Selected tags

Further tags

Χρησιμοποιείται και σαν προσβολή, με την έννοια του πεοθηλασμού.

Πάρε μου μια πίπα ρε μαλάκα, που τολμάς και μου αντιμιλάς κιόλας!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε μεταφορικά για κάποιον που γλείφει για να πετύχει τον σκοπό του.

— Τελικά την πήρε ο Αντώνης την προαγωγή.
— Αφού έκανε πίπες στο αφεντικό, πώς να μην την πάρει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύκολη γυναίκα, που τον (τα) παίρνει απ' όλους.

Τράβα ρίχτα της ρε! Τέτοια παρτόλα που είναι, θα κάτσει ακόμα και σε σένα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.

- Δε με λες κοπελιά, το πας το γράμμα;
- Α' να χαθείς ηλίθιε!

(από Khan, 18/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαρ όπου βρίσκουν συντροφιά μοναχικοί τύποι... με το αζημίωτο πάντα!!!

- Ανησυχώ για τον Μπάμπη... αν δεν βρει σύντομα γκόμενα θα καταλήξει να συχνάζει σε κωλόμπαρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά σεξουαλικά διεγερμένος.

Πολύ γκόμενα σου λέω. Πύρκαυλος έγινα μόλις την είδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός, η μαλακία.

Το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας (από τον -κυριολεκτικά- διπεριοδικό ήχο με τον οποίο συνδέεται ο αυνανισμός).

Άσε ρε, τον ντιγκιντάγκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βόλτα ο οποία έχει ως σκοπό την επίσκεψη σε πληθώρα οίκων ανοχής.

- Πάμε καμιά μπουρδελότσαρκα;
- Γιατί θες να γαμήσεις;
- Όχι μωρέ, για την πλάκα μας μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντρικό γενετικό μόριο. Συνήθως λέγεται για να δείξει υπερβολή ώς προς το μέγεθος.

- Πάω τη μαλαπέρδα μου στη γυναίκα σου να απλώσει τις κουβέρτες, ρε καραγκιόζη...

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified