Selected tags

Further tags

Ο πεοθηλασμός ή πιο απλά τσιμπούκι. Η διαδικασία γλειψίματος του αντρικού μορίου.

Και που λες, μου πήρε μια πίπα μέσα στο αμάξι, άλλο πράγμα.

(από Khan, 03/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και σαν προσβολή, με την έννοια του πεοθηλασμού.

Πάρε μου μια πίπα ρε μαλάκα, που τολμάς και μου αντιμιλάς κιόλας!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε μεταφορικά για κάποιον που γλείφει για να πετύχει τον σκοπό του.

— Τελικά την πήρε ο Αντώνης την προαγωγή.
— Αφού έκανε πίπες στο αφεντικό, πώς να μην την πάρει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύκολη γυναίκα, που τον (τα) παίρνει απ' όλους.

Τράβα ρίχτα της ρε! Τέτοια παρτόλα που είναι, θα κάτσει ακόμα και σε σένα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς η γκόμενα που τη βλέπεις και πετρώνεις... Όχι ακριβώς ολόκληρος, ένα μέρος σου όμως στάνταρ.

(Για όσους δεν κατάλαβαν, ας κάνουν μία ιστορική αναδρομή στην ελληνική μυθολογία και στην τερατόμορφη «Μέδουσα»).

Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, πουτσομούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ήχος των όρχεων πάνω στο γυναικείο κορμί κατά την πράξη της συνουσίας.

Και κολλάω το ποτήρι στον τοίχο, και τ' αφτί μου στο ποτήρι κι ακούω από μέσα πατ-πατ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.

- Δε με λες κοπελιά, το πας το γράμμα;
- Α' να χαθείς ηλίθιε!

(από Khan, 18/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαρ όπου βρίσκουν συντροφιά μοναχικοί τύποι... με το αζημίωτο πάντα!!!

- Ανησυχώ για τον Μπάμπη... αν δεν βρει σύντομα γκόμενα θα καταλήξει να συχνάζει σε κωλόμπαρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά σεξουαλικά διεγερμένος.

Πολύ γκόμενα σου λέω. Πύρκαυλος έγινα μόλις την είδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός, η μαλακία.

Το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified