Further tags

Ονομασία φαγητού που οφείλεται στη διαστροφική σεξουαλική ικανοποίηση κατά την οποία η σύντροφος (είπαμε, μόνο τα κουμούνια κάνουν σεχ) ζητεί από τον σύντροφο να αυνανιστεί μέσα στον κεσέ γιαούρτης που ο τελευταίος έτυχε να τρώει, κατόπιν να ανακατέψει το μίγμα και, εν συνεχεία, να ταΐσει με στοργή την κοπέλα (ή να το φάει ο ίδιος, αλλά αυτό δεν το 'χω βιώσει ποτέ).

- Βλέπω τρως γιαουρτάκι, αγοράκι μου.
- Ε, και τι θες;
- Δεν ρίχνεις μια παχίτσα εκεί μέσα, μετά να το ανακατέψεις...
- Ξέρω, και να σ' το δώσω να (ν)το φας. Μ' έχεις πρήξει μ' αυτά τα κίνκι συνέχεια!!!

Όταν τα σχόλια περιττεύουν... (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 25/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που προκύπτει από τη παραφθορά της λέξης κουλούρι για να δηλώσει τον ανδρικό ή γυναικείο πρωκτό. Δεν πρέπει να προκαλεί καμία έκπληξη δεδομένου του σχήματος του κουλουριού (στρογγυλό με τρύπα στη μέση) αλλά και της ίδιας της υπόστασης του ως διατροφικό προϊόν, δηλαδή ενός εξαιρετικά δημοφιλούς εδέσματος που όλοι σπεύδουν να το ζητήσουν και να το καταναλώσουν. Σημειωτέον πως το κωλούρι είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ανδρικό κοινό, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν χαίρει εκτίμησης και από το γυναικείο.

Για λόγους υγείας και υγιεινής, το κωλούρι είναι καλύτερο σκέτο, δηλαδή χωρίς γέμιση. Αν και αυτό πάλι είναι θέμα καθαρά γούστου και -πάνω απ' όλα- βίτσιου.

- Τι είναι αυτό που θα σας κάνει να θέλετε να συζητήσετε με μια κοπέλα; κ ποιο χαρακτηριστικό είναι αυτό που σας κάνει να την γουστάρετε τρελά; πάντα ήθελα να μάθω...

- Το σπίτι που μένει και σε ποιά περιοχή, το αυτοκίνητο που οδηγεί, το ρολόι π
που φοράει, αν έχει δικιά της επιχείρηση και αν δίνει κωλούρι. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή που δίνει άνδρας σε γυναίκα (ή και άνδρα) μετά από ένα ξεγυρισμένο τσιμπούκωμα, ακριβώς τη στιγμή που αυτή (ή αυτός) βρίσκεται με τα μόλις εκτοξευθέντα φλόκια στο στόμα του. Υπάρχουν δύο δυνατότητες: α) η λεγάμενη / ο λεγάμενος να έχει ήδη καταπιεί τα φλόκια, οπότε η ευχή είναι κυριολεκτική, β) να βρίσκεται σε δίλημμα για το αν θα τα καταπιεί ή όχι, οπότε τον ενθαρρύνουμε με αυτή την ευχούλα.

(ο γκόμενος μόλις ανακουφισμένος) - Ααααα... (η γκόμενα με μπουκωμένη προφορά) - Γκαι ντώ'α, Μηνά μου;
- Καλή χώνεψη, μωράκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση κατά την οποία, μετά την κολπηδόν συνουσία (σπανιότερα κατά την διάρκεια αυτής), το μουνί διαπράττει αντιποίηση αρχής και παριστάνει τον... κώλο, τ.έ. αρχίζει να κλάνει δυνατά!

Το φαινόμενο οφείλεται σε συσσώρευση αέρα στον κόλπο καθώς ο μπούτσος τρομπάρει μέσα-έξω. Και, ως γνωστόν, ότι μπει, θα βγει. Είναι λίγο embarrassing για τη γκόμενα, αλλά άμα είναι παλιά καραβάνα, βάζει τα γέλια και πάτε γι' άλλο ένα.

- Και που λες, με το που βγαίνω απ' το μουνάκι της, αρχίζει το κλασομούνι και μένω μαλάκας. Δεν είχα ξανακούσει τόσο δυνατές!
- Και δεν ξενέρωσες, ρε;
- Ε, λιγάκι, αλλά αυτή άρχισε να γελάει και να με χουφτώνει άγρια, οπότε της έριξα άλλον ένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλάνω, πέρδομαι, την αμολάω, την απολάω. Με αυτή την έννοια συνήθως στον αόριστο: την άφησα. Η έκφραση προήλθε με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος (που ή θα το ακούσεις ή θα το μυρίσεις ή και τα δύο, αλλά να μην το καταλάβεις μάλλον σπάνιο). Λογιότερος τύπος: την άμφησα (< Άμφισσα).

  2. Γαμάω, συνουσιάζομαι, ρίχνω πούτσα, τον/την ακουμπάω, τραβάω μανίκι κ.τ.τ. Η έκφραση προήλθε ωσαύτως με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος. Με αυτή την έννοια η αντωνυμία-αντικείμενο μπορεί να είναι και σε αρσενικό γένος: τον αφήνω, ενώ δέχεται συχνά και έμμεσο αντικείμενο (της/του/τους).

  1. -Πω-πω μπόχ(λ)α!
    -Κάποιος την άφησε, φαίνεται.

  2. -'Ντάξ' με το μανούλι; Το γλέντησες;
    -Ρε της τον άφησα κανονικά, τι μας πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σεξουαλικό φετίχ, κατά το οποίο ο ένας σύντροφος ουρεί πάνω στον άλλον. Ο όρος προέρχεται από το χαρακτηριστικό κιτρινωπό χρώμα των ούρων.

Συναντάται και ως ουρολαγνεία ή ουροφιλία και δεν πρέπει να συγχέεται με την ουροφαγία.

- Τι έγινε χτες, έβαλες;
- Μόνο; Μαλάκα, δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό το πράγμα. Η γκόμενα τα ήπιε όλα και μετά μου ζήτησε και χρυσό ντους!
- Ηρέμησε ρε Τσαρώφ.
- Αλήθεια ρε φίλο. Άδειασα τελείως σε λέω.

βλ. και χρυσή βροχή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε το χρόνο που περνάει κάποιος εξασκώντας το σπορ της κτηνοβασίας για μια ολόκληρη ώρα.

Μονάδα μέτρησης της συγκεκριμένης ενέργειας είναι τα κτηνοβάτ, τα οποία καταναλίσκονται κατά την διάρκεια μιας κτηνοβατώρας.

- Πς μωρή Διαμάντω κοίτα τι κούκλος που είν' ο Μήτρος!!!
- Ναι καλά. Έχει γράψει αυτούνος κτωνοβατωωωωωωωωωωώρες !!!

(από patsis, 14/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πισωκολάτα, ο μεζές δηλαδή που τσιμπάει ο πέοντας ως κωλάντεραλ ντάματζ κάθε φορά που δίνει A-level.

- Εμένα προσωπικά ότα γλύφω μα ρέσει να βάζω και κωλοδάχτυλο στην κοπέλα.την τελευταία φορά όμως που το έκανα έπαθα νίλα γιατί η κοπέλα πριν είχε φάει κάτι σουβλάκια και γέμισε το δάχτυλό μου με την βρωμερή μερέντα που είχε αποθηκευμένη μέσα της.
(εδώ)

- Κωλος πεντακαθαρος χωρις Μερεντα ειναι σαν Κοκορετσι χωρις σκατο !!! Με αλλα λογια δεν εχει νοστιμια !!! Οποτε Μερεντα πανω απο ολα !! ;) (εκεί)

- σκατουλες απο εδω, ψωλοχυματα με σκατουλες απο εκει, ουρα παραπερα...στο τελος θα βλεπω την κανονικη μερεντα (αυτη που αλειφεται στο ψωμι) και θα αηδιαζω.
(παραπέρα)

ΛΑΤΟΜΕΙΑ ΜΕΡΕΝΤΑΣ (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 17/08/10)Kavli με Nutella (από Vrastaman, 18/11/12)(από Khan, 21/07/13)

Βλ. και σεράνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα εκκρίματα του γυναικείου αιδοίου κατά τη διάρκεια του γυναικείου οργασμού, αποτελέσματος στοματικού έρωτος, ήτοι αιδοιολειχίας, καθότι κατά την απορροήν των προς την επιφάνειαν των αισθητηρίων της του παρτενέρου γλώσσης, ομοιάζουσιν ως προς την αχινοσαλάτας γεύσιν.

Βεβαίως, υπάρχουσιν αιδοία τύπου τυροκομείου, παραγωγοί εκκριμάτων σαφώς διαφορετικής υφής και γεύσεως, άτινα δεν χωρούν εις το παρόν λήμμα.

- Τι έγινε χτες, ρε Μάικ; Το' πνιξε το κουνέλι η μικρήτελικά;
- Μπα... Μόνο αχινοσαλάτα έφαγα... Πάλι δε μ' άφησε...

(από Vrastaman, 27/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πούτσα του γέρου, η μαλαπέρδα.

Έπιασε με δυσκολία την πεσωμένη του και κατούρησε με κόπο τα παπούτσια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified