Ξενυχτισμένη γκόμενα που τα έπινε έως πρωΐας και δεν βλέπεται.
Πού τα έπινες μωρή ξελόντζα μεχρι τώρα;
Ξενυχτισμένη γκόμενα που τα έπινε έως πρωΐας και δεν βλέπεται.
Πού τα έπινες μωρή ξελόντζα μεχρι τώρα;
Got a better definition? Add it!
Άβγαλτη.
Μην ασχολείσαι. Είναι αγαθομούνα.
Got a better definition? Add it!
Είναι η γυναίκα που είναι πολύ ξενέρωτη κατά γενική ομολογία. Δεν έχει καμία ενδιαφέρουσα ιστορία να μοιραστεί και συνήθως το ντύσιμό της παραπέμπει σε θείτσα. Θα κάνει έρωτα με τον άντρα εφόσον εξασφαλίσει τις σοβαρές του προθέσεις και χωρίς προκαταρκτικά. Κάθε φορά που κάποιος στην παρέα λέει ένα σόκιν ανέκδοτο κοκκινίζει προσβεβλημένη.
Άσε μαλάκα, η Μαρία είναι σκέτη ζακέτα... Βγαίνουμε τώρα 4 μήνες και ούτε το βυζί δεν με αφήνει να της πιάσω.
Got a better definition? Add it!
Συνήθως χρησιμοποιείται για τις γυναίκες. Γι' αυτές που γκρινιάζουν και μουρμουρίζουν... Αλλά γενικά όταν οι άνδρες μιλάνε για τις γυναίκες.
- Γιώργο να πάρουμε τις γυναίκες το βραδυ που θα βγούμε;
- Ωχ... ρε Μανώλη, άσε τους σάρακες στο σπίτι!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Η σκαταδερφάρα, ο γκέουλας, αυτός που περπατάει σα να έχει καταπιεί σεισμό..., αυτός που τον κουνάει σαν βάρκα!
Διαδεδομένη έκφραση κατά τις δεκαετίες '80 και '90.
«και θυμάμαι τη νονά μου, την φοράδα που ερχόταν κάθε Πάσχα να μου φέρει την λαμπάδα και είπε: το παιδί δεν μου γυάλισε για μάγκας, θα γίνει ντιγκιντάγκας, θα γίνει ένας ντιντής»
Ημισκούμπρια - sex
Got a better definition? Add it!
Η τρέντυ χαζοξανθιά, που ενδιαφέρεται όλο για γκόμενους, βόλτες, καφέδες, ψώνια, τηλεόραση και κουτσομπολιά.
Βλέπε Barbie
Καλα, με τη μπίμπο τα έφτιαξε ο Τέλης, που το παίζει και κουκουές;
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται στην περιοχή Γκάζι όπου συχνάζουν gay.
(Γκάζι + χωριό, από το Gay village διεθνώς).
Σε κάθε μεγάλη πρωτεύουσα υπάρχει πάντα ένα μέρος - χωριό των gay σαν διαφορετική κοινότητα.
Επίσης : Γκαζοπαρέα - Γκαζομάγαζο
- Περάσαμε χθες από το Γκαζοχώρι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παράφραση του «Απο φωνή ... φωνάρα».
Επίσης:
Από φωνή... κουκλάρα!
Από φωνή... κορμάρα!
Χρησιμοποιείται για όλες τις τραγουδίστριες που είναι ή θέλουν να γίνουν διάσημες και δεν έχουν ιδιαίτερη φωνή, αλλά αντίστοιχα έχουν τέλειο κορμί. Γενικά για όλες εκείνες που κανείς προσέχει το κορμί περισσότερο από τη φωνή τους.
- Καλά την βλέπεις αυτή... είναι που λέμε... και από φωνή... μουνάρα! χαχα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η άσχημη γυναίκα. Συνώνυμα: μπουρούχα, μουφλόζα, πατόζα.
- Δυστυχώς όλες οι φίλες της αδερφής μου είναι τελείως χαμούρες: δε βλέπονται με τίποτα!
Got a better definition? Add it!
Ο γκέι στα Κρητικά.
- Ζεμίσαν πάλι τζέηδες τα Σφατσιά Μιχαλιό!
Got a better definition? Add it!