Ένα κλικ παραπάνω από το γλειφομούνι ή αιδοιολειχία, είναι η µουνοαποµύζησις κατά τον Ανδρέαν Εμπειρίκον, ήτοι το ρούφηγμα ή απομύζηση του αιδοίου. Έχει εξάλλου το πλεονέκτημα ότι κάνει λολοπαίγνιο με το μονορούφι, οπότε μπορούμε να φανταστούμε ένα μουνέτο τόσο θεσπέσιο, που το κάνεις μουνορούφι μονορούφι. Κατ' επέκταση, είναι και λολοπαίγνιο για ό,τι σεξουλιάρικο ρουφάς μονορούφι.

  1. Αλλά με σκέτο πλακομούνι ή τέσπα και εξαιρετικό μουνορούφι δεν νομίζω να πλούτισε και να ευημέρησε καμία. (Galadriel στα σχόλια του βδελλογαμιάς).
  2. Californication, μια σειρά που τη βλέπεις μουνορούφι. (Εδώ).
  3. Κύρια αιτία τριχόπτωσης είναι το μουνορούφι και το ρουφοκώλι σε εβένινα μαύρα μουνάκια. (Αστικός μύθος που κυκλοφορεί σε μπουρδελοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουτσιστικός χαρακτηρισμός του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου για το μουνίδιον και δη το τρυφερόν εισέτι άτριχον μουνέττον νεαράς τινος καυλόπαιδος ήτινι ο καυλοπυρέσσων εραστής αυτής της επιδεικνύει τι εστί βερίκοκο (ινσέψιο). Το έρεισμα της ποιητικής αυτής μεταφοράς είναι ότι όταν το τοιούτον άτριχον μουνέλον προτείνεται ιδίως προς σκυλογάμευσίν τινα (κατά την ιδιόλεκτον του ποιητού) η μουνοσχισμή αυτού ομοιάζει με την ραφήν του ομωνύμου καρπού. Το μουνί- βερίκοκο διά να λάβη την ονομασίαν αύτην δέον επίσης να είναι εξαιρετικά απαλόν όπως ο ομώνυμος καρπός καθώς και το άνθος της μαγνόλιας κατά τον ποιητήν. Η δε φέρουσα το τοιούτον μουνίδιον νεαρά κορασίς ονομάζεται καϊσοµούνα. Αγγλιστί: peach-pussy.

  1. Θέλω να μοῦ ξαναδείξηις τὸ μουνάκι σου... Εἶναι ἕνα θαῦμα!... Σὰν ἕνα μεγάλο ζουμερό βερύκοκκο!...» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 150).

  2. Καὶ ἡ Ἀλκμήνη, μὲ τὴν πρόφασίν τοῦ ἀθώου παιχνιδιού, ὄχι μόνον ψηλαφοῦσε ἐνδελεχῶς καὶ γαργαλοῦσε ανενδότως, μὰ ἀκόμη (ὁσάκις ἠμποροῦσε, χωρὶς νὰ προδοθῆι) ἔτριβε- ναί, ναί, ἔ τ ρ ι β ε - γλυκύτατα καὶ επιμόνως τὸ διογκούμενον πολὺ φυλετικὸν βερύκοκκόν της, ἐνίοτε ἐπάνω άπὸ τὸ σωβρακάκι, ἀλλὰ ἐνίοτε συχνά, καὶ κατ' ἀπόλυτον προτίμησιν (κάθε φορὰν ποὺ τοῦτο ἦταν δυνατόν) καὶ κάτω ἀπὸ τὸ παντελονάκι της, ἔτριβε, ἔτριβε κ α τ ά σ α ρ κ α καὶ ὅσον δυνατὸν περισσότερον αὐτὸ τούτον τὸ φουσκωτὸν καὶ ἄτριχον παιδικόν μουνὶ τῆς νεαρᾶς Μαρίας, τοὐτέστιν τὴν έμαλάκιζε, κινοῦσα ἐξαισίως τὰ ἐπιτήδεια δάκτυλά της, ανάμεσα στὰ ἁπαλὰ ἐσωτερικὰ χείλη, στὰς τρυφερὰς νύμφας τοῦ μουνέττου της, καὶ, ἀκόμη περισσότερον, εἰς τὸ μικρὸν εἰσέτι, τότε, ἀλλ' ἤδη ἰσχυρὸν καὶ ἀπαιτητικόν της κλειτορίδιον, ἕως που ἡ Μαρία, φοβούμενη ὅτι θὰ τρελλαθῆι ἀπὸ τὴν ὑπερέντασιν τῆς φαινομενικῶς νευρικῆς, ἀλλὰ κατὰ βάθος καθαρῶς λαγνικῆς διεγέρσεώς της, ἱκέτευε μὲ ἀπόγνωσιν, ἐν μέσωι τῶν γελώτων της καὶ τῶν ξεφωνητών της, τὴν ἐξαδέλφην της νὰ σταματήσηι, ἐξαπολύουσα συχνὰ ἐπὶ τῶν κινουμένων εἰς τὸ μουνέλον της ἁβρῶν δακτύλων τῆς Αλκμήνης, ὁτὲ μὲν ὀλίγας, ὁτὲ δὲ πολλὰς σταγόνας οὔρων... (Τόμος 2, σ. 26).

Ιδεώδες φυλετικόν βερύκοκκον (από Khan, 11/01/15)Η ομοιότης είναι εμφανής. (από Khan, 11/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεόμουνο, ο μουνάγγελος, ο καυλάγγελος. Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Βλ. επίσης: -μούνα.

«Ωωωωωχ!... Άααααχ!...» έκαμνε συνεχώς και ο θαυμαστής της, τρίβων αδιακόπως την ψωλήν του επί του σφύζοντος προ αυτού ανοικτού μουνέττου, λέγων μεταξύ των στοναχών του γλυκασμού που εδοκίμαζε: «Μουνίτσα μου!... Μικρή μου Μίς:... Αγγελομούνα μου!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μουνάγγελε!... Ψωλέττα μου! Ψωλήνα!...»
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 38)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλογλειφίδα η οποία κατά την διάρκεια του μινέτου μετουσιώνεται από κοινή μούνα, κυριολεκτικά, σε στόμα και μουνί ένα πράμα.

Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου

...Τι γλύκα!... Τι γλύκα!... Φλώσσυ μου είναι Πα... ΠΑράδεισος αυτό που κάνεις!... είσαι, λοιπόν, και πούτα... πουτίτσα... Άγγελος μαζύ και πούτα!... Αγγελοπούτα!... Στοματομούνα!..... Ψωλογλείφα!.... Ώωωωωχ!.... Ώωωωωχ!.... Μουμούνα μου!.... Άααααχ!... Ωωωωωχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', σελ. 25)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδοχή τςη μουνότρυπας, προσφιλής στον σλανγιώτατο Ανδρέα τον Εμπειρίκο.

Μουνοτρυπίδα στην μαλλιαρή, για να πούμε και κάνα ινσέψιο να περάσει η ώρα.

1.
Κατ' αρχάς, ή ΄Εθελ έμενε σιωπηλή, και πλην των κινήσεων της αυνανιζούσης χειρός της, και του δεξιού βραχίονός της, έμενε ακίνητη, κοιτάζουσα περιπαθώς τον Αιμίλιον εις τα μάτια, ικανοποιημένη από την ιμερικήν του έξαρσιν και την έκδηλον καύλαν του. Γρήγορα όμως, ή ΄Εθελ ήρχισε να επιταχύνη την ηδονικήν τρίψιν, και καθώς εκινείτο η χείρ της πιο γοργά, το αιδοίον της ήρχισε σιγά-σιγά άλλα οφθαλμοφανώς να ανοίγη ολόκληρον με τα εξογκωθέντα εν τω μεταξύ υπεράγαν απο την διέγερσιν μικρά χείλη του εν τοιαύτη διαστολή, ανάμεσα εις τα τελείως ανοικτά εξωτερικά παχέα τοιαύτα, ώστε να αφήνουν να φανή, εν τέλει, καθαρότατα, εις το μεταξύ αυτών τρυφερόν βαθούλωμα η ερυθρά μουνοτρυπίς . . .

2.
Αυτος ευκαιρια δοθεισης της μεγαλωσε την μουνοτρυπιδα της και μπορει και να της ανοιξε και την κωλοτρυπιδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνόγαλα είναι αυτό που λέμε αλλιώς «γυναικείο σπέρμα», κάτι διαφορετικό από τα υγρά του κόλπου, το οποίο ακόμα και οι γυναίκες αγνοούν ότι υπάρχει. Η λέξη σπέρμα αντιστοιχεί στον τρόπο με τον οποίον αυτό εκσφενδονίζεται και εννοείται ότι, όχι μόνο δεν είναι γόνιμο, αλλά δεν είναι καν λευκό ή πηχτό. Είναι σαν νερό. Η γυναίκα που θα το πάθει για πρώτη φορά θα νομίσει, αν δεν το έχει ξανακούσει, ότι κατουρήθηκε. Ο δε άντρας, δεν χρειάζεται να περιγράψουμε... (βλ. παράδειγμα)

Ο Αντρέας Εμπειρίκος, μέσα από την πρωτοποριακή του σεξουαλική διαπαιδαγώγηση (τον περίφημο Μεγάλο Ανατολικό) ανέφερε βεβαίως και αυτό. Και μάλλον αυτός το βάφτισε, επισήμως τουλάχιστον, έτσι.

Για της ιστορίας το αληθές, ιδού τι λένε

α. Η Βικιπαίδεια (λήμμα «αιδιοίο»)
Ο πρόδρομος του κολεού αποτελεί την περιοχή που περικλείεται από τα μικρά χείλη του αιδοίου. (...) Οι μείζονες αδένες του προδρόμου είναι δύο μικροί αδένες που βρίσκονται στο οπισθοπλάγιο τοίχωμα του κολεού. Το έκκριμα των αδένων χρησιμεύει στην εφύγρανση του προδρόμου ώστε να διευκολύνει την είσοδο του πέους στον κολεό. Το έκκριμα κατά την συνουσία εξακοντίζεται κατά ώσεις (δίκην σπέρματος) και μερικές φορές είναι ικανής ποσότητας ώστε να δικαιολογεί τον όρο «γυναικείο σπέρμα».

και

β. η ιστοσελίδα http://www.inastros.gr/content/view/34/31/ η οποία έχει ένα εκτενέστατο σχετικό άρθρο:

Το υγρό μοιάζει πολύ με το προστατικό υγρό. Συνήθως είναι διάφανο ή γαλακτώδες και με πυκνότητα νερού. Δεν έχει την όψη, την μυρωδιά ή τη γεύση των ούρων. Είναι σχεδόν άοσμο. Η γεύση ποικίλει, εξαρτώμενη από την ημέρα του μήνα και το διαιτολόγιο όπως και από κάποιους άλλους παράγοντες -εδώ να θυμίσω και το καμένο ντουί- συνεχίζει λοιπόν το άρθρο: (...) Αν και εκσπερματίζεται από την ουρήθρα, δεν είναι σχεδόν ποτέ ούρα. Είναι απολύτως αδύνατο να ουρήσει κατά τη διάρκεια του οργασμού εκτός και αν έχει αδύναμο μυ. (...) Τα υγρά της εκσπερμάτωσης μπορεί να είναι πολλά! Σε σύγκριση με του άνδρα, μοιάζει με κανόνι νερού αντί με νεροπίστολο.


βράστα, ελπίζω να σε έβγαλα ασπροπρόσωπο. Μερσώ για το λήμμαν.

βλ. και μουνόγαλα, μουνόγαλο, συντριβάνι.

- Πώς πήγε χθες με την Αλίκη;
- Γάμησέ τα μεγάλε, πηδηχτήκαμε στο κρεβάτι των γονιών μου και η μαλάκω κατουρήθηκε...
- Με δουλεύεις!
- Μά τη Μπαναγία σου λέω! και σα δε φτάνει αυτό, προσπαθούσε να με πείσει, η κωλολέσβω, ότι δεν ήταν τσίσα, ήτανε λέει γυναικείο σπέρμα μυγαμήσω, μουνόγαλα λέει, γάμησέ τα φίλε μου, έπλενα σεντόνια όλη νύχτα, τι να σου λέω...
- Πω πω!!! Πάλι καλά που δε σ' έκλασε κι από πάνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified