Further tags

Ο ομοφυλόφιλος άνδρας. Μισο-ευγενικό / μισο-ειρωνικό, αποδεικνύει περίτρανα την γενναιοψυχία του ελληνικού λαού ο οποίος έκανε τον κόπο να δημιουργήσει μια όχι απόλυτα υποτιμητική φράση για αυτούς τους ανθρώπους (που όπως όλοι ξέρουμε είναι υπαίτιοι για... ... ... τέλος πάντων, για κάτι και άρα είναι υποχρέωσή μας να ασχολούμαστε μαζί τους).

— Τι είπες είναι ο καινούργιος της γκόμενος, χορευτής; Άχαχα, καλέ αυτοί είναι όλοι συκιές! — Εμ βέβαια, πού να γυρίσει να την κοιτάξει κάνας σωστός άντρας αυτήν, έτσι φρικιό που είναι... — Καλά, άσ' τα αυτά τώρα, Μαζωνάκη θα πάμε τελικά;

Βλ. και πούστης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς μια γκόμενα που έχει τρελό σώμα και χάλια μάπα. Κόβεις το κεφάλι και τρως το υπόλοιπο.

- Μαλάκα, κοίτα κωλαράκι η κοπελιά... Και βυζί... μπαλκόνι...
- Στάσου μαλάκα να γυρίσει να δεις πρόσωπο... Γκόμενα-γαρίδα σε φάση!!

Γκόμενα τ. butterface (< but her face), αν και πολύ αυστηρά κττμγ (από Khan, 13/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρτόλα, η γυναίκα που πάει με όλους.

Η Σούλα είναι σαν το ποδήλατο του χωριού: όλοι το έχουν πάρει μια βόλτα...

Βλ. και ψωλοκρεμάστρα, πασαγαμιόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμίκουλας, που γαμεί πολύ.

- Έχω πάει με... μπορεί και 140 γυναίκες...
- Ίσα ρε γαμίκλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο θηλυπρεπής, ο αδερφάτος, ο λούγκρας, η λουγκρητία.

Δεν καταλαβαίνω ρε φίλε, γιατί τα καλύτερα γκομενάκια τα τρώνε οι γυναικωτοί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο σώβρακο τύπου string που φαίνεται περισσότερο απ' όσο πρακτικά χρειάζεται.

- Κοίτα κοίτα τη σερβιτόρα! Τι στρινγκαδούρα είναι αυτή ρε...

(από Khan, 18/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδα γυναικών ντυμένων προκλητικά.

Έλα μωρέ, όλο το πουταναριό ήταν μαζεμένο...

εμπνευσμένος μεταφραστής στο scarface (από xalikoutis, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τραβεστί. Ο άντρας που ενθουσιάζεται σεξουαλικά όταν ντύνεται γυναικεία.

α. (www.mpakouros.net) Ψιτ τραβέλι, θες καρβέλι;
β. (www.adslgr.com) Σαν αποτυχημένο τραβέλι είναι εδω που τα λέμε...
γ. (Των Βλάχων το Κοθώνι, ποίημα) Τραβέλι με φουστάνι΄ Που τα αγγούρια ίσιωνες σαν ήσουν στο μποστάνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον δρόμο, αυτός /-ή που οδηγεί αργά και παρεμποδίζει.

(αφού πατηθεί η κόρνα για κανα λεπτό) - Άντε μωρή κότα προχώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χειρότερη. Απο το «χάλι» και «καλλίτερη».

Πολύ χάλι η γκόμενα -- η χαλίτερη του μαγαζιού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified