Further tags

Γαμησιάτικο μπινελίκι παλαιάς κοπής, της μοδός στα '70ς και '80ς, ίσως λόγω οριενταλιστικού ρομαντισμού. Σύγκρινε: Τουρκόγυφτος.

- Αχ, τι σου κάνω μάνα μου, μάνα μου Τουρκογύφτισσα!
- Να μού 'κανες και κάτι, αλλά πού;

Γαρύφαλλο στ\' αυτί, Άννα Μαρία Κάλφα (από poniroskylo, 19/04/09)ΟΚ, το βρήκαμε και το ορίτζιναλ (από poniroskylo, 19/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξτρήμ γύφτος, με δυο έννοιες:

  • Ρατσιστική: προσβλητικός χαρακτηρισμός κατά των τσιγγάνων, στο ίδιο πνεύμα με τα καράγυφτος, γιούφτος, κ.α.,
  • Συμπεριφορική: o αγενής, άξεστος, μικροπρεπής και ατομιστής ξεφτίλας. Ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, φύλου, κοινωνικής τάξης και χρώματος.

Εκ του γύφτος ( < αρχ. Aἰγύπτιος).

  1. - Ο σωστός Γύφτουλας κυκλοφορεί πάντα με έναν ολόκληρο στρατό μικρών νομισμάτων (όταν λέμε «μικρά», εννοούμε το πολύ 5λεπτα…). Έτσι, όταν φτάνει η σειρά του να πάρει εισιτήριο, αρχίζει να μετράει: «1 λεπτό, 2 λεπτά, 4 λεπτά, 6 λεπτά…», αναγκάζοντας τους υπόλοιπους δύσμοιρους που περιμένουν εισιτήριο να χάσουν τουλάχιστον κανά-δυο δρομολόγια…
    (από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτουλα», εδώ)

  2. - « … Εις μνήμην (του τάδε) και αντί στεφάνου, ο κ. και η κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μάς απέστειλαν 200 ευρώ υπέρ της ACTION AID» (Εφημ. «Εστία»)
    (Και) πού στέλνει την δωρεά του (…) ο βρικόλακας Μητσοτάκης: Στην μη Κυβερνητική Οργάνωση «ACTION AID» της κορούλας του, Αλεξάνδρας! Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, δηλαδή ... Τόσο γύφτουλας είναι ο Μητσοτάκουλας: Ακόμη και τις δωρεές του εις μνήμην των φίλων του, τις στέλνει στην κορούλα του!
    (από βλόγιο μάλλον γύφτουλα, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πούστης.

Η λέξη δεν αποτελεί γλοιώδη καθωσπρεπισμό όπως το φούστης ή το μαμάω (τους οποίους και καταδικάζει πάραυτα ο γράφων), αλλά πρόκειται για υπερπαλιά και σλανγκικώς δόκιμη ορολογία.

Η ηχητική της ομοιότητα με το πούστης συνδυάζεται άριστα με την κυριολεκτική της σημασία (αυτός που λούζει, δηλ. ο κομμωτής, ή ακόμα χειρότερα, το τσουτσέκι του κομμωτή) και λόγω της υπερβολικά μεγάλης συγκέντρωσης ντιντήδων στους κόλπους τής κατά τα άλλα ευγενούς κάστας των κομμωτών, την καθιστά μια ιδιαίτερα εύστοχη επιλογή.

Καφενείο στα Πατήσα που συχνάζαμε προ εικοσαετίας. Μπαίνει ο Πλάτωνας, λαχειοπώλης και τρελός του καφενείου. Όλος ο καφενές αρχίζει να μουρμουρίζει πνιχτά:
- Λούστης! Λούστης! Λούστης!
Ο Πλάτωνας τα παίρνει κρανίο και ορμάει σε όποιον βρει μπροστά του. Όλο το καφενείο αρχίζει τότε να φωνάζει:
- Αριδάς! Αριδάς!
Ο Πλάτωνας σταματάει ακαριαία σαν να είχε κουμπάκι και ταυτόχρονα σκάει τρελό χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά.
Η φάση επαναλαμβάνεται καθημερινά για χρόνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα ακόμα συνώνυμο του γυναικωτού.

Ίσα μωρή λουλού που μας το παίζεις και άντρας!

(από joe909, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκαταδερφάρα, ο γκέουλας, αυτός που περπατάει σα να έχει καταπιεί σεισμό..., αυτός που τον κουνάει σαν βάρκα!

Διαδεδομένη έκφραση κατά τις δεκαετίες '80 και '90.

«και θυμάμαι τη νονά μου, την φοράδα που ερχόταν κάθε Πάσχα να μου φέρει την λαμπάδα και είπε: το παιδί δεν μου γυάλισε για μάγκας, θα γίνει ντιγκιντάγκας, θα γίνει ένας ντιντής»
Ημισκούμπρια - sex

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακός ομοφυλόφιλος. Με άλλη σημασία, χρησιμοποιείται υποτιμητικά απέναντι σε ομοφυλόφιλα άτομα. Και τουλάχιστον σε μια περίπτωση (πρόκειται για την cult ελληνική ερωτική ταινία Πάρτα όλα μωρό μου, αγνώστου χρονολογίας), χρησιμοποιείται ως δείκτης οικειότητας κατά την σεξουαλική πράξη...

- Να, κοίτα! Αυτός είναι ο Βαγγέλης!
- Ναι, τον ξέρω... Μεγάλος βρωμόπουστας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, ο επαρχιώτης ή αυτός που έχει χωριατικη προφορά ή αυτός που είναι ντυμένος εκτός μόδας ή αυτός που δεν έχει τρόπους.
Λέγεται για άνδρες και γυναίκες.

Καλέ ήρθε το βλαχαδερό και έγινε άνθρωπος, κάνει τώρα και κριτική για τους πρωτευουσιάνους. Κοίτα βρε κάτι πράγματα που συμβαίνουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αμερικάνος κοροϊδευτικά. Δες και αμερικλανιά.

  1. Ά γειά σου. Γιατί άμα έκανε κανένας Αμερικλάνος φοιτητής συστήματα, παραγώγους, διαφορικές και τα κέρατά του, εγώ το κάνω μπάφο το Ptychion Iatrikes-diploma, κι ας έχει και χάλια γεύση... (από το διαδίκτυο)

  2. Γι' αυτές τις γεωστρατηγικές επιδιώξεις ρίχνουν λάδι στη φωτιά στη Μ. Ανατολή τόσα χρόνια τώρα χρησιμοποιώντας ως μοχλό το σιωνιστικό κράτος, μέχρι να επιβληθεί με πόλεμο η παξ αμερικλάνα, οικειοποιηθούν τα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου Ιράκ-Σ. Αραβίας και να πάνε γι' αλλού. (από το διαδίκτυο)

Δές και αμερικανάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαουτζίκος, οι πληβείοι, η μάζα. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να δηλώσει «κατώτερης» τάξης άτομα.

- Σινεμά Δευτεριάτικα ;
- Σιγά μην πάω με την πλέμπα να χάσω το πρώτο εικοσάλεπτο μέχρι να καθίσει κι ο τελευταίος μαλάκας, πας καλά; Δευτεριάτικα και πρώτη παράσταση και σε όποιον αρέσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοιούτος, αλλά λίγο εκγαλλισμένο. Λέγεται κι έτσι, αλλά είναι αρκετά παλιό.

Είναι τοιουτιέν ο μπούστης!

(από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified