Μικρό γλυκό γκομενάκι ηλικίας 17 με 23.
(ελαφρύ πέσιμο σε παστάκι στο δρόμο)
- Ωπ, παστάκι, κρίμα που δεν έχω φέρει κουταλάκι μαζί μου σήμερα!
- (οι αντιδράσεις ποικίλουν)- Ρε φίλε, τι γαμάτο μαγαζί είναι αυτό! Τίγκα στα παστάκια!
Μικρό γλυκό γκομενάκι ηλικίας 17 με 23.
(ελαφρύ πέσιμο σε παστάκι στο δρόμο)
- Ωπ, παστάκι, κρίμα που δεν έχω φέρει κουταλάκι μαζί μου σήμερα!
- (οι αντιδράσεις ποικίλουν)
- Ρε φίλε, τι γαμάτο μαγαζί είναι αυτό! Τίγκα στα παστάκια!
Σχετικά: πιπίνι, μπουγατσάκια
Got a better definition? Add it!
Το ρήμα στη γνωστή του μορφή σημαίνει ότι γεμίζω με μπάζα κάποιον λάκκο, τάφρο, υπόγειο οικοδομής κτλ... Μιας όμως και λέγοντας μπάζο εννοούμε και την γκόμενα που δεν βλέπεται, το ρήμα μπαζώνω αποκτά μια σημασία νέα που θίγει ένα μεγάλο κοινωνικό φαινόμενο του καιρού και του τόπου μας: τον σαβουρογαμισμό.
Κάποιος αποφασίζει να μπαζώσει φιλοσοφώντας πρώτα τα μείζονα ερωτήματα της ανδρικής καθημερινότητας, π.χ. «γιατί μου την πέφτουν μόνο μπάζα;», «μα ποιος τις γαμάει τις μουνάρες;», «γιατί όπου πάω παίζει ψωλαρία;», «γιατί γαμάνε οι άλλοι κι εγώ πάντα μένω με την ψωλή στο χέρι;», και άλλα πολλά. Αφού λοιπόν τα σκεφτεί τα προηγούμενα και αποφασίσει κατά το βουδιστικό δίδαγμα να αποδεχτεί αυτά που δεν μπορεί να αλλάξει, περνάει στη φάση του μπαζώματος: πλέον παύει να ασχολείται με ταπεινότητες όπως η εξωτερική εμφάνιση και ορμάει ακάθεκτος να νιώσει τη χαρά της ζωής με αυτές που τέλος πάντων δεν του το παίζουν και δύσκολες (βλέπε και τσιμπουκοζητιάνες).
Υπάρχει βέβαια και μια άλλη σχολή σκέψης σχετικά με το μπάζωμα, επηρεασμένη και αυτή από τη βουδιστική φιλοσοφία και ειδικότερα την ανέλιξη σε ανώτερα επίπεδα ύπαρξης. Η σχολή αυτή συνοψίζεται στη φράση άμα δεν μπαζώσεις, δεν χτίζεις (ή δεν γαμάς), δηλαδή άμα δεν βάλεις πρώτα χαμηλότερους στόχους ως εραστής, δεν θα μπορέσεις ποτέ να βάλεις και υψηλότερους...
- Ρε μαλάκα αυτός ο Μήτσος είναι τόσο γαμιάς και πηδάει κάθε μέρα και διαφορετική γκόμενα;
- Αυτός μόνο να μπαζώνει ξέρει αγόρι μου... Αν δεις τις γκόμενές του θα το βάλεις στα πόδια!
(Παράδειγμα από το φόρουμ του Cosmopolitan [βλέπε περιοδικό τουαλέτας])
[...]..όσο για τους ανθρώπους με κόμπλεξ πραγματικά έχω ένα είδος μαγνήτη γι αυτούς όπως και για τους μαμάκηδες..δεν υπήρξε ούτε ένας να μου πει καλό λόγο,και όλοι πίστευαν ότι τους αξίζει κάποιο μοντέλο. ένας μάλιστα μου χε πει ότι αυτή είναι η θεωρία αν δεν μπαζώσεις δεν χτίζεις..ότι δηλαδή τα φτιάχνεις όλο και με καλύτερη γκόμενα μέχρι που θα σου κάτσει η Αλεξανδράτου.το θέμα είναι ότι αυτή είναι η καλύτερη σχέση που είχα ποτέ(όσο περίεργο και αν ακούγεται),ότι αυτός ο άνθρωπος μου εκμυστηρεύεται πράγματα που δεν τα χει πει αλλού και για διάφορους λόγους τον νοιάζομαι πολύ..
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υβριδική λέξη που παραπέμπει στη συνάθροιση, κατόπιν αντκατάστασης του προθέματος συν με ουσιαστικό. Η μάζωξη πολλών γυναικών σε ένα μέρος.
Χθες βγήκαμε με το Γιώργο και πήγαμε Ψυρρή. Γινότανε πανικός, πραγματική μουνάθροιση, γκομενάκια παντού και μάλιστα ωραία!
Got a better definition? Add it!
Η κακοντυμένη και κακόγουστη γκόμενα, που παρά ταύτα νομίζει ότι τη γουστάρουν όλοι. Η λέξη προέρχεται από τις παραστάσεις του Καραγκιόζη και συναντάται και στην Ποντιακή διάλεκτο των Ελλήνων της Αζοφικής.
- Τι λέτε παιδιά, πάμε για καφεδάκι στην πλατεία Μπουρναζίου;
- Τι λες ρε απάλευτε, έχεις όρεξη να χάσκεις τα κάρτσικλα;
Σύγκρινε με παρτσακλό.
Got a better definition? Add it!
Παράφραση της έκφρασης «της έδωσα το μουνί στο χέρι» ή «της έδωσα τη μήτρα στο χέρι», τουτέστιν επιδόθηκα σε έντονη σεξουαλική δραστηριότητα η οποία οδήγησε την ερωτική παρτενέρ στα πρόθυρα κατάρρευσης. Αναμφίβολα χυδαία έκφραση, με έντονο πάντως χρώμα.
Το γκομενάκι μου το έπαιζε ιστορία και ήθελε να φανεί σκληρή και απόλυτη. Όταν όμως μετά από ολονύχτιο γαμήσι της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ, ήρθε στα ίσα της.
Got a better definition? Add it!
Εξαιρετικά εύγλωττο απόφθεγμα, βγαλμένο κατευθείαν από την αληθινή ζωή. Το άκουσα πρώτη φορά από Κύπριο φίλο.
Got a better definition? Add it!
Κλασσική πικρόχολη έκφραση που χρησιμοποιείται μεταξύ αντρογύνων σε κρίση. Ο υποτιμητικός όρος έχει αποδέκτη τη σύζυγο, η οποία ενώ παντρεύτηκε ως άπορη κορασίδα, με τη σκληρή δουλειά και τις λαμογιές του συζύγου της κατάφερε να ανέλθει κοινωνικά. Ο πικραμένος σύζυγος τονίζει αυτή την ωφελιμιστική σχέση και εκφράζει το παράπονό του: ενώ σού τα έδωσα όλα, δεν φέρεσαι όπως εγώ επιθυμώ.
- Θέλω διαζύγιο... Αυτό ήταν...
- Τι θέλεις μωρή, διαζύγιο; Αυτό είναι το ευχαριστώ... Σε πήραμε με ένα βρακάκι και σε κάναμε κυρία, αυτά τα ξεχνάς όμως... Δεν φταίει κανείς άλλος, εγώ φταίω...
Got a better definition? Add it!
Παραλλαγή και επίταση της συμβατικής βρισιάς «γαμώ το μουνί που σε γέννησε». Κάνει τη γέννα (του υβριζόμενου) να ακούγεται ως εναπόθεση επιπλέον σκουπιδιών στον κόσμο, αλλά και το μουνί (της μάνας του) ως πρωκτό, τον ίδιο ως κουράδα κλπ...
(Παράβαλε και «το μουνί που σε ξέρναγε»)
Νομίζω ότι η όλη φράση απέκτησε μεγάλη ικανότητα να δημιουργεί νοητικές παραστάσεις και εικόνες μετά το παλιό ανέκδοτο που φωνάζουν το Σαργκάνη στο μαιευτήριο.
Στερεότυπα: «γαμώ το μουνί που σε πέταγε, ρε».
Βλ. και σχετικά λήμματα γαμώ το μουνί της Εύας, γαμώ το μουνί της Καλιρρόης και γαμώ το μουνί της οικογένειάς του!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ηχοποίητη λέξη από τον ήχο του τσόκαρου σε μαρμάρινα και ξύλινα κυρίως πατώματα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που είναι άντρας (ή όπως λένε στις φυλακές «100% αρσενικό») και μπεσαλής. Και λογοτιμήτης.
Συχνή η αθλητικο-καφενειακή (ραδιόφωνα, φόρουμ κλπ) χρήση.
«Ζητάω προστασία από τον πρόεδρό μου. Αυτό που ζητάω δεν είναι παράλογο. Όχι, δε θέλουμε να τον φάμε. Θέλουμε να γίνει δυναμικός και να μας δείξει πράγματι ότι είναι παντελονάτος».
Από εδώ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified