Το θεόμουνο, ο μουνάγγελος, ο καυλάγγελος. Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Βλ. επίσης: -μούνα.

«Ωωωωωχ!... Άααααχ!...» έκαμνε συνεχώς και ο θαυμαστής της, τρίβων αδιακόπως την ψωλήν του επί του σφύζοντος προ αυτού ανοικτού μουνέττου, λέγων μεταξύ των στοναχών του γλυκασμού που εδοκίμαζε: «Μουνίτσα μου!... Μικρή μου Μίς:... Αγγελομούνα μου!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μουνάγγελε!... Ψωλέττα μου! Ψωλήνα!...»
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 38)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουτσιστικός χαρακτηρισμός του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου για το μουνίδιον και δη το τρυφερόν εισέτι άτριχον μουνέττον νεαράς τινος καυλόπαιδος ήτινι ο καυλοπυρέσσων εραστής αυτής της επιδεικνύει τι εστί βερίκοκο (ινσέψιο). Το έρεισμα της ποιητικής αυτής μεταφοράς είναι ότι όταν το τοιούτον άτριχον μουνέλον προτείνεται ιδίως προς σκυλογάμευσίν τινα (κατά την ιδιόλεκτον του ποιητού) η μουνοσχισμή αυτού ομοιάζει με την ραφήν του ομωνύμου καρπού. Το μουνί- βερίκοκο διά να λάβη την ονομασίαν αύτην δέον επίσης να είναι εξαιρετικά απαλόν όπως ο ομώνυμος καρπός καθώς και το άνθος της μαγνόλιας κατά τον ποιητήν. Η δε φέρουσα το τοιούτον μουνίδιον νεαρά κορασίς ονομάζεται καϊσοµούνα. Αγγλιστί: peach-pussy.

  1. Θέλω να μοῦ ξαναδείξηις τὸ μουνάκι σου... Εἶναι ἕνα θαῦμα!... Σὰν ἕνα μεγάλο ζουμερό βερύκοκκο!...» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 150).

  2. Καὶ ἡ Ἀλκμήνη, μὲ τὴν πρόφασίν τοῦ ἀθώου παιχνιδιού, ὄχι μόνον ψηλαφοῦσε ἐνδελεχῶς καὶ γαργαλοῦσε ανενδότως, μὰ ἀκόμη (ὁσάκις ἠμποροῦσε, χωρὶς νὰ προδοθῆι) ἔτριβε- ναί, ναί, ἔ τ ρ ι β ε - γλυκύτατα καὶ επιμόνως τὸ διογκούμενον πολὺ φυλετικὸν βερύκοκκόν της, ἐνίοτε ἐπάνω άπὸ τὸ σωβρακάκι, ἀλλὰ ἐνίοτε συχνά, καὶ κατ' ἀπόλυτον προτίμησιν (κάθε φορὰν ποὺ τοῦτο ἦταν δυνατόν) καὶ κάτω ἀπὸ τὸ παντελονάκι της, ἔτριβε, ἔτριβε κ α τ ά σ α ρ κ α καὶ ὅσον δυνατὸν περισσότερον αὐτὸ τούτον τὸ φουσκωτὸν καὶ ἄτριχον παιδικόν μουνὶ τῆς νεαρᾶς Μαρίας, τοὐτέστιν τὴν έμαλάκιζε, κινοῦσα ἐξαισίως τὰ ἐπιτήδεια δάκτυλά της, ανάμεσα στὰ ἁπαλὰ ἐσωτερικὰ χείλη, στὰς τρυφερὰς νύμφας τοῦ μουνέττου της, καὶ, ἀκόμη περισσότερον, εἰς τὸ μικρὸν εἰσέτι, τότε, ἀλλ' ἤδη ἰσχυρὸν καὶ ἀπαιτητικόν της κλειτορίδιον, ἕως που ἡ Μαρία, φοβούμενη ὅτι θὰ τρελλαθῆι ἀπὸ τὴν ὑπερέντασιν τῆς φαινομενικῶς νευρικῆς, ἀλλὰ κατὰ βάθος καθαρῶς λαγνικῆς διεγέρσεώς της, ἱκέτευε μὲ ἀπόγνωσιν, ἐν μέσωι τῶν γελώτων της καὶ τῶν ξεφωνητών της, τὴν ἐξαδέλφην της νὰ σταματήσηι, ἐξαπολύουσα συχνὰ ἐπὶ τῶν κινουμένων εἰς τὸ μουνέλον της ἁβρῶν δακτύλων τῆς Αλκμήνης, ὁτὲ μὲν ὀλίγας, ὁτὲ δὲ πολλὰς σταγόνας οὔρων... (Τόμος 2, σ. 26).

Ιδεώδες φυλετικόν βερύκοκκον (από Khan, 11/01/15)Η ομοιότης είναι εμφανής. (από Khan, 11/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η την ψωλήν βυζαίνουσα, ήτοι η πεολείχουσα, η τσιμπουκλού, η πιπατζού, η ψωλογλείφα. Ανήκει στην ιδιόλεκτον του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ἤθελε, τώρα, νὰ πέσηι εἰς τὰ γόνατά του καὶ νὰ τῆς εἴπηι τὰ πλέον γλυκὰ καὶ τὰ πλέον αδιάντροπα ὡραῖα λόγια: «Ἀγάπη μου καὶ φῶς μου! Χρυσή μου καὶ ἄγγελέ μου! Πουλάκι μου! Κορίτσι μου! Ψωλοβυζάχτρα μου! Γλυκὸ καὶ παχουλὸ μουνί μου!...» (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 5, σ. 70).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα κλικ παραπάνω από το γλειφομούνι ή αιδοιολειχία, είναι η µουνοαποµύζησις κατά τον Ανδρέαν Εμπειρίκον, ήτοι το ρούφηγμα ή απομύζηση του αιδοίου. Έχει εξάλλου το πλεονέκτημα ότι κάνει λολοπαίγνιο με το μονορούφι, οπότε μπορούμε να φανταστούμε ένα μουνέτο τόσο θεσπέσιο, που το κάνεις μουνορούφι μονορούφι. Κατ' επέκταση, είναι και λολοπαίγνιο για ό,τι σεξουλιάρικο ρουφάς μονορούφι.

  1. Αλλά με σκέτο πλακομούνι ή τέσπα και εξαιρετικό μουνορούφι δεν νομίζω να πλούτισε και να ευημέρησε καμία. (Galadriel στα σχόλια του βδελλογαμιάς).
  2. Californication, μια σειρά που τη βλέπεις μουνορούφι. (Εδώ).
  3. Κύρια αιτία τριχόπτωσης είναι το μουνορούφι και το ρουφοκώλι σε εβένινα μαύρα μουνάκια. (Αστικός μύθος που κυκλοφορεί σε μπουρδελοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγιωτατισμός του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου, ούτινος η μνήμη εορτάζεται σήμερον 3 Αυγούστου, οπότε και απεδήμησεν εις τον Μεγαλοψώλωνα Δημιουργόν του, για να δηλώσει την γεμάτην ερωτικού γλεύκους, ήτοι σπέρματος, οπήν άρτι δεχθείσαν την εκσπερμάτισιν του ψώλωνος γαμέτου.

Ἀλλ' ἐὰν διὰ τὸν Τζὲφ εἶχε τελειώσει ἡ γαμικὴ πρᾶξις, διὰ τὴν κύπτουσαν πάντοτε ἐπί τῶν τυλιγμένων σχοινίων μυστηριώδη ἐπιβάτιδα ἡ συνουσία ἐπρόκειτο νὰ ἔχηι συνέχειαν, μὲ τὸν τρίτον κατὰ σειρὰν ἐπιβήτορα, τὸν νέγρον Τζάκ. Διότι, μόλις ἀπέσυρε μὲ βαθύτατον ἀναστεναγμὸν ἱκανοποιήσεως τὸν κάθυγρον πελώριον ποῦτσον του από το σπερματοβριθές μουνί της, ὁ Τζακ, χωρὶς νὰ ἀφήσηι οὔτε δέκα δευτερόλεπτα τὴν ἄγνωστον γαμομανῆ νὰ ἀναπαυθῆι, ἔσπευσε ὀπίσω ἀπὸ τοὺς γλουτούς της καὶ ἐνῶ ἐσφάδαζε χύνουσα ἀκόμη τὸν μουνοχυμόν της ἡ κυρία, κατέλαβε τὴν θέσιν τοῦ Τζὲφ καὶ ἤιρχισε πάραυτα νὰ τὴν γαμᾶι καὶ αὐτὸς μετὰ μανίας. (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 7, σ. 124).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου. Πρόκειται για το πυκνό ψωλόχυμα που δίκην συμπυκνωμένου ψωλογάλακτος ομοιάζει με καϊμάκι. Είναι μια από τις πολλές ψωλόκρεμες που πραγματεύεται ο ποιητής στο slangum opus του [I]Μέγας Ανατολικός[/I].

Παρ' ὅλον ὅτι μὲ μίαν λέξιν, ἤθελε νὰ πιπιλίσηι, νὰ βυζάξηι, καὶ νὰ φάγηι, ὄχι μόνον τὸ μέρος αὐτό, ἀλλὰ ολοκλήρους τὰς δόσεις τοῦ πολυτίμου ὅσο καὶ ἡδονικοῦ σπερματικοῦ [B]καϊμακίου[/B], ὥστε νὰ ἀπολαύσηι ὄχι μόνον τὸ «τρομπάρισμα», τὴν πρᾶξιν τῆς αντλήσεως καὶ τὸ συνταρακτικὸν θέαμα ἑκάστης εκσπερματίσεως, ἀλλὰ καὶ τὴν ἰδιάζουσαν ὀσμὴν καὶ τὴν πυκνοτάτην γεῦσιν τοῦ προσφερομένου εκάστοτε ψωλοχύματος. [...]) Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 268-269.

Got a better definition? Add it!

Published