Further tags

Η γυναίκα που έχει χάσει την παρθενιά της - που δεν είναι πλέον παρθένα. Χρησιμοποιείται συνήθως από συντηρητικούς πατεράδες για να εκφράσουν την μειονεκτική (κατά την άποψη τους) θέση στην οποία βρίσκεται μια γυναίκα η οποία "έχει επιδοθεί σε άσεμνες πράξεις προτού παντρευτεί", "έχει χάσει την αγνότητά της", "δεν είναι πλέον παρθένα".

-Εγώ πάντως θα προτιμούσα η γυναίκα που θα παντρευτώ να είναι παρθένα...
-Βεβαίως! Τι; Τρυπημένη θα την πάρεις;

-Μπαμπά με της φίλες μου είχα βγει... Ο Τέλης μας βρήκε τυχαία.
-Δεν με ενδιαφέρει τι λες. Τρυπημένη πώς θα σε παντρέψω;

Got a better definition? Add it!

Published

(κλάτσαρα, στον πληθυντικό,)

Τα γυναικεία αυτά παπούτσια (λ.χ. τσόκαρα, πέδιλα, σαγιονάρες)
που κάνουν τον εκνευριστικό ήχο "κλάτς, κλατς, κλατς" σε κάθε βήμα αυτής που τα φοράει.

(Κλατς, κλατς, κλατς)
- Πού πας μωρή με τα κλάτσαρα ;!!

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν η γυναίκα που έχει καιρό να γευτεί παγωτό, κάνει απεγνωσμένα ότι και αν της ζητήσουν τα αρσενικά που έχει μπροστά της μπας και πέσει κάποιο στην παγίδα και της ρίξει ένα ευχαριστήριο.

<<Μάλιστα κύριε Παπαδόπουλε, βεβαίως και θα ρίξουμε τις τιμές για σας και μόνο.>>
<<Άκου ρε την γελοία, πάλι πιπεύει ότι βρει μπροστά της.>>

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τύπος/η τύπισσα που καβατζώνει αναπτήρες.

Συνήθως, η λέξη χρησιμοποιείται σε θηλυκό γένος, δηλ. καβατζόπουστα.

Η διαδικασία καβατζώματος αναπτήρα είναι στάνταρ και είναι η εξής: αράζετε μαζί και κάνετε τσιγάρο, αυτός/ή ψάχνεται και δεν βρίσκει πάνω του φωτιά, ζητάει αναπτήρα, του/της δίνεις, ανάβει το τσιγάρο και, με γρήγορες κινήσεις, βάζει το χέρι του/της στην τσέπη. Αυτό ήταν, αποχαιρέτα τον αναπτήρα σου για πάντα.

Σε περίπτωση που ζητήσεις τον αναπτήρα σου πίσω, ο καβατζόπουσταςκαβατζόπουστα θα κάνει ότι δεν ξέρει τίποτα. Μάλιστα, ίσως σε προκαλέσει να τον/την ψάξεις κιόλας, αφού πρώτα επικαλεστεί τα θεία και ορκιστεί στη μάνα του/της.

- Ρε μαλάκα, που είναι ο αναπτήρας μου; Στον χέρι μου τον είχα πριν ένα λεπτό.
- Κι εγώ που θες να ξέρω, μωρέ μαλάκα;
- Ρε, τον καβατζώσες;
- Όχι ρε βλάκα, πας καλά; Στο ορκίζομαι. Ψάξ' τις τσέπες μου.
- Εσύ τον πήρες μωρή καβατζόπουστα; Δώσ' τον μου πίσω, δεν έχω άλλον.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γκέι άνδρας, συνώνυμο του τρύπιος.

- Πως είναι η κατάσταση στο γραφείο; - Άστα μαν, 3/5 είναι τρυπάτοι.

Got a better definition? Add it!

Published

ματζαφλάρ = Γενικός χαρακτηρισμός αντικειμένου. Επίσης υπονοεί και το όργανο του άντρα.

Παράδειγμα: Ωρ' τιν τούτο το ματζαφλάρ α ;
Ούϊ μαναμ' εχ' ένα ματζαφλάρ, ναααα!

Got a better definition? Add it!

Published

Η καυτή, σέξι γυναίκα που είναι όμως κοντή.

-Μουνάρα η Βάσω φίλε. Σεξοβόμβα! -Ε, όχι ακριβώς σεξοβόμβα, είναι κοντούλα. Σεξονάρκη είναι...

Got a better definition? Add it!

Published

Προσβλητικό , επίθετο για Αμφισεξουαλικό άτομο , δηλαδή για αυτόν που νιώθει έλξη και για τους άντρες καθώς και για της γυναίκες . Βγαίνει από αυτό που φωνάζουν οι πλανόδιοι πωλητές όταν βγαίνουν στους δρόμους για να πουλήσουν την πραμάτια , αν αυτή πρόκειται για καρπούζια

Όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω

Επειδή λοιπόν και κάποιος ο οποίος είναι αμφισεξουαλικός , ΄΄ όλα τα σφάζει , όλα τα μαχαιρώνει ΄΄ για αυτόν τον λόγο και βγήκε αυτό το προσβλητικό , επώνυμο

Got a better definition? Add it!

Published

Το "Εμμανουέλα" σε πρώτη ανάγνωση παραπέμπει σε μια γυναίκα ψωλού σε βαθμό εκπόρνευσης. Όμως ο γνήσιος σλανγκιάρης* γυμνοσάλιαγκας της ασφάλτου το χρησιμοποιεί για να πειράξει ή να μειώσει αρσενικά είτε για κάποια αντιαρσενική τους ενέργεια είτε εντελώς αυθαίρετα για τον ανδρισμό τους.

Συνώνυμα/σπέκια: πουστάρα, πουσταρά, πουστράτζα, (κωλ)αδερφή, πούστη νέε, ξεκωλιάρη, γαμιόλη, ψωλορουφήχτρα, πιπαδόρε κτλπ.

Το "Εμμανουέλα" βέβαια είναι πιο ιδιαίτερο και χρησιμοποιείται κυρίως από μερακλήδες αστειάτορες μέσης ηλικίας με φωνή για ντάτσουν. Απαντάται συνήθως σε εξέδρες ποδοσφαιρικών ή μπασκετικών αγώνων, κυρίως από Β' εθνική και κάτω. Είναι εξάλλου μια λέξη που απαιτεί κοινό και ιδιαίτερη ατμόσφαιρα για να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες της.

Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από τη σειρά ταινιών σοφτ πορνό "Emmanuelle" με την αψεγάδιαστη Ολλανδή και-παρθένα-και-πουτάνα Σίβλια Κριστέλ (28 Σεπτ. 1952 – 17 Oκτ. 2012)

*Το σλανγκιστής είναι πολύ ιντελεκτουέλ για τα συμφραζομενα

Σε αγώνα μπάσκετ β΄εθνικής από την εξέδρα:
-Ρε μαλάκα Σορώκο! Βγάλε τον έξω τον Υφαντή να πουμε! Τι κοιτάς μωρή Εμμανουέλα! Άντε και γαμήσου μωρή σημαδούρα!

μωρή Εμμανουέλα 25-2-2018

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελικά γούσταρε το γκομενάκι και μάλιστα νομίζω ότι άρεσα και στην φίλη της οπότε ό,τι και να γίνει έχω και καβλάτζα.

Καβάτζα σε γκόμενα. Ρήμα: Καβαλατζώθηκα

Got a better definition? Add it!

Published