Further tags

Ακόμα ένα συνώνυμο της λούγκρας.

(βλέπεις τον κολλητό σου απέναντι)

- Μωρή Λουκίααααααα!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα, που αν την έχεις δίπλα σου, κερδίζεις, Ο,ΤΙ γκόμενα και να βγάλει ο άλλος.

- Πήγα με την Καλλιόπη τη μουνάρα εχθές στο πάρτυ, αλλά ο Αλέξης έφερε ένα υπερατού, και έχασα παταγωδώς.
- Μαλένγχξ...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο όχι και πολύ φανατικός άντρας, ακόμη και πούστης.

- Πώς τον βλέπεις τον Χ ρε φίλε;
- Δεν ξέρω αδερφέ. Μισό-nylon μου φαίνεται, πολλά περίεργα κάνει τελευταία...

Άννα Βίσση - Νάιλον (από allivegp, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που της αρέσει να «μαζεύει» πούτσες.
Πρόκειται για τη γυναίκα στην οποία αρέσει να κάνει συνέχεια sex, στοματικό ή κανονικό, και επίσης δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα να «πάει» με πολλούς άντρες μαζί (παρτούζα). Συνήθως οι γυναίκες τέτοιου είδους είναι έμπειρες γύρω από το sex και σπάνια κουράζονται.

Παρόμοιες λέξεις: ψωλού, πόρνη, πουτάνα,τσούλα,καρ(γ)ιόλα και άλλα κοσμητικά επίθετα..

- Τελικά την πήδηξες τη Βανέσσα;
- Πωωω τι ψωλομαζεύτρα ήταν αυτή ρε; Την πήρα μαζί με τον Νώντα παρτούζα και μας γονάτισε!!

Got a better definition? Add it!

Published

Πούστης, ντιγκιντάγκας, κίναιδος, καταπυγών.

- Τα 'μαθες ρε; Πιάσανε λέει τον Χατζηγιάννη στο κρεβάτι με τον Αλέκο Αλαβάνο!
- Χα χα! Φούστα, μπλούζα κι ελαφριά πούδρα ο Μιχαλάκης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ψωλή και μπετονιέρα, αναφέρεται σε ακόλαστη γκόμενα με χαμηλές ηθικές αντιστάσεις που έχει τόση αδυναμία στις ψωλές, όση και η μπετονιέρα στο τσιμέντο.

- Αλήθεια σου λέω Τάκη μου! Είσαι ο πρώτος μου...
- Σε ποιον τα πουλάς αυτά μωρή ψωλομπετονιέρα; Που για να μετρήσεις τους πούτσους που 'χεις φάει πρέπει να προσλάβεις λογιστή (ορκωτό)...

Got a better definition? Add it!

Published

Φέρομαι σαν πούστης, σαν αδερφή.

-Δεν ξέρω αν γαμάει ο Μπάμπης, πάντως πουστρίζει πολύ.
-Τι λες ρε; Έχει γκόμενα κανονικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που σκάει να δει τον δικό της σε στρατόπεδο, γνωρίζοντας ότι θα αναστατώσει.

(Σκοπός νο1) - Πσσςςςςςς κοίτα ένα ξέκωλο...
(Σκοπός νο2) - Στο ύψος σου ρε, γάμησέ το το ξεφτιλοπούτανο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λατινογενής λέξη που απαντάται στην αγγλική γλώσσα ως creature.

Γυναικοειδές που με την εμφάνισή του και μόνο σε κάνει να αμφιβάλλεις για το εάν υπάρχει δικαιοσύνη σ' αυτόν τον κόσμο. Τερατώδες και συνάμα απαράδεκτο αυτό το «θαύμα» της φύσεως απαντάται δυστυχώς παντού και κινείται συνήθως σε αγέλες, τις κριτσουρίες.

Κοινό χαρακτηριστικό: η ασχήμια.

Λεοπόλδος: -Πω ρε φίλεεεε... τι μπαντόφλα είναι αυτή... Δεν βλέπεται η κοπελιά... Σκέτο κρίτσουρ.

Ιωακείμ: -Πού να κουβαλήσει μαζί της και τη λοιπή κριτσουρία..

Got a better definition? Add it!

Published

Το κατώτερο ζωικό είδος Χαζογκόμενους Ξάνθους Ξάνθους, συγγενές με την αμοιβάδα, που απαντάται σε πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές και που αναπαράγεται σαν κουνέλι, δυστυχώς όμως δεν είναι εξίσου νόστιμο. Το κυνήγι του ζώου αυτού επιτρέπεται όλο το χρόνο επειδή ο πληθυσμός του έχει αυξηθεί υπερβολικά και απειλεί την καλλιέργεια του τόπου (την πνευματική).

-Ε ρε φίλε, γέμισε η τηλεόραση ξούρλα.
-Μόνο η τηλεόραση;; Όλος ο κόσμος ρε.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified