Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Further tags

Πρόκειται για ορμόνη της οποίας η έκκριση αυξάνεται γεωμετρικά με τα χρόνια και η οποία δημιουργεί στη γυναίκα την ακατανίκητη ανάγκη να ντυθεί νυφούλα. Εξαιρετικά επικίνδυνη για τους άντρες, αφού μπορεί να τους οδηγήσει ακόμη και στον αιφνίδιο γάμο.

Σημείωση καταχωρητή: Ο ορισμός της συγκεκριμένης ορμόνης, αποτελεί μέρος του επιστημονικού κειμένου «Γυναικείες Ορμόνες», το οποίο δυστυχώς κυκλοφόρησε χωρίς τα ονόματα των επιστημόνων / ερευνητών. Πάσα βοήθεια για την απόδοση των απαραίτητων ευσήμων είναι ευπρόσδεκτη.

Επιστημονικός Όρος – Αποτελεί παράδειγμα εξ ορισμού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορμόνη, που δίνει στη γυναίκα την ικανότητα να μπορεί να μιλά στο τηλέφωνο για πολλές ώρες χωρίς να χρειάζεται τροφή και νερό. Εκκρίνεται καθημερινά σε σταθερή ποσότητα, αλλά παρατηρείται υπερέκκριση όταν η φερτηκαρταρεκαργιόλη και η ευρωχλωρίνη δεν έχουν αποτέλεσμα.

Σημείωση καταχωρητή: Ο ορισμός της συγκεκριμένης ορμόνης, αποτελεί μέρος του επιστημονικού κειμένου «Γυναικείες Ορμόνες», το οποίο δυστυχώς κυκλοφόρησε χωρίς τα ονόματα των επιστημόνων/ερευνητών. Πάσα βοήθεια για την απόδοση των απαραίτητων ευσήμων είναι ευπρόσδεκτη.

Επιστημονικός Όρος – Αποτελεί παράδειγμα εξ ορισμού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την έκκριση αυτής της ορμόνης η γυναίκα αφήνει την πιστωτική κάρτα και στρέφεται στα μετρητά του συζύγου, τα οποία και «καθαρίζει» σε χρόνο ρεκόρ. Εφόσον συνδυαστεί με τη Χοντοσεντερόνη και την Φερτηκαρταρεκαργιόλη προγουμένως το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό.

Σημείωση καταχωρητή: Ο ορισμός της συγκεκριμένης ορμόνης, αποτελεί μέρος του επιστημονικού κειμένου «Γυναικείες Ορμόνες», το οποίο δυστυχώς κυκλοφόρησε χωρίς τα ονόματα των επιστημόνων / ερευνητών. Πάσα βοήθεια για την απόδοση των απαραίτητων ευσήμων είναι ευπρόσδεκτη.

Επιστημονικός Όρος – Αποτελεί παράδειγμα εξ ορισμού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορμόνη, που εκκρίνεται ιδιαίτερα κάθε Σάββατο πρωί και διεγείρει την γυναίκα έτσι ώστε να αποσπάσει την πιστωτική κάρτα του συζύγου, αφού η δική της έχει καταστραφεί από την Χοντοσεντερόνη.

Σημείωση καταχωριστή: Ο ορισμός της συγκεκριμένης ορμόνης, αποτελεί μέρος του επιστημονικού κειμένου «Γυναικείες Ορμόνες», το οποίο δυστυχώς κυκλοφόρησε χωρίς τα ονόματα των επιστημόνων/ερευνητών. Πάσα βοήθεια για την απόδοση των απαραίτητων ευσήμων είναι ευπρόσδεκτη.

Επιστημονικός Όρος - Αποτελεί παράδειγμα εξ ορισμού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασική γυναικεία ορμόνη, χάρη στην οποία μια γυναίκα, που μπορεί να μην ξέρει να πάει ούτε από την Ομόνοια στο Σύνταγμα, εντοπίζει με κλειστά μάτια όλα τα υποκαταστήματα της αλυσίδας Hondos Center σε ακτίνα 150 ναυτικών μιλίων.

Βλέπε επίσης Χοντοθεραπεία

Σημείωση καταχωριστή: Ο ορισμός της συγκεκριμένης ορμόνης, αποτελεί μέρος του επιστημονικού κειμένου «Γυναικείες Ορμόνες», το οποίο δυστυχώς κυκλοφόρησε χωρίς τα ονόματα των επιστημόνων/ερευνητών. Πάσα βοήθεια για την απόδοση των απαραίτητων ευσήμων είναι ευπρόσδεκτη.

Επιστημονικός όρος - αποτελεί παράδειγμα εξ ορισμού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κόλλημα που έχουν ορισμένες γυναίκες για την ομορφιά τους και για την περιποίηση του σώματός τους, τις οδηγεί να κατασπαταλούν τεράστια ποσά στη γνωστή αλυσίδα καταστημάτων αισθητικής (βλ. πρώτη λέξη της σύνθετης λέξης του όρου). Η ωραιομανία πληρώνεται. Πίσω από αυτή την ωραιομανία, υπάρχει ενδεχόμενη ανασφάλεια για την προσωπική τους αξία, ενδεχόμενη χαμηλή αυτοπεποίθηση, ενδεχόμενη χαμηλή αυτοεκτίμηση, συγκρισιμότητα με άλλες «φίλες» τους, φόβος για να μη διαλυθεί η σχέση τους, καθώς και φόβος για τα γηρατειά. Όλο αυτό το σύμπλεγμα των πιθανών αιτιών τις οδηγεί περιστασιακά για «θεραπεία» εκεί. Στην ουσία όμως χρειάζονται άλλου είδους θεραπεία.

- Που λες η Βάσω μού 'λεγε πως δεν τα βγάζει πέρα με τα λεφτά της. Δεν την αμείβουν καλά μου έλεγε.
- Κάτσε... Είναι είκοσι χρονών κοπέλα, δεν έχει κανένα εφόδιο, κι απ' ό,τι έμαθα παίρνει πολύ περισσότερα από το βασικό μισθό και μάλιστα χωρίς να διαθέτει την παραμικρή προϋπηρεσία. Ρε εσύ... η αλήθεια βρίσκεται αλλού. Έμαθα πως χαλάει ένα κάρο χρήματα κάθε βδομάδα για χοντοθεραπεία. Τι θέλει τελικά; Να ψηφιστεί κανένας νόμος παροχής χοντοεπιδομάτων προς θεραπεία της γυναικείας φιλαρέσκειας;
- Καλά αν γίνει αυτό, στη δουλειά της, που από τι μου είπε, το 80% των υπάλλήλων είναι γυναίκες συνομήλικες της, τότε...
- Τότε;
- To αφεντικό της θα πάει σε dt για λουκέτο. Ντουγρού για φαλιμέντο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που τα αρπάζει όλα από τον κώλο, η γκόμενα που τα κάνει όλα και συμφέρει.

- Τα κάνει όλα, τα κάνει όλα, η Σούλα η αρπακώλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Ειδικότερα, άτομο μιας κάποιας ηλικίας που γουστάρει να πηδάει νεαρά αγόρια.

Τέτοιοι τύποι ασφαλώς και δεν ήταν άγνωστοι στους κλασικούς χρόνους (βλ. παράδειγμα 1). Ίσως και γι' αυτό οι συνδηλώσεις της λέξης δεν είναι απολύτως αρνητικές (βλ. παράδειγμα 2). Βασικά, ο Έλληνας δυσκολεύεται να αποφασίσει αν ο κολομπαράς είναι μερακλής ή απλώς πούστης. Σε ορισμένες χρήσεις, το κολομπαριλίκι αναφέρεται ως επιβεβαίωση ανδρισμού και περικλείει και μια αίσθηση απειλής (βλ. παράδειγμα 3). Περιορισμένη χρήση της λέξης γίνεται και από την γκέι κοινότητα, ως μια πιο αυθάδης εκδοχή του τοπ (βλ. παράδειγμα 4). Η λέξη χρησιμοποιείται και μη κυριολεκτικά ως βρισιά παντός καιρού και έτσι σημαίνει: αλήτης, κωλοπαίδι, τεμπέλης, ξεδιάντροπος (βλ. παράδειγμα 5).

Μια σημείωση για την προέλευση της λέξης. Η ετυμολογία από το κώλος + μπάρα μπορεί να είναι προφανής, μπορεί να είναι ευρηματική, αλλά είναι και λάθος. Η λέξη προέρχεται από το τούρκικο kulampara= ομοφυλόφιλος, παιδεραστής το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το πέρσικο gulampare, μια παλιά ποιητική λέξη που σημαίνει αυτός-που-αγαπάει-αγόρια. Με δεδομένη αυτή την ετυμολογία, η σωστή γραφή είναι κολομπαράς, με -ο- και όχι με -ω-, στη βάση του κανόνα ότι η μετεγγραφή ξένων λέξεων γίνεται με τον απλούστερο τρόπο. Παρόλ' αυτά, γράφεται πολύ και κωλομπαράς.

Σχετικά λήμματα: κωλομπαράς, κωλόμπα, βερς, αγριόπουστας.

  1. Ο ποιητής Τυρταίος, κωλομπαράς σπουδαίος πήγε εις τον Σόλων, με όρθιον τον ψώλον
    «Σόλων Σόλων, πώς τον θες, μισόν η όλον;»
    Κι απήντησε ο Σόλων, σοφότερος εξ όλων:
    «Τυρταίε, μη φείδου ψώλον, έλα και χώστον όλον!» (μαθητική ρίμα)

  2. Active gay men (κωλομπαράδες) are much more tolerated (and at times respected) than passive gay men (κίναιδοι, πούστηδες, πουστάκια). (από μελέτη της ΕΕ για την ομοφοβία και τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤ στην Ελλάδα, Φεβρουάριος 2007)

  3. Πιάσανε προχ8ές καμιά 100στη μπάσταρδους, αν μπαγλαρόνανε και αυτούς τους 200 που κάνανε διαμαρτυρία έξω από τα δικαστήρια, τότε θάχανε στο μπαλαούρο όλους τους γνωστούς-άγνωστους. Αν, λέω αν, τους κάνανε να ξεράσουν το γάλα πού ήπιαν απο την μαμά του, τους χρέωναν τις ζημιές, ρίχνανε και μεσα στη φυλακή για συγρατούμενους καμια-δυο ντουζίνες κολομπαράδες -με τα γνωστά επακόλουθα- τότε θα σου έλεγα εγώ αν για μια 10ετία κουνιόταν φύλο. (από συζήτηση σε forum στο www.insomnia.g με θέμα Ε.Λ.Α.Σ. Τα ...ρεζιλίκια σου !!!!)

  4. Γράφω ότι είμαι Τοπ 100%, και μπήχτης και κολομπαράς γιατί απλά θέλω να πείσω τον εαυτό μου ότι έτσι δεν είμαι τελείως «ανώμαλος», γιατί απλά δεν έχω τα κότσια να δοκιμάσω κάτι (που σιγά το πράγμα δηλαδή), γιατί έτσι θα γλυκαθώ και θα μ' αρέσει. (από το www.e-gay.gr)

  5. Εμένα αυτό που μου τη δίνει είναι που επαγγέλματα όπως στο προκείμενο αυτό του καθηγητή πληρώνονται βαριά-βαριά 1000 ευρώ με αντίξοες συνθήκες εργασίας, και κάτι άλλα κωλοεπαγγέλματα που τα κάνουν κάτι άχρηστοι κωλομπαράδες τεμπελχανάδες που ποτέ στην ζωή τους δεν άνοιξαν βιβλίο βγάζουν πάνω από χιλιάρικο και βάλε κάνοντας τί; Σε κλαμπ και σε μπαράκια και το παίζουν και μάγκες κιόλας. (από donemo.blogspot.com)

Fudgepacker στα αγγλικά. (από Vrastaman, 11/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεαρός πούστης (πούστης + παιδαρέλι).

Κοίτα κούνημα το πουσταρέλι. Ε, ρε και να σε έβλεπε η μάνα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γυναίκας η οποία είναι σεξουαλικώς εντελώς παθητική, δεν παίρνει ποτέ καμιά πρωτοβουλία, απλά ξαπλώνει στο κρεβάτι αφήνοντας τον άντρα να κάνει τα πάντα με αποτέλεσμα να παίρνει το σχήμα αστερία.

Ρε φίλε ωραία είναι αυτή, αλλά είναι τρελός αστερίας στο κρεβάτι τι να την κάνω, εγώ θέλω μια ανάφτρα.

Ένα ικανό πουλί, μπορεί να τον φάει τον αστερία ζωντανό (και να του αρέσει κιόλας) (από Galadriel, 01/03/09)

Δες και έπιπλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified