητως εθνικοτητας θα τον ξεγαμησω γιατι ειναι φασιστικο...για να μην λετε οτι η αντίφα μιλαει για ανοχη εγκληματων απο αλλοδαπους... (σχόλιο στο γιουτιούμπ)

  3. Te quitaré lo vieja a cogidas: Θα ξεγαμήσω τη γεροντίλα από πάνω σας (παράδειγμα απόδοσης του quitar από ονλάιν ισπανοελληνικό λεξικό...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται συνήθως σε σεξουαλική δραστηριότητα, αλλά μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Μια μάλλον διαδεδομένη σλάνγκικη έκφραση, μετέωρη στα όρια της κυριολεξίας και της μυθοπλασίας.

Έννοιες: Α. Ενεργητική
Β. Τιμωρητική
Γ. Καταστροφική

  1. Και που λες παίρνω το κλειδί από τον ρεσεψιονίστα (κατά το Ατενίστα) και την πάω στο δωμάτιο... Τον πετάω έξω και το ξεφτιλοπούτανο έμεινε μαλάκας.

  2. Θα σου πετάξω το μουνί έξω μωρή ξεφτιλισμένη!

  3. Άσε ρε μαλάκα, μας έχει γαμήσει ο διοικητής, γαμώ το ξεσταύρι του, του παλιόπουστα... Μου 'χει πετάξει το μουνί όξω στην αγγαρεία...
    - Αστονα τον πούστη, σε 62 μέρες λελέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι να πεις. Μόνο συχαρίκια στον λαϊκό ποιητή που ξεστόμισε αυτή την επική φράση. Την ανέφερε σε διαπροσωπικη κουβέντα στον υποφαινόμενο καθώς περιέγραφε τα αποτελέσματα καυτού σεξ.

Μαλάκα την ξεκώλιασα! Μου ξήλωσε το προστάτη το ξεψώλι! (εδώ συναντάται με παρήχηση για μεγιστοποιήση του οπτικού εφέ του ξεκωλιάσματος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεχρίτισσα, η βρωμιάρα, η παρακμιακή.

Με αυτές τις λεχρόλες που έβγαινε, πώς δεν το είχε τσιμπήσει το αφροδίσιο νωρίτερα θαύμα είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τρίπτυχο του κλασικού άντρα που ρίχνει πούτσα, αλλά βλέπει και μπάλα και δε σηκώνει πολλά πολλά. Επίσης «πούτσα ξίδι και κοψίδι».

Απορώ πώς μια κοπέλα με τα πτυχία της, αλλά και εμφανίσιμη και ερωτεύσιμη, κατέληξε με αυτόν τον πούτσα μπάλα και τραμπάλα!

(από Khan, 12/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified