Ο βασιλιάς της μαλακίας, με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Συχνά είναι έφηβος που μόλις ανακάλυψε το σπορ.
Τι να πει κανείς... Έχει για homepage το youporn! Μεγάλος πεοστύφτης!
Ο βασιλιάς της μαλακίας, με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Συχνά είναι έφηβος που μόλις ανακάλυψε το σπορ.
Τι να πει κανείς... Έχει για homepage το youporn! Μεγάλος πεοστύφτης!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γκόμενα που το λυσσάρα και το τσιμπούκια ο τίγρης είναι ανεπαρκή για να περιγράψουν. Η περίοδος κυνηγιού της αρχίζει από τα μεσάνυχτα και τραβάει μέχρι πρωίας. Όποιος πέσει θύμα της, έχει τις συνέπειες του κατασπαράγματος, στραγγίσματος μέχρι τελευταίας σταγόνας και υπερκόπωσης ημερών.
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται στην περίπτωση να συμβεί κάτι κακό για το οποίο δε θα μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Θα μείνουμε να κοιτάμε σαν βλάκες, άπραγοι.
- Μετά από τόσα χρόνια που την κάνω υπομονή θα με παρατήσει και θα μείνω να τραβάω τις κωλότριχες μου...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το σεξουαλικό όργιο στο οποίο συμμετέχουν κατά κανόνα βρωμόμουνα μποντιμπιλντεράδες, ζιγκολό ή ακόμα και ανυποψίαστες πλην πολύπειρες σεξουαλικά κοπέλες.
Διοργανωνονται από μερακλήδες σε ποικίλα μέρη όπως γκαρσονιέρες, χαμάμ, spa ή ξενοδοχεία και σκοπό έχουν την ψυχοσωματική εκτόνωση και αναζωογόνηση των συμμετεχόντων.
Σ.ς.: Μετρ του είδους είναι ο Θεσσαλονικιός Σωτήρης.
- Πρόεδρε έλα για μουχαμπέτι αύριο στα λουτρά Θέρμης.
- Εκτιμώ την πρόσκληση άλλα είμαι παντρεμένος ρε παλικάρι μου. Να 'σαι καλά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το κατά κανόνα βρωμόσκυλο που συμμετέχει με μεγάλη χαρά σε κάθε είδους μουχαμπέτι. Είθισται να έχει ύψος άνω του 1,70, αδύνατο σώμα και έντονα χαρακτηριστικά προσώπου (σκυλί). Πολλές φορές είναι τόσο βρωμερά που δεν κάνουν ούτε για μουχαμπέτι.
- Ρε γέμισε η Θεσσαλονίκη βρωμόμουνα! Έλεος!
- Η παναγιά μαζί σας!
- Παναγία τριάς ελέησον ημάς!
Βλ. και βρωμομούνα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση παλιάς κοπής, μάλλον ξεχασμένη σήμερα, που για μια κοπέλα (τουτέστιν νέα και ανύπαντρη) σήμαινε πως είναι, μάλλον όχι και τόσο απροσδόκητα, αν και πιθανότατα ανεπιθύμητα, ολίγον έγκυος, οπότε «ψητό», το έμβρυο και «φούρνος», η μήτρα - κοιλιά.
Λιγότερο ευφημισμός και περισσότερο σεξιστική χοντράδα, προκαλούσε εκτός από γαμοσταυρίδια, έντονο προβληματισμό στον συνυπεύθυνο ή τους πιθανούς συνυπεύθυνους που θα προτιμούσαν να την είχαν κάνει κόμπο απ’ το να γίνουν ξαφνικά μπαμπάδες. Φυσικά, δεν το λες πως εξύψωνε τη φήμη της εν λόγω καρπερής, αν και η κοινωνία (δηλαδή, ουσιαστικά, οι γυναίκες) είχαν, ντεμέκ, απελευθερωθεί σεξουαλικά.
Θα μπορούσε να είναι απόδοση του αγγλικού με την ίδια σημασία «to have a bun in the oven» όπου «bun» = μικρό κέικ, κότσος αλλά και κωλαράκι και «oven» = φούρνος. Τουλάχιστον ένας μεταφραστής το είχε αποδώσει έτσι, στην εδώ σκηνή του δημοφιλέστατου μιούζικαλ Grease το 1978-1979.
Αλλά κι οι γείτονες Ιταλοί λένε «ne ha sfornato un altro»: «ξεφούρνισε άλλο ένα» για τον τοκετό καμιάς κουνέλας.
-Η Πάτυ έχει ψητό στο φούρνο.
-Τι;!;!
-Το σφύριξαν χθες στη μικρή.
-Ναι έ;…………Σταντέ;
-Στις καπότες μου.
-Δε γαμιέσαι λέω ‘γω;
-Μπααα!! Κάλλιο νονός.
Got a better definition? Add it!
Published
Εσένα τι σε κόφτει;
- Κόψε ρε το τσιγάρο, θα πάθεις καρκίνο.
- Τι σε κόφτει εσένα, στον κώλο σου μπαίνει μήπως;
Got a better definition? Add it!
Καλογυμνασμένος, άρτι αποτριχωθείς κι ετοιμογαμητέος ομοφυλόφιλος του Γκαζίου.
- Δεν το πιστεύω μωρή, μούνα έγινες! Palestra;
- Holmes αγάπη! Πήγαν τη συνδρομή στα 50 ευρώ
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για την γκόμενα που είναι αδύνατη και σχετικά μικροκαμωμένη· ωστόσο έχει ένα προσόν: έχει τουρλωτό κώλο, που ξεπροβάλλει μεγαλοπρεπώς προκαλώντας προβλήματα στον δύσμοιρο αντρικό πληθυσμό. Προσοχή δεν πρέπει να συγχέεται με το τούμπανο ή το τούμπανο-τούμπανο.
- Επ Τόλη...δεν ξέρω βασικά αν θα σου αρέσει...αλλά κοίτα...
- Ωχχ...αυτή είναι αδύνατη...
- Για κοίτα καλύτερα...
- Ααα...έχει όμως ζουμερό - σφριγηλό κώλο...είναι τουμπανάκι!
Βλ. και τουμπανόβυζο, τουμπανομεζές, μικρός τουμπανιστής.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για μεταφορά καθ' ότι δεν φθάνει ο άντρας σε πραγματικό οργασμό, αλλά το αντίκρισμα ορισμένων πορνιδίων του ανεβάζουν την λίμπιντο - και σε ορισμένες περιπτώσεις και το πέος στα ύψη.
- Χέι βλάχο κοίτα τουμπανάκι...
- ΟΟΟ... πρόβλημα δημιουργεί... για χυσάκια είναι!!!
Got a better definition? Add it!