Selected tags

Further tags

Ο εργάτης του μουνιού.
Λογοπαίγνιο με τον «μιναδόρο», εργάτη ορυχείου.

ιδιο με τον ορισμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον αντίπαλο πού επιφέρει συντριπτική ήττα λόγω απροσδόκητης κρυφής υπεροχής.

Όταν οι Πέρσες έκαναν εισβολή στην Ελλάδα, οι Αθηναίοι τους τον έπαιξαν στα δύο κωλομέρια πρώτα στον Μαραθώνα και αργότερα στην Σαλαμίνα.

(από guess, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε σε γηραιά, άμυαλη κυρία (εντός εισαγωγικών), τρελοκαμπέρω, αμφιβόλου ηθικής υπόστασης, η οποία καμώνεται και την ωραία και μοιραία... τρομάρα της.

Εκ του «αμόλα μωρή ψώλα».

Τι είναι αυτές οι μαλακίες που λες... Σκάσε μωρή φόλαψόλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά για το «την πουλεύω».

- Έλα να τον ιππεύσουμε σίγα σιγά, γιατί πέρασε η ώρα.
- Ρε καθίσετε μέχρι να φύγετε...

στο 0.58 λεει να την πουλέψω εν ετει 1981, μαλλον πιο παλια η εκφραση απ οσο νομιζουμε (από daisy_mantroskylos, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του λιποζάν. Τα λεπτεπίλεπτα αλλά καλλίγραμμα τσιμπουκοχειλάκια, ενίοτε συνδυαζόμενα και λιγουλάκι λιπγκλοςς.

ΠΡΟΣΟΧΗ: ΟΧΙ ΟΙ ΤΣΙΜΠΟΥΚΟΧΕΙΛΑΡΕΣ (αυτό είναι άλλο).

- Είδες φωτό κολέτσα πώς ήτανε παλιά;
- Τι να δω ρε φίλε, αφού έιναι όλο φτιαγμένο στο χέρι. Κώλος, βυζί, χειλάκι για πιποζάν και τα ρέστα.

(από stratos98, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον τρώω, τον πίνω, τον ρουφάω, ενν. όχι τον πικρό καφέ της παρηγοριάς όπως σαφώς ειρωνικά λέει ο ατσεγκές στον ορισμό του, αλλά τον πέοντα, είτε μεταφορικά, ή κυριολεκτικά.

Μου την κάθονται δηλαδή, εισπράττω τα δέοντα, εννοείται τη στιγμή που μου αξίζει ή τη στιγμή που δεν το περιμένω και δεν το επιθυμώ καθόλου.

Γιατί, όπως γνωρίζουν οι γυναίκες και οι αδελφές και δεν γνωρίζουν οι υπόλοιποι -που έχουν όμως να λένε, όταν τον τρως χωρίς να τον θες, δεν είναι ωραίο πράμα.

Η έκφραση αυτή και τα συνώνυμά της, απαντώνται συνήθως στον αόριστο: τον εισέπραξα, τον ρούφηξα, τον ήπια, τον έφαγα.

  1. Πολύ γαμιάς μας το παίζει, δεν έχει καταλάβει ακόμα πόσο αδελφή είναι... Ε, θά 'ρθει η μέρα που θα τον εισπράξει, θα καταλάβει τη γλύκα του και θα το γυρίσει.

  2. Μαλάκα, ο πατέρας μου τα έμαθε όλα, τον εισέπραξα για τα καλά!

Got a better definition? Add it!

Published

Ακολουθεί τη φράση στ' αρχίδια μου.

- Στα αρχίδια μου!
- Στο στόμα σου!

Εκεί που θέλει να βρίσκεται το στόμα σου (κοίτα τι έκανε ο άλλος τώρα...) (από Galadriel, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ο) ουσ., εκ του πούτσα και ζητώ.

Ο ζητιάνος της πούτσας, ο διακονιάρης. Αυτός που παρακαλάει να συνευρεθεί ερωτικά. Χρησιμοποιείται κυρίως για περιπτώσεις γένους θηλυκού και ειδικότερα για στερημένες, παντρεμένες, στραβογαμημένες κλπ.

Αμάν αυτή η Κατερίνα! Με έχει πρήξει. Όλο το σεξ έχει στο μυαλό της. Τι πουτσοζήτουλας έχει καταντήσει ρε φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγο πιο συγκεκριμένα από τον ορισμό που δίνει σύσλανγκος, το τσιμπουκάδικο είναι ένα ευαγές ίδρυμα/ putzinstitut, το οποίο προσφέρει μεταξύ των υπηρεσιών του στοματικό σεξ, το τσιμπούκι ή μπουκιτσί.

Ασφαλώς ως τσιμπουκάδικο δεν θα χαρακτηριστεί το σταντέ γαμάδικο, που θα προσφέρει και το περισσότερο, δηλαδή το πλήρες γαμήσι. Το τσιμπουκάδικο ανήκει στον χώρο της ενδεχομενικότητας, δηλαδή είναι ένα από τα ευαγή ιδρύματα που δεν προσφέρουν το σεχ επισήμως, αλλά στην ζούλα και καλούα. Πρόκειται για ένα ενισ-χυμένο φραπενείο που σερβίρει τον φραπέ με καλαμάκι. Συνήθως λέγεται για μασατζίδικα, και λίγο λιγότερο για πονηρά στριπτιτζάδικα ή κωλόμπαρα. Πάντως, κανονικά, για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως τσιμπουκάδικο πρέπει το τσιμπούκι να είναι το μάξιμουμ που προσφέρει, ώστε να συνιστά ειδοποιό διαφορά του.

Για τις πρωϊνές καύλες σε μασατζίδικο ή σε τσιμπουκάδικο, γιατί τα γκογκο μπαρα ανοίγουν το απόγευμα. (Εδώ).

(από Khan, 09/03/11)σχετική περίπτωση μετά το 1:00 (από anchelito, 09/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομιχλώδες λόγω κάπνας χαμαιτυπείο όπου, άγνωστο γιατί, μαζεύονται όμορφες μεναγκό, δηλαδή ωραία τσιμπούκια, εξ ου το «τσιμπουκάδικο».

Να πάμε καμιά μέρα στα Εξάρχεια στον «πούστη γάτο», έχω ακούσει πως είναι καλό τσιμπουκάδικο, μαζεύει φίνα μωρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified