Το νεαρό, το μικρό γκομενάκι. Συνήθως αναφέρεται σε άτομα μικρότερης ηλικίας.
Ρε σε λέω είχε κάτι πιπίνια στην παραλία, θα σου έφευγε η μαγκιά στα ίσα!
Το νεαρό, το μικρό γκομενάκι. Συνήθως αναφέρεται σε άτομα μικρότερης ηλικίας.
Ρε σε λέω είχε κάτι πιπίνια στην παραλία, θα σου έφευγε η μαγκιά στα ίσα!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα με το μεγάλο στήθος. Τιμής ένεκεν στην Πάμελα Άντερσον του Baywatch.
Κοίτα την Πάμελα στη δίπλα ξαπλώστρα! Με το ζόρι τη χωράει το μαγιό από πάνω!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι ομοφυλόφιλοι, οι γκέι, οι πούστηδες, οι αδερφές, οι ντιντήδες, οι γυναικωτοί, οι λουλούδες κλπ.
- Ωπ, η δικιά σου είναι αυτή στο σμαρτάκι με τον τυπά;
- Ναι, αλλά μη σκας. Ο Ρούλης παίζει για την... άλλη ομάδα.
Βλέπε και με τους άλλους.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που δεν έχει απλώς μεγάλο στήθος αλλά παραπέμπει με το ντύσιμό της σε σεξουαλικές φαντασιώσεις επ' αυτού.
- Μια ζωή ο Χάρης πρέπει να κυκλοφορεί με μια βυζού!
- Εμ πώς αλλιώς να τον προσέξουν...
Got a better definition? Add it!
Αυτή που έχει πλούσιο στήθος αλλά δεν είναι απαραιτήτως προκλητική, όμορφη ή νέα γυναίκα.
- Ποτέ δεν μου άρεσαν οι βυζαρούδες, λες να έχω πρόβλημα;
Got a better definition? Add it!
Αυτή που δίνει κώλο αβέρτα.
-Φοβερή κωλού η Τιτίκα, ε;
-Πού το είδες, ίσα-ίσα, μου φάνηκε ότι έχει μικρό κωλαράκι...
-Δεν εννοώ το μέγεθος ρε άσχετε!
-Αλλά;
-">&*%$¨|@
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που ειδικεύεται σε όλα τα παιχνίδια με (ή για) το πέος.
- Λίγα τα λόγια σου για την Κάτια. Είναι μεγάλη πεού!
Got a better definition? Add it!
Γκομενάκι που, στη σχετική κλίμακα, κυμαίνεται από θεόμουνο έως γαμήσιμο με εμφάνιση που αντιστοιχεί σε εργαζόμενη ή θαμώνα νυχτερινών κέντρων διασκέδασης της κατηγορίας: μπουζούκια.
Βασικά γνωρίσματα:
Ένα μέρος όπου απαντάται συχνά:
Σε μεγάλες οδικές αρτηρίες, ενώ περιμένει ταξί τουρτουρίζοντας με τα χέρια σταυρωμένα, αφού το ζακετάκι (ή το μπολερό) που πήγαινε με το φόρεμα και τα παπούτσια δεν πήγαινε καθόλου με τον καιρό.
Δες και μπουζουκογκόμενα, καθώς και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Η τσούλα, και μάλιστα η πολύ κακόγουστη.
Ήρθε στο μπαράκι ντυμένη σαν πουτάνα, σκέτο καρκατσουλιό...
Got a better definition? Add it!