Ή και Αρσακλί. Έτσι λέγονταν από τους Οθωμανούς και λέγεται ακόμα από παλιούς (αλλά και νεότερους) η περιοχή Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Προέρχεται από το τούρκικο ak:λευκό και το sakal:γενειάδα. Ο ak-sakalli λοιπόν είναι αυτός που έχει λευκή γενειάδα, ένας σεβάσμιος γέροντας δηλαδή. Στις χώρες της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου ο Ακσακάλ είναι κάτι σαν τον σοφό ηγέτη της κοινότητας και έχει αρμοδιότητες δικαστή. Υπάρχει και χωριό Ακσακάλ στην Ανατολική Θράκη.

Στη παρέα: -Ρε σεις, δε πάμε κατά το Αρσακλή, να φάμε 'κανα τρίγωνο?

Got a better definition? Add it!

Published

Το σοπάκι, το ξύλο με αυτήν την έννοια. Ιδιωματισμός της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί λαϊκή έκφραση και δεν χρησιμοποιείται συχνά τώρα πια. Προέρχεται από την τουρκική λέξη "çomak" που σημαίνει"ράβδος". Η λέξη "çomak" υπάρχει αυτούσια σε ένα παλιό παιδικό παιχνίδι της βορείου Ελλάδος, το τσιλίκ τσομάκ ή λιγκρίν, δημοφιλές στην Τουρκία παλαιότερα.

- Που λες... Εξαφανίστηκε, λέει, γιατί άλλαξε το πρόγραμμά του...
- ... Τσομάκι!!!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντροκομμένος πατσάς.

Σαλονικιώτικο, τολμώ να είπω. Και μάλιστα από την εποχή που άνθιζε το πατσατζίδικο στη Θεσσαλονίκη (Ηλίας - Λευτέρης - Θρακικόν κλπ.), τώρα με τις σουπερί έχουνε μπερδευτεί τα πράγματα.

Ο κλασικός πατσάς Θεσσαλονίκης λοιπόν, ήταν τρισυπόστατος, το μενού παρείχε τρεις επιλογές: 1) ψιλοκομμένος, 2) χοντροκομμένος = ντουσλαμάς και 3) ποδαράκια. Ενώ έπαιζε και ο ανάμικτος = σκεμπές με ποδαράκια. Ο πατσάς κοβόταν παρουσία του πελάτη, δηλαδή μετά την παραγγελία ο μάγειρας έβγαζε τον σκεμπές από το καζάνι (που ήταν στην ίδια αίθουσα με τα τραπέζια), τον άπλωνε στον πάγκο και τον έκανε κομματάκια στο επιθυμητό μέγεθος (ψιλο- ή χοντροκομμένο). Οι δε ρυθμικές και συνεχόμενες μπαλταδιές του μάγειρα στον πάγκο, παρείχαν και το ακουστικό συμπλήρωμα στη γευστική και οσφρητική απόλαυση του πατσά.

Μάστορα πιάσε έναν ντουσλαμά, δυο ψιλοκομμένα και έναν ανάμικτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified