Selected tags

Further tags

Συχνά χρησιμοποιείται όταν κανείς εμφανίζει το πέος του για τον οποιοδήποτε λόγο (ώστε να κάνει το ψιλό του, να γαμήσει, να προσκαλέσει σε συγκριτική μέτρηση άλλους παρευρισκόμενους άνδρες).

  1. Δύο τύποι συζητούν:
    — Χα χα, κοίτα τον γέρο που την έβγαλε και κατουράει στη ρόδα του φορτηγού! Νομίζει δεν τον βλέπει κανείς...
    — Γιατί, εσύ πιστεύεις πως νομίζει ότι βρίσκεται στο δρόμο τώρα;

  2. Κλασική ατάκα σε ανδροπαρέα:
    — Καλά ε, το Μαράκι εχθές αφού έφαγε την καραπουτσακλάρα μου δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια της...
    — Σιγά ρε γαμιά! Όλο για το εργαλείο σου μας μιλάς...
    — Ε αφού το 'χω τιτανοτεράστιο ο πούστης, τι να κάνω!
    — Εγώ λέω να τις βγάλουμε να τις μετρήσουμε, να δούμε κατά πόσο λες αλήθεια.

Βλ. επίσης: τη βγάζω καθαρή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή εκδοχή της τιμημένης πίπας. Το συγκεκριμένο μπουκιτσί χαρακτηρίζεται από αδρές και σταράτες κινήσεις και αυξημένη ποσότητα σίελου, πιθανώς λόγω των κλιματολογικών ιδιαιτεροτήτων της μαρτυρικής Μεγαλονήσου. Έγινε δε γνωστό στον Ελλαδικό χώρο κυρίως λόγω του σημαντικού αριθμού κυπριακών κορασίδων στα ανώτερα και ανώτατα ιδρύματα της χώρας, που επιδίδονται στο προαναφερθέν ευγενές άθλημα. Οι απόψεις περί της ανωτερότητάς του, έναντι της εγχώριας εκδοχής, διίστανται και τα σχετικά πορίσματα ελέγχονται ως προς την εγκυρότητά τους.

- Εεε τσε κάμω του ένα πλοουτσόπ, εν εμπόρει να πάρει τα πόδια του!
- Ε τζιαμαιιί!

blow job by Kasparof (από GATZMAN, 22/06/11)

Βλ. και απάνθισμα Κυπριακών λημματουδιών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος έχει φάει τέτοια νίλα, που δεν μπορεί να την ξεπεράσει. Προσομοιάζεται με το ότι έχει καταπιεί την πούτσα, έχει κολλήσει όμως στον οισοφάγο λόγω μεγέθους και δεν μπορεί ούτε να τη βγάλει, ούτε να τη χωνέψει.

Σούλης: -Έλα ρε συ Ανέστη, αφού αν δεν σας έσπρωχναν έτσι οι διαιτητές θα χάνατε!
Ανέστης: -Τι λες ρε μαλάκα; Έχεις φάει την πούτσα και δεν μπορείς να τη ρευτείς, δεν μπορείς να τη φτύσεις και μιλάς;

(από dk636, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πίπα. Χρησιμοποιείται όταν ο πεοδότης διηγείται σε φίλο του την επομένη της πεολειχίας, αλλά ψιλοντρέπεται να πει τα πράγματα με το όνομά τους.

- Για πε ρε, τι έγινε τα ψε με το παστάκι; Μπήκε ο σύρτης;
- Ε να μωρέ, όχι... Σκότι Πίππεν μόνο.
- Σσσσσσς! 'Ελα ρε πεωσφόρε! Την κέρασες πρωτείνη;
- Μπα, αερόπιπα έκανε. Ίσα που ξερόχυσα.

O Scottie Pippen με την στρατηγικού αναστήματος καλή του. (από Vrastaman, 14/06/11)Jim Beam me up Συκώτι (από Vrastaman, 18/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το οποίο γουστάρουν οι πούστηδες (κατά το «γουστόζικο»).

Κρίστο: - Αχ καλέ, τι ωραίο συνολάκι είναι αυτό; Σου κάνει ωραία οπίσθια!!!
Τρύφων: - Ε ναι χρυσό μου, είναι και πολύ πουστόζικο!!! Καρ καρ καρ καρ!!!

(από dk636, 14/06/11)

βλ. και πουστάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάθε λογής πουστάκια που βλέπεις στην τηλεόραση κατά τη μεσημεριανή-απογευματινή ζώνη. Είναι πάντα χαρωπές και τσαχπίνες, και ως μέρος της σόου μπιζ, έχουν παραμερίσει το σύνδρομο του βρωμόπουστα και επιδεικνύουν την πουστοσύνη τους στο κουτσομπολιό.

- Κοίτα χαμόγελο! Αστράφτει στο γυαλί ο Βαγγέλης μας ε;
- Ε στο είπα. Έχει ανέβει επίπεδο ο γιος μας. Από φτωχόπουστα, έγινε λαμπερόπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, ενεργητικός ή παθητικός, ο οποίος λατρεύει τα πέη. Μπορεί να είναι ξεφωνημένη ή κρυφόπουστα, θηλυπρεπής ή όχι, πάντως σίγουρα λατρεύει τις ψωλές. Τον διακρίνει κανείς εύκολα, καθώς όταν πέφτει το βλέμμα του σε πέος, γλείφει λίγο τα χειλάκια του και κάνει «Μμμμμμμμμμ!!!» παθιάρικα.

  1. Δασκάλα: Πώς λεγόταν ο διάσημος ζωγράφος από τη Λέσβο;
    Μαθητής-πουστάκι: Πεόφιλος κυρία! Αχ... Πάλι μπούρδα είπα καλέ!
    Δασκάλα: Όχι αγόρι μου. Θεόφιλος λεγόταν. Πεόφιλος είσαι εσύ!

  2. - Ρε συ, τι ήταν αυτός ο μπάρμαν χθες; Όλο σφηνάκια με κερνούσε!
    - Δεν ξέρω, αλλά πρόσεχε. Παίζει να είναι λίγο πεόφιλος.

(από dk636, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που της αρέσει να της γεμίζουν τον κώλο ωμό κρέας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που γαμιέται. Που δέχεται πούτσες.

Και τι σού 'φταιξε ο Αντώνης, ρε καθυστερημένο πουτσόπανο; Τράβα γαμήσου, ρε τραβελόπουστα. Με τις γαμημένες κωλοπαπαριές σου και τα πουτσιλίκια σου, ρε μαλακιστήρι. Ένα γκεϊλίκι είναι η ζωή σου, ρε λούγκρα. Γεμίσαμε πουτσολήπτες. Με εσένα το καλύτερο παράδειγμα. Παρ' τ' αρχίδια μας και ξεκουμπίσου, ρε τριπούτανο. Το μπούλο. Μέγα πουτσολήπτη. Λαμπουρόφατσα.

Βλέπε και τρώω πούτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified