Selected tags

Further tags

Αφού εξαντλήθηκε το θέμα πάτου στο αντίστοιχο λήμμα που θα μπορούσε να είναι και διατριβή με όνομα «Περί πάτων», έρχεται και η ατάκα εμπνευσμένη από τον Κώστα Τσάκωνα,

Χ (όσο πιο μεγάλο τόση μεγαλύτερη έμφαση) χρόνια βαρελάς, τέτοιο πάτο δεν ξανάδα.

Είναι η επιτομή της φιλοφρόνησης για τα οπίσθια μιας γυναίκας και την κρατάμε μόνο για εξαιρετικές περιπτώσεις.

Φυσικά δε λέγεται σε τετ-α-τετ περιπτύξεις τύπου πρώτο ραντεβού «α, by the way, τόσα χρόνια βαρελάς, τέτοιο πάτο δεν ξανάδα», οχι.

Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε φανάρια, πάρκα κλπ. όπου ο εν λόγω πάτος τυχαίνει να παρελαύνει και φυσικά φωναχτά για να το ακούσει όλος ο περίγυρος.

Δές και σαράντα χρόνια φούρναρης, όπου ο λημματοδότης έχει αγγίξει την έκφραση και από μια άλλη σκοπιά.

(σε παγκάκι που κάθονται δυο φίλοι και τα λένε, περνώντας ένας τέτοιος πάτος}

- Πώπω μανάρα μου, τι πατούρα είναι αυτή, να σε χαίρεται η μάνα σου κορίτσι μου
- ΈΕΕρρεε, τριάντα χρόοονια βαρελάς, τέτοιο πάτο δεν ξανάδα...(ακολουθεί σφύριγμα τσολιά στα Βλάχικα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καυλαμάς, κατά τον λακαμά και όχι κατά τον Παλαμά (που μάλλον ιεροσυλία θα αποτελούσε), δηλώνει ότι κάποιος έιναι εντελώς μαλάκας, ότι κάποιος είναι κάτοχος p.hD με αντικείμενο τη μαλακία. Το πρώτο συνθετικό (καύλα) χρησιμοποιείται εμφατικά για να δηλώσει την ένταση και το ευμέγεθες της μαλακίας, η οποία εννοείται με το «μάς», του οποίου η ολοφραστική εκφορά παραλείπεται σκοπίμως για λόγους ευηχότητος και ηθικοπλαστικής προκατάληψης.

- Πώς έμαθε η δικιά σου τα καμώματά σου με την Άννα;
- Της τα είπε ο Τάκης.
- Αυτός είναι εντελώς καυλαμάς ρε, μη μου πεις ότι ακόμα του μιλάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαρομανάω: εκ του φαρί (νεαρό δυνατό άλογο) + μαίνομαι (είμαι θυμωμένος, είμαι σε οίστρο).

Κατά την όψιμη Άνοιξη δηλαδή, οι γκόμενες είναι έτοιμες για ζευγάρωμα, για βάτεμα.

- Πω-πω οι λυσσάρες, πώς κάνουν με το μαλάκα, μα είναι ωραίος αυτός ο χλιμίτζουρας;
- Ωραίος ξεωραίος, δεν έχει να κάνει. Δεν το ξέρεις; Τον Απρίλη και το Μάη, το μουνί φαρομανάει...

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι έτσι και έτσι, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη.

Χρησιμοποιείται όταν ο μπήχτης βάζει από υποχρέωση, απλά και μόνο επειδή του ζητείται από την δικιά του, χωρίς ο ίδιος να γουστάρει εκείνη τη χρονική στιγμή.

Ο βάζων ντεμί συνήθως δεν ολοκληρώνει τη συνουσία, αφήνοντας το μωρό του ντεμί-ικανοποιημένη.

- Πώς πάει ρε, διαβάζεις καθόλου για τις εξετάσεις;
- Ε προσπαθώ, αλλά έχω και τη δικιά μου που θέλει όλο κόλπα και δεν προλαβαίνω, τι να κάνω δεν ξέρω, άσ' τα.
- Θα σου πω εγώ ρε. Βάλε ντεμί και διάβασε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυναικείος αυνανισμός, η μαλακία στο θηλυκό της.

- Έχω να γαμηθώ δέκα μήνες...
- Και πώς τη βγάζεις, μωρή;
- Άσε, από το πολύ μουνοδάχτυλο, έχει παπαλιάσει το δαχτυλάκι μουουου (με άφθονο, γλοιωδέστατο νάζι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άσπρο σμηγματοειδές έκκριμα του κόλπου όταν πάσχει από μυκητιασική, βακτηριακή κ.τ.λ. κολπίτιδα. Η λευκόρροια. Ανάλογα με το είδος της λοίμωξης, η μουνόκρεμα μπορεί να είναι από εντελώς άοσμη και άσπρη έως φρικτά βρωμερή και κιτρινοπράσινη. Είπα τίποτα που δεν είναι politically correct, μήπως;

- Τελικά το κάνατε με τη Βαρβάρα;
- Ε, όχι ακριβώς... Πήγαμε να το κάνουμε, αλλά μόλις έβγαλε το βρακί της είδα απάνω τη μουνόκρεμα και την έκανα με ελαφρά.
- Μπλιάχ!

Η Α.Μ. μαστιγοφόρος τροφοζωίτης τριχομονάδα. (από allivegp, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υγρό που βγάζει το μουνί και αντιστοιχεί (τυπικά, τουλάχιστον) στο χύσι του πούτσου. Σύνθετος όρος από το «μουνί» και «χύσι». Χρησιμοποιείται και στον ενικό, «μουνοχύσι», αλλά ο πληθυντικός είναι πολύ πιο συνηθισμένος.

Συνώνυμο: μουνόφτυμα

- Θα μου κάνεις γλειφομούνι, Γιάννη μου;
- Αφού σιχαίνομαι τα μουνοχύσια, το 'χουμε πει εκατό φορές! Θες μήπως ένα μπούτσο;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κολπικά υγρά. Σύνθετος όρος από το «μουνί» και «φτύμα» < «φτύνω», ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) στην ανατολική και βόρεια Πελοπόννησο.

- Πού πας βρε Δήμητρα; Πάνω στο κα(υ)λύτερο το κόβεις...
- Τι πού πάω, ρε Γιωργία; Τη φάτσα μου πάω να πλύνω, έχω γεμίσει όλη μουνόφτυμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που καταφέρνει να ρίξει τη γκόμενα, να τη φιλήσει, να κάνει χαμούρεμα.

Ο γλείφων κοκαλάκι είναι το κλασικό αρσενικό ντόπερμαν, ο άντρας κυνηγός, που δεν ξεμένει ποτέ από το αγαπημένο του παιχνίδι (κοκαλάκι - γυναίκα).

  1. -Χθες βγήκα με το Μαράκι ρε.
    -Έλα, ωραίος, έγλυψες κοκαλάκι καθόλου;
    -Ναι κάτι έκανα, σιγά μη την άφηνα.

  2. -Ρε παιδιά τι θα γίνει με τη ντίβα το Στελλάκι, δεν πλησιάζει να χωθεί κανείς τελικά;
    -Μπα μη το λες ρε, έχει γλείψει κοκαλάκι ο Μανώλης,
    -Ε ναι αυτός είναι ντόπερμαν περιοπής ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεταφορά αυτή λοιπόν χρησιμοποιείται για τους μουνόδουλους, τα όντα που όταν δουν οτιδήποτε θηλυκό γίνονται μπουχοί και το παίρνουν από πίσω. Περιγράφει γλαφυρά την δύναμη της γυναίκας και την επιρροή της πάνω στο ανδρικό φύλο.

Εγώ πάντως το εκλαμβάνω ως εξής: ο άντρας για να ρίξει σεχ θα κάνει ότι πιο μαλακισμένο θέλημα του ζητηθεί από το εν λόγω θηλυκό.

— Πάει και ο Σάκης, τον είδες; Όλα τα ψώνια τις πληρώνει.
— Μουνόδουλος τέζα. Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...

(από Galadriel, 14/09/12)

Βλ. επίσης και το μουνί σέρνει καράβι και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified