Further tags

Η κακοντυμένη και κακόγουστη γκόμενα, που παρά ταύτα νομίζει ότι τη γουστάρουν όλοι. Η λέξη προέρχεται από τις παραστάσεις του Καραγκιόζη και συναντάται και στην Ποντιακή διάλεκτο των Ελλήνων της Αζοφικής.

- Τι λέτε παιδιά, πάμε για καφεδάκι στην πλατεία Μπουρναζίου;
- Τι λες ρε απάλευτε, έχεις όρεξη να χάσκεις τα κάρτσικλα;

Σύγκρινε με παρτσακλό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριδική λέξη που παραπέμπει στη συνάθροιση, κατόπιν αντκατάστασης του προθέματος συν με ουσιαστικό. Η μάζωξη πολλών γυναικών σε ένα μέρος.

Χθες βγήκαμε με το Γιώργο και πήγαμε Ψυρρή. Γινότανε πανικός, πραγματική μουνάθροιση, γκομενάκια παντού και μάλιστα ωραία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα στη γνωστή του μορφή σημαίνει ότι γεμίζω με μπάζα κάποιον λάκκο, τάφρο, υπόγειο οικοδομής κτλ... Μιας όμως και λέγοντας μπάζο εννοούμε και την γκόμενα που δεν βλέπεται, το ρήμα μπαζώνω αποκτά μια σημασία νέα που θίγει ένα μεγάλο κοινωνικό φαινόμενο του καιρού και του τόπου μας: τον σαβουρογαμισμό.

Κάποιος αποφασίζει να μπαζώσει φιλοσοφώντας πρώτα τα μείζονα ερωτήματα της ανδρικής καθημερινότητας, π.χ. «γιατί μου την πέφτουν μόνο μπάζα;», «μα ποιος τις γαμάει τις μουνάρες;», «γιατί όπου πάω παίζει ψωλαρία;», «γιατί γαμάνε οι άλλοι κι εγώ πάντα μένω με την ψωλή στο χέρι;», και άλλα πολλά. Αφού λοιπόν τα σκεφτεί τα προηγούμενα και αποφασίσει κατά το βουδιστικό δίδαγμα να αποδεχτεί αυτά που δεν μπορεί να αλλάξει, περνάει στη φάση του μπαζώματος: πλέον παύει να ασχολείται με ταπεινότητες όπως η εξωτερική εμφάνιση και ορμάει ακάθεκτος να νιώσει τη χαρά της ζωής με αυτές που τέλος πάντων δεν του το παίζουν και δύσκολες (βλέπε και τσιμπουκοζητιάνες).

Υπάρχει βέβαια και μια άλλη σχολή σκέψης σχετικά με το μπάζωμα, επηρεασμένη και αυτή από τη βουδιστική φιλοσοφία και ειδικότερα την ανέλιξη σε ανώτερα επίπεδα ύπαρξης. Η σχολή αυτή συνοψίζεται στη φράση άμα δεν μπαζώσεις, δεν χτίζειςδεν γαμάς), δηλαδή άμα δεν βάλεις πρώτα χαμηλότερους στόχους ως εραστής, δεν θα μπορέσεις ποτέ να βάλεις και υψηλότερους...

  1. - Ρε μαλάκα αυτός ο Μήτσος είναι τόσο γαμιάς και πηδάει κάθε μέρα και διαφορετική γκόμενα;
    - Αυτός μόνο να μπαζώνει ξέρει αγόρι μου... Αν δεις τις γκόμενές του θα το βάλεις στα πόδια!

  2. (Παράδειγμα από το φόρουμ του Cosmopolitan [βλέπε περιοδικό τουαλέτας])
    [...]..όσο για τους ανθρώπους με κόμπλεξ πραγματικά έχω ένα είδος μαγνήτη γι αυτούς όπως και για τους μαμάκηδες..δεν υπήρξε ούτε ένας να μου πει καλό λόγο,και όλοι πίστευαν ότι τους αξίζει κάποιο μοντέλο. ένας μάλιστα μου χε πει ότι αυτή είναι η θεωρία αν δεν μπαζώσεις δεν χτίζεις..ότι δηλαδή τα φτιάχνεις όλο και με καλύτερη γκόμενα μέχρι που θα σου κάτσει η Αλεξανδράτου.το θέμα είναι ότι αυτή είναι η καλύτερη σχέση που είχα ποτέ(όσο περίεργο και αν ακούγεται),ότι αυτός ο άνθρωπος μου εκμυστηρεύεται πράγματα που δεν τα χει πει αλλού και για διάφορους λόγους τον νοιάζομαι πολύ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρό γλυκό γκομενάκι ηλικίας 17 με 23.

  1. (ελαφρύ πέσιμο σε παστάκι στο δρόμο)
    - Ωπ, παστάκι, κρίμα που δεν έχω φέρει κουταλάκι μαζί μου σήμερα!
    - (οι αντιδράσεις ποικίλουν)

  2. - Ρε φίλε, τι γαμάτο μαγαζί είναι αυτό! Τίγκα στα παστάκια!

Σχετικά: πιπίνι, μπουγατσάκια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα κατίνα, τελευταία, ούτε για τον πούτσο δεν είναι!

Τι πουτσόκαρο είναι αυτό που μας κουβάλησες πάλι;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λικνίζει (λιχνίζει, όπως λένε κάποιοι κρητικοί) τη μέση του, δηλαδή ο κουνιστός, ο τοιούτος, ο ομοφυλόφιλος, η αδελφή, ο πούστης, η λούγκρα και όλα τα λοιπά.

- Γαμώ τους γκόμενους ο Γιώργος, ρε πούστη μου...
- Ε όχι και «ρε»...
- Δηλαδή;;;;
- Ε, ολίγον τι λιχνομέσης μου φάνηκε...
- Λες νά;...
- Μπα, δεεε(ν)...
- Κι αν ναι;…
- Ε τόοτε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη. Σέξυ, πουτάνα, μπουρδέλο. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τις γυναίκες που είναι άσχημες και ντύνονται προκλητικά για να δείχνουν σέξυ.

- Ρε μαλάκα, κοίτα αυτή στο απέναντι πεζοδρόμιο!
- Τι είναι αυτό ρε; Πού πάει έτσι το σεξοπουτανομπούρδελο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που άκουσα από την γιαγιά μου και μεταφράζεται ως αυτός που κουνάει τον κώλο του δεξιά και αριστερά, σαν καμπάνα, όταν περπατάει.

Για τηράτε τον μουρλοθοδωρή τον καμπανόκωλο, πως τον πάει τον κώλο του πέρα δώθε ο άτιμος. Ου στου διούλου...

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που χρησιμοποιούν οι φυλακόβιοι για κάποιον που γαμιέται.

- Τον είδα να χει πολλά πάρε δώσε στα ντους με τον Σέσουλα.
- Αφού, μάγκα μου, του το ζμπρώχνει το κουράδι του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορία γκόμενας που έχει αφομοιώσει και μετεξελίξει την έννοια του φεμινισμού. Δυναμική και γλωσσοκοπάνα, παίρνει τον αέρα από το πρώτο δευτερόλεπτο από οποιονδήποτε άντρα συναναστρέφεται και προσπαθεί αέναα να αποδείξει πως μία κοπέλα μπορεί να κάνει με άνεση και τα πιο δύσκολα πράγματα που μπορεί να κάνει ένας άντρας. Κατά συνέπεια, ορισμένες από τις πλέον χαρακτηριστικές συμπεριφορές αναγνώρισης της girl power γκόμενας είναι:
- πάει μόνη της διακοπές με σκηνή και συφιλιάζεται όταν κάποιος άντρας της υποδεικνύει πώς να τη στήσει (ακόμη κι αν βάζει τους πασσάλους πριν τις μπανέλες),
- σε κάθε περίπτωση επιμένει να οδηγάει αυτή αμάξι και παίρνει ανάποδες όταν κάποιος άντρας προθυμοποιείται να της κάνει κουμάντο για να παρκάρει,
- ενώ έχει την κατατομή της Όλιβ, προσπαθεί να σηκώσει βάρη που σηκώνει στο ζετέ ο Καχιασβίλι και (φυσικά) δαιμονίζεται όταν κάποιος άντρας προσφέρεται να τη βοηθήσει στο κουβάλημα.

- Ρε Γιάννη, δεν τη βοηθάμε λίγο τη Μαιρούλα να παρκάρει να φεύγουμε;
- Τρελός είσαι, κουμάντο στη Μαίρη την girl power;;; Τη θέλω τη ζωή μου…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified