Further tags

Γλύφανο ή αλεζουάρ (και αμερικλανιστί reamer)

Εργαλείο που σαν σκοπό έχει την λείανση μιας οπής που έχει τρυπηθεί με κοινό τρυπάνι.

Πρώτα πχ. ανοίγουμε μια τρύπα με τρυπάνι Φ 8,8 μμ και με το γλύφανο το πάμε 9 μμ ακριβώς.

Έτσι και το σκατό παραλληλίζεται με το τρυπάνι και η ψωλάρα ή ο σχοινοκαθαριστήρας παραλληλίζεται με το γλύφανο.

Χώσε μωρό μου το γλύφανό σου μέσα, τώρα που έχω χέσει και είμαι ανοιχτός (λέει ο πουστράκος στον βεληγκέκα του)

(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται τις φορές που σφίγγουν τα γάλατα, σε περιόδους μεγάλης αγαμίας δηλαδή, αναφορικά με το σπέρμα του άντρα, το οποίο από την πολυκαιρία και την στασιμότητα έχει πήξει και σβολιάσει, έχει γίνει σα χαλίκι.

- ...άντε υπομονή Μήτσο, εφτά και σήμερα να πάρουμε τη ροζαλία να πάμε σπίτια μας...
- ...να διώξουμε και τα χαλίκια, γιατί δεν πάει άλλο...

... από πέτρινο πουλί. (από patsis, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αιδοίο το οποίο από τη συχνή και επίπονη διείσδυση από ανδρικά μόρια έχει χάσει το σφρίγος και έχει κρεμάσει. Δηλαδή με λίγα λόγια όταν ένα αιδοίο ξεχειλώνει.

Πω ρε Αγησίλαε. Τη θυμάσαι εκείνη τη σαραντάρα που γνώρισα τις προάλλες; Ε, μάπα το καρπούζι. Για να μη στα πολυλογώ το μουνί της ρε φίλε ήταν μπριζολιασμένο και σιχάθηκε η ψυχούλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούτσα μεγάλη και βρώμικη ενός μπρουτάλ ωμοσέξουαλ (ίσως και χοντρού, ο οποίος όμως βλέπει τον πούτσο του!), με όλες τις δυνατές μεταφορές και μετωνυμίες.

Ο όρος έγινε δημοφιλής από τον ράπερ Μικρό Νjικόλα και τους στίχους: «τσίμπα το γουρουνοπούτσι του Νjικόλα του τρελού. Θέλεις το καυλjί του αλλουνού, δεν πειράζει, ίδιο είναι και αυτού» (βλ. το βιντεάκι).

Ανοίγονται, βέβαια, τα ερωτήματα πόσα εκατοστά μπορεί να είναι το γουρουνοπούτσι ενός ενδεκάχρονου, πόσο περήφανοι είναι οι γονjείς του μικρού Νjικόλα (αλλά και ο παπάς του άι Νjικόλα) για τον λεβέντη τους. Όλα τα λεφτά, ωστόσο, είναι ο προβληματισμός του άσματος για την φύση της επιθυμίας, που επιζητεί πάντα τον φαλλό του Άλλου, ενώ κατά βάση «ίδιος είναι και αυτού». Ο γούγλης δίνει λίγα χτυπήματα, στην συντριπτική τους πλειοψηφία αναφερόμενα στον μικρό Νjικόλα, ενώ και όσα δεν αναφέρονται διατηρούν την έκφραση τσίμπα το γουρουνοπούτσι.

Έμμεση πάσα: Τζήζας.

τσιμπησαμε το γουρουνοπουτσι. Λογικό. Δεν έπαιξαν Σχορτσανίτης - Μπουρούσης. δε νομιζω να εκαναν τη διαφορα. Δε λέω ότι θα νικάγαμε αν έπαιζαν (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφέρεται ως κοσμητικό επίθετο προς δύο τουλάστιχον μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων:

Θηλυκό: σαπιοκωλού.

- Κάποια σιχαμένη βρωμόπουστα, κάποιος ξεκωλιασμένος άνθρωπος, κάποιος πουτάνας γιος, κατάπτυστος, βδελυρός, επαίσχυντος, γαύρος, αρχίδι, μουνόπανο, μουλόσπερμα, σαπιοκωλάκιας μου κάνει βουντού. Άμα τονε πετύχω θα του γαμήσω τα πάντα...
(εδώ)

- ω, πόσο ανόητος, βλάκας, ηλίθιος, μαλάκας, ξεκωλιάρης, σαπιοκωλάκιας, σαβουρογάμης, παπαροκαύλης ήμουν...
(εκεί)

- Μην ξεχνάς πως αν είναι κάποιος που βλέπει από πρώτο χέρι τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος, αυτός είμαι εγώ...Και δε μιλάω για παππούδες ή έστω για πατεράδες, αλλά για 25 χρονών παιδιά με εμφράγματα! (το ρεκόρ μου είναι 23 ετών :-Ρ). Αυτά που γράφω αντικατοπτρίζουν μονάχα την προσωπική μου σκωπτικήμε αρκετές δόσεις σαπιοκωλακισμούοπτική την οποία έχεις βέβαια δικαίωμα να απορρίψεις και να με βρίσεις...
(παρακάτω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πούτσα του γέρου, η μαλαπέρδα.

Έπιασε με δυσκολία την πεσωμένη του και κατούρησε με κόπο τα παπούτσια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα εκκρίματα του γυναικείου αιδοίου κατά τη διάρκεια του γυναικείου οργασμού, αποτελέσματος στοματικού έρωτος, ήτοι αιδοιολειχίας, καθότι κατά την απορροήν των προς την επιφάνειαν των αισθητηρίων της του παρτενέρου γλώσσης, ομοιάζουσιν ως προς την αχινοσαλάτας γεύσιν.

Βεβαίως, υπάρχουσιν αιδοία τύπου τυροκομείου, παραγωγοί εκκριμάτων σαφώς διαφορετικής υφής και γεύσεως, άτινα δεν χωρούν εις το παρόν λήμμα.

- Τι έγινε χτες, ρε Μάικ; Το' πνιξε το κουνέλι η μικρήτελικά;
- Μπα... Μόνο αχινοσαλάτα έφαγα... Πάλι δε μ' άφησε...

(από Vrastaman, 27/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πισωκολάτα, ο μεζές δηλαδή που τσιμπάει ο πέοντας ως κωλάντεραλ ντάματζ κάθε φορά που δίνει A-level.

- Εμένα προσωπικά ότα γλύφω μα ρέσει να βάζω και κωλοδάχτυλο στην κοπέλα.την τελευταία φορά όμως που το έκανα έπαθα νίλα γιατί η κοπέλα πριν είχε φάει κάτι σουβλάκια και γέμισε το δάχτυλό μου με την βρωμερή μερέντα που είχε αποθηκευμένη μέσα της.
(εδώ)

- Κωλος πεντακαθαρος χωρις Μερεντα ειναι σαν Κοκορετσι χωρις σκατο !!! Με αλλα λογια δεν εχει νοστιμια !!! Οποτε Μερεντα πανω απο ολα !! ;) (εκεί)

- σκατουλες απο εδω, ψωλοχυματα με σκατουλες απο εκει, ουρα παραπερα...στο τελος θα βλεπω την κανονικη μερεντα (αυτη που αλειφεται στο ψωμι) και θα αηδιαζω.
(παραπέρα)

ΛΑΤΟΜΕΙΑ ΜΕΡΕΝΤΑΣ (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 17/08/10)Kavli με Nutella (από Vrastaman, 18/11/12)(από Khan, 21/07/13)

Βλ. και σεράνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε το χρόνο που περνάει κάποιος εξασκώντας το σπορ της κτηνοβασίας για μια ολόκληρη ώρα.

Μονάδα μέτρησης της συγκεκριμένης ενέργειας είναι τα κτηνοβάτ, τα οποία καταναλίσκονται κατά την διάρκεια μιας κτηνοβατώρας.

- Πς μωρή Διαμάντω κοίτα τι κούκλος που είν' ο Μήτρος!!!
- Ναι καλά. Έχει γράψει αυτούνος κτωνοβατωωωωωωωωωωώρες !!!

(από patsis, 14/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σεξουαλικό φετίχ, κατά το οποίο ο ένας σύντροφος ουρεί πάνω στον άλλον. Ο όρος προέρχεται από το χαρακτηριστικό κιτρινωπό χρώμα των ούρων.

Συναντάται και ως ουρολαγνεία ή ουροφιλία και δεν πρέπει να συγχέεται με την ουροφαγία.

- Τι έγινε χτες, έβαλες;
- Μόνο; Μαλάκα, δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό το πράγμα. Η γκόμενα τα ήπιε όλα και μετά μου ζήτησε και χρυσό ντους!
- Ηρέμησε ρε Τσαρώφ.
- Αλήθεια ρε φίλο. Άδειασα τελείως σε λέω.

βλ. και χρυσή βροχή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified