Further tags

Χώρος ή κατάσταση που επικρατούν με διαφορά οι άρρενες. Που οι γυναίκες είναι μετρημένες στα δάχτυλα, αν υπάρχουν. Παράφραση του πιτσαρία.

Πού μας έφερες μωρέ μέσα στην πουτσαρία;! Εδώ ήταν που θα βρίσκαμε γυναίκα; Μαλάκα!

με 1 ψηφο, δώρο 3 π... τσες (από GATZMAN, 11/06/12)

Δες ακόμη: αρχιδόκαμπος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, τσατσάρα. Αντώνυμο: μουνοθύελλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδα γυναικών ντυμένων προκλητικά.

Έλα μωρέ, όλο το πουταναριό ήταν μαζεμένο...

εμπνευσμένος μεταφραστής στο scarface (από xalikoutis, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο σώβρακο τύπου string που φαίνεται περισσότερο απ' όσο πρακτικά χρειάζεται.

- Κοίτα κοίτα τη σερβιτόρα! Τι στρινγκαδούρα είναι αυτή ρε...

(από Khan, 18/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιέμαι, ή έχω τις ανάλογες τάσεις.

Συνώνυμα:

  • την κουνάω την αχλαδιά
  • το ρουφάω το κανελόνι
  • το γυαλίζω το φινιστρίνι
  • τη μαδάω τη μαργαρίτα
  • το ψήνω το τσουρέκι
  • το κρεμώνω το γαλακτομπούρεκο
  • το φυσάω το αχνιστό
  • τον βάζω τον σύρτη
  • το σαλιώνω το πασαλάκι
  • τον πασπαλίζω τον κουραμπιέ
  • την ξεφλουδίζω τη μπανάνα
  • την ανοίγω την πίσω πόρτα
  • το ρουφάω το γλυφιτζούρι
  • το μαζεύω το σαπούνι
  • τον φτύνω τον ταραμά
  • το πιπιλίζω το καλαμάκι
  • το καταπίνω το κουκούτσι
  • το μαστιγώνω το δελφίνι
  • το ζυμώνω το μπιφτέκι
  • τον απλώνω τον τραχανά
  • το πελεκίζω το εξκάλιμπερ
  • τη χαλαρώνω τη βαλβίδα
  • το σηκώνω το σακάκι
  • το τρίβω το πιπέρι
  • το σφίγγω το μπουλόνι
  • το πνίγω το κουνέλι
  • το καβουρδίζω το φυστίκι
  • το στρώνω το σεντόνι
  • το κανελώνω το ρυζόγαλο
  • τη σουρώνω την ψαρόσουπα
  • το μελώνω το παστέλι
  • την τινάζω την βερικοκιά
  • το πάω το γράμμα
  • τις μαζεύω τις ελιές
  • το γρασάρω το ρουλεμάν
  • τη γυρνάω τη μπετονιέρα
  • το μαζεύω το λάστιχο
  • τη ματσακονιάζω τη βάρκα
  • το σφουγγαρίζω το κατάστρωμα
  • τον τσουρουφλίζω τον αστακό
  • την κυνηγάω την πέρδικα
  • τον στρίβω τον ντολμά
  • την κουνάω την καμπάνα
  • το δαγκώνω το αντίδωρο
  • το σηκώνω το ράσο
  • την καταπίνω την κοινωνία
  • την κρατάω την τιάρα
  • το ψέλνω το ευαγγέλιο
  • το ευλογάω το γένι

- Δε μου λες ρε, ο Λέλος το γρασάρει το ρουλεμάν τελευταία ή μου φαίνεται;
- Πρέπει να το γρασάρει. Τις προάλλες έσκυψε να πιάσει τον αναπτήρα του και πήρε το μάτι μου κουραδοκόφτη!
- Τσκ τσκ τσκ... καλά κι εσύ τι κοίταγες;! Μπας και το μελώνεις το παστέλι κι εσύ;
- ...

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φέρομαι σαν πούστης, σαν αδερφή.

-Δεν ξέρω αν γαμάει ο Μπάμπης, πάντως πουστρίζει πολύ.
-Τι λες ρε; Έχει γκόμενα κανονικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο σοκ που θα πάθει η ελληνική κοινωνία έτσι και μάθει πόσοι διάσημοι ηθοποιοί, τραγουδιστές, πολιτικοί, λογοτέχνες, επιστήμονες κ.ά. είναι ομοφυλόφιλοι/-ες.

- Kαλέ, έπαθα μια αδερφρίκη! Tα έμαθες για τον .....;

Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση , εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτσομπολιό για την ιδιωτική ζωή άλλων. Κοινωνικός σχολιασμός σε ευρύτερη έννοια. Εκδηλώνεται συνήθως σε παρέα δύο ή περισσοτέρων γυναικών. Είναι το εθνικό σπορ των τηλεοπτικών εκπομπών μεσημεριανής ζώνης.

Κόψε το κατινάζ ρε Στέλλα! Μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψυχοπνευματική κατάσταση των γυναικών που είναι μέχρι αηδίας ναζιάρες. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τέτοιας γυναίκας : η Barbie.

- Κική, όταν σου περάσει η ψιψίνοια, ξαναέλα. Τώρα δρόμο γιατί η αηδία έχει αρχίσει να βαράει κόκκινο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νοοτροπία ατόμου, κυρίως θηλυκού γένους, που ενώ συμβαίνουν σημαντικά πράγματα στον κοινωνικό περίγυρο του, επιμένει να ασχολείται με «τρίχες». Τις περισσότερες φορές αντιδράει έτσι λόγω αδυναμίας χρήσης του λιγοστού μυαλού που έχει (IQ κολεόπτερου). Προκύπτει από τη γνωστή φράση: «Εδώ ο κόσμος χάνεται και το μ....ί ξυρίζεται».

- Αμάν ρε Σοφάκι. Σταμάτα το ξυριζαιδοίζειν! Εδώ χρωστάμε τρία γραμμάτια κι εσύ μου μιλάς για τα νύχια σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified