Άντρας του οποίου κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά ή αντίδραση θυμίζει πούστης.

Βλ. επίσης: Λουκία, λούγκρα, πουστάρα.

Όταν κάποιος χτυπήσει πολύ λίγο αλλά η αντίδρασή του είναι πολύ έντονη:

- Πόνεσες μωρή λούση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χώνεται αλλά δεν τον παίρνει, ή που πλασάρεται άνετος με πλάτες άλλων και κρυφή συνεισφορά τρίτων.

Εκνευρισμένη γκαρσόνα:

- Τι μαλάκας αυτός εκεί; Μου ζήτησε να κεράσω την κοπέλα που γουστάρει από το διπλανό τραπέζι γιατί δεν έχει λέει λεφτά, θέλει να κάνει και τον πούστη με ξένο κώλο ο ξεφτίλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπορεί να αναφέρεται σε δυσδιάκριτη υπο-περίπτωση ενός γενικότερου φαινομένου, η οποία συνήθως αμελείται ή παραβλέπεται για λειτουργικούς ή άλλους λόγους και σκοπούς.

Μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να χρησιμοποιηθεί όπως οι «ψύλλοι στ' άχυρα».

Μαθηματικά, μπορεί να παρασταθεί με μία τοπική ασυνέχεια ή ακρότατο κατά τμήματα συνεχούς συνάρτησης, ορισμένης σ' όλο το R, ή ως ένα πεπερασμένο στοιχειο υψηλής διακριτοποίησης (του οποίου οι ιδιότητες θεωρούνατι, πρακτικά, αμελητέες), ή ως απειροστικό στοιχείο, μπουρουμπούρου...

Πραγματολογικά, η απεικόνιση μίας «πούτσας», δηλ. ενός μορίου (κάποιου λοστρόμου, Γκασμαδονησιώτη, Φιλιππινέζου μάγειρα, ή ενός θηλαστικού της θαλάσσης) στο αρχιπέλαγος θα μπορούσε να θεωρηθεί μία αμελητέα ποσότης στην ευρύτερη οντότητά του (κοινωνικο-οικονομική, ναυτιλιακή, γεωγραφική, κλιματολογική, κλπ.)...

  1. Ή, μπορεί να αναφέρεται σε αναπάντεχη, απροσδόκητη εμφάνιση ενός φαινομένου ή πράγματος το οποίο, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, μπορεί να «προεξέχει» της γενικότερης στάθμης των πραγμάτων...

Φυσικο-μαθηματικά, αν και απέχουμε πολύ από την κατανόηση των εννοιών της σύγχρονης κοσμολογίας, αλλά γουστάρουμε να την κάνουμε κρεμαστάρια και να την βαφτίζουμε «μπλε», θα μπορούσε να αποσωθεί με τις θεωρίες για παράλληλα σύμπαντα και σκουληκότρυπες....

Στην καθομιλουμένη, το «ξεκάρφωτο», το απιστεύτου, το «ξώμπαρκο» που πετάγεται στη ζωή μας και μας αφήνει σέκους, είναι κάποιες έννοιες που θα μπορούσαν να περιγραφούν από το εν λόγω λήμμα.

  1. Για την ιστορία της φράσης, πιθανότατα ανεφωνήθη δια στόματος τινός λειτουργού των παραμεθορίων νήσων και χερσονήσων (ιδέ το παράδειγμα)...
  1. Μας πήγε τώρα ο Σάββας ο Μπούκερ από τας Σέρρας, σαν μια πούτσα στο Αιγαίο, να μας κάνει το ντι-τζέη και να κατακτήσει την Αμερική...Ανάθεμα κι αν τον ακούσει κανείς στο ντοριτάδικο στο Σαν Ντιέγκο...

  2. Ποιον είδα ρε τις προάλλες; Το Θέμη τον ψηλλό ρε! Στο σταθμό, στην απέναντι αποβάθρα! Ήταν πήχτρα, ρε, σαρδέλες ο κόσμος! Και πεταγόταν η μάπα του σαν μια πούτσα στο Αιγαίο! Καλή φάση!

  3. Ακάκιε! Τρέξε να βαρέσεις τα σήμανδρα! Θαύμα! Φαλλός αναδυόμενος από της θαλάσσης! Του Αγίου Π.. ανήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πορνείο, το χαμαιτυπείο, το βιζιτάδικο, ο οίκος απώλειας και ανοχής, ο τελικός προορισμός της κάθε μπουρδελότσαρκας, το ευαγές ίδρυμα όπου ο μπουρδελάρχης υπενοικιάζει στον μπουρδελιάρη (υπό το φευγαλέο βλέμμα του περαστικού μπουρδελοξεπόρτη) τις υπηρεσίας ενός ξεμπούρδου καραπουταναριού πάνω σε μια λεκιασμένη μπαρόκ μπουρδελιάστρα με υπόκρουση στην καλύτερη περίπτωση μπουρδελέ γαμωτζάζ.

Μεταφορικά, το αχούρι (βλ. τριμπούρδελο, σαν μπουρδέλο σε μετακόμιση).

Εκ του μπορντέλο < ιταλ. bordello < γαλλ. bordel < φραγκικό borde (σανίδα).

το 1980, ολη η Ελλάδα ήτανε γεμάτη όμορφα κ με καμία σχέση με το τώρα μπουρδέλα...
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά ιαχή της μαρίδας κατά αγριοπουστάρας στην παλιά Αθήνα.

Βέβαια, η Φτερού κι η Πάολα, που σύχναζαν στο «Καφέ Σπορ» κοντά στην Ομόνοια (όπως κι ο «Σωτηράκης» Μπέλλου), έβαζαν στη θέση τους τυχόν κουραδόμαγκες και τους βλάχους που τις έκραζαν.

Κάποιος θηλυπρεπής ντιστεγκές, καλούμενος από τον Φωτόπουλο να πάρει παραγγελία, αφού τον πέρασε για γκαρσόνι (φορούσε άσπρο κοστούμι με μαύρο παντελόνι), απήντησε με χάρη: Δεν θα μπορέσωωω!

Οι νεοέλληνες (όπως κι οι νεότουρκοι) αυτο-θεωρούνται πολύ άντρηδοι και σκώπτουν ανηλεώς τις αδερφές, αλλά τα φαινόμενα απατούν.

Αποκαλούν με θυμηδία «πούστηδες» τους Εγγλέζους, επειδή οι αδερφές στην Αλβιόνα κυκλοφορούν ελεύθερα, αλλά όλο σ’ αυτούς τρέχουνε για να σπουδάσουνε. Κατά την ίδια λογική, οι Εγγλέζοι θα πρέπει να είναι και ανάπηροι, αφού τα καροτσάκια μηδαμώς εμποδίζονται να κυκλοφορούν ισότιμα.

Καλύτερα να μην κατεβάσουμε κανα σεντόνι, με παράξενες ιστορίες για κωλοχανεία (τουρκ. κιουλ-χανέδες), τα κιοστέκια, τα ιτς ογλάνια, τα τσιμπούκ τσογλάνια των καπετανέων του βουνού (από Αντρούτσο μέχρι Βελουχιώτη), την μύηση στα επαγγελματικά ινσάφια (σινάφια) της καθ’ ημάς Ανατολής, ούτε και στα καφέ-πουστ της Ευρώπης, όπου μόνιμοι θαμώνες ήταν (και είναι) Ρωμηοί, Άραβες και Τούρκοι...

Εξ άλλου, οι εν Ελλάδι τραβεστί ιερόδουλες πολλαπλασιάζονται σήμερα σαν τα μανιτάρια, ενώ ο Άνταμ Σμίθ διετύπωσε την θεωρία προσφοράς – ζήτησης εδώ και τρεις αιώνες...

- Μαλάκες! Πουστράκι!
- Όοοοοοοοοοοααααααααααα! Πνίχτε τον με λουκουμόσκονη!

Ν. Ασιμος - Όλοι Δηλώνετε Ιδιότητα (από johnblack, 11/09/09)ο Ανδρέας, "η Φτερού" (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/07/10)ALOMA (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/07/10)...έγραφε η "Αυριανή" για τον Μάνο Χατζιδάκι (από σφυρίζων, 04/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χυδαία ύβρις, ακολουθούμενη από επίδειξη του ανδρικού μορίου, που προσκαλεί σε πεολειχία.

Αναφέρεται στην γνωστή έκφραση όχι μόνο προσωποποίησης, αλλά και αγιοποίησης (!) της τσαπούς (βλ. «του Αγίου Πούτσου ανήμερα» = ποτέ/πάρα πολύ αργά σε χρονικό ορίζοντα), ως δήθεν υπαρκτή ημέρα του εορτολογίου, κατά την οποίαν καλούνται οι πιστοί να προσκυνήσουν (και να φιλήσουν) γονυκλινείς την εικόνα του τιμωμένου αγίου. Αν θέλουν μπορούν και να σταυροκοπιούνται.

Χρησιμοποιείται και ως εριστικό, υποτιμητικό και εκδικητικό σκώμμα μετά από πλήρη και οριστική επικράτηση εις βάρος του αντιπάλου, δηλαδή: πάρ' τα μωρή άρρωστη, πάρτα Λίζα και κάντα κορνίζα, πάρ' τ' αρχίδια μου κ.ο.κ.

(Μπάλα) :
-Πιάσ' το Μήτσοοοοο ! Ωχ...
-Γκόοοοοοολ ! Του Αγίου Πούτσου σήμερα αγόρι μου, έλα να προσκυνήσεις, έλα !

Προσκυνητής του Καθολικού St. Peon (από Vrastaman, 08/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ξεχνάς τα προφυλακτικά στο αυτοκίνητο και κάνεις χωρίς αυτά τη φάση.

- Τι έγινε χτες με τη Χαρά;
- Τι να σου πω! Ξέχασα τα προφυλακτικά στο αυτοκίνητο και το κάναμε μπέρμπακ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαπωνική νεανική έκφραση, (απόδοση με λατινικούς χαρακτήρες: gamo-toshiba-n), η εισαγωγή της οποίας αποδίδεται μάλλον εις τον μελετητήν της νεότητος Γιάννη Δαλιαννίδη (ή Ζαν Ντάλ για τους παλαιότερους ή «Πρόξενο» για τους παροικούντας εφήβους το πάρκον των Ιλισίων), διά στόματος Πάνου Μιχαλόπουλου στην ταινία «Τα τσακάλια» (1981).

Εις την γλώσσαν προελεύσεως, μαρτυρεί απέχθειαν προς συγκεκριμένην εταιρία κατασκευής μπαταριών τύπου «n» (εν) λόγω ενδεχομένης χαμηλής ποιότητος (π.χ. πίπτει ταχύτατα).

Μια διαφορετική προσέγγιση εις την ελληνικήν υποδηλώνει οτι ο τοιουτοτρόπως εκφραζόμενος νεαρός, θεωρών οτι έχει φθάσει προώρως εις την θέωσιν, ούτω πως, δύναται να «φουσκώσει» το σύμπαν προκειμένου να γεννηθουν πολλά νέα άστρα εις το στερέωμα (βλ. Monty Python 'Universe song'), παρά τας αστρονομικάς θεωρίας και τα θρησκευτικά θέσφατα.

Δηλώνει την πλήρη αγανάκτησιν ή απόγνωσιν του λέγοντος, ένεκα αναποδιάς.

Συνώνυμα: γαμιέται ο Δίας, γαμώ το ντι-εν-έι μου, τον Αντίχριστό μου, τη θεία κτλ.

- Τί θα γίνει, θα ετοιμαστείς καμιά φορά; Τα παιδιά έχουν διπλοπαρκάρει απο κάτω και κορνάρουνε. Έχουμε κλείσει το δρόμο, κουνήσου!
- Δε βρίσκω το μαγιώ μου, γαμώ το σύμπαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση, που χρησιμοποιείται ως επίδειξη αδιαφορίας έναντι μηδαμινής απειλής προερχομένης εκ στόματος εξ ίσου μηδαμινού υποκειμένου.

Σημαίνει: δε μασάω, σ' έχω χεσμένο, κουνιούνται κτλ.

Ταυτόσημη με: θα μου κλάσεις τ' αρχίδια, μια μάντρα αρχίδια, μια μάντρα λιμουζίνες, δυο μάντρες ταξί , τη μάντρα του Αττίκ, τη Μάνδρα Αττικής κτλ.

Προέρχεται εξ εννοιολογικής συντμήσεως της παροιμιώδους φράσεως: πάρε φόρα κι έλα να μου τα κλάσεις!

-Μαλάκα, έτσι και σε δει τ' αφεντικό να γράφεις αυτές τις μαλακίες στο slang.gr, σ' έχει γαμήσει !

-Πες του να πάρει φόρα και να ' ρθει να με την όπισθεν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified