Further tags

Άνθρωπος εφηβικής ηλικίας που δίνει έντονα την αίσθηση ότι όταν γίνει ενεργός σεξουαλικά θα γίνει γκέης.

Ο Γιώργος ήταν φοβερό πουστάκι μικρός. Πώς έγινε τόσο μουνάκιας μεγαλώνοντας, είναι απορίας άξιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουτάνα (η κανονική) ή, η πηδιόλα γυναίκα.

Χαρχάλα κυριολεκτικά (στη Δ.Κρήτη τουλάστιχον) είναι η σφεντόνα (ετυμολογία δεν ξέρω), που με το χαρακτηριστικό της σχήμα θυμίζει τη γυναίκα που έχει αϋπνίες.

Με ένα σερτς διαπιστώνω ότι χαρχάλα λέγεται και

α. το προϊόν (πχ κινητό) μπακατέλα, αλλά και...
β. το βελανίδι που μαζεύεται το φθινίπωρο... [;].

Επίσης η λέξη πρέπει να χρησιμοποιείτο και από τους Ρεμπέτες (βλ. παράδειγμα 2).

Στην Κρήτη λέγεται και σήμερα, είναι πολύ εύχρηστη.........

  1. - Μωρή χαρχάλα, και το Μανώλη και το Στρατή και το Μανούσο....δεν έχεις αφήσει άντρα για άντρα...

2.- Ετοιμάζω ένα βιβλίο 500 σελίδων για τον Τσιτσάνη. Δεν σημαίνει ότι τον εξιδανικεύω. Ήταν κι αυτός μουτράκι…Πολλοί νομίζουν ότι ο ρεμπέτης είναι τόσο μεγάλο ιδανικό, ώστε αν αξιωθείς να πάρεις άντρα ρεμπέτη θα είναι ο σπουδαιότερος. Κι αν πάρεις ρεμπέτισσα -χαρχάλα και κουφάλα- θα ΄ναι η σπουδαιότερη. Στυλιζαρίσματα και τυποποιήσεις…Μακριά από μας.

από συνέντευξη του Ντίνου Χριστιανόπουλου, εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλό κορίτσι που δεν φέρνει ποτέ αντίρρηση και ωσεκτουτού τα πηδάει όλα, εξ ου και ο χαρακτηρισμός.

- Γιατί είσαι ρε μαλάκα σ' αυτά τα χάλια;
- Άσε, χώρισα με την Μπέτυ...
- Γιατί ρε μαλάκα, καλό κορίτσι ήτανε.
- Άσε με ρε φίλε με την πηδιόλα, μόνο εσύ δεν την έχεις περάσει.
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τους πιο προσβλητικούς χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιεί ο σύγχρονος Έλλην άνδρας για να περιγράψει μια γυναίκα, συνήθως -αλλά όχι απαραίτητα- νεαρή σε ηλικία, η οποία:

  • ντύνεται, μιλάει και συμπεριφέρεται προκλητικά - μάλλον σ' ένα φτηνιάρικο, βλ. και λάικα, και
  • γαμιέται αβέρτα κουβέρτα, αλλά
  • δεν κάθεται σ' αυτόν, ή
  • τού 'κατσε μία και μετά τον έφτυσε

Η λέξη ξεψώλι σχηματίζεται από το επιτατικό πρόθεμα ξε- σε συνδυασμό με την ρίζα ψωλ-(εξ ης και ψωλή, ψωλόχυμα, ψωλότσεπη και πλείστα άλλα) και, τέλος, την ουδέτερη κατάληξη . Το σύνολο σημαίνει μια γκόμενα που είναι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τελείως και μόνον για τον πούτσο. Την αίσθηση της απόλυτης ξεφτίλας επιτείνει κι άλλο η επιλογή κατάληξης ουδέτερου γένους ώστε η γυναίκα να υποβιβάζεται στο επίπεδο πράγματος - όπως π.χ. συμβαίνει και με τη λέξη τσόλι.

Πολλές λέξεις υπάρχουν που, όπως και το ξεψώλι, αποκρυσταλλώνουν μια βαθιά περιφρόνηση προς τις γυναίκες αλλά, ίσως, καμμιά άλλη δεν είναι τόσο απαξιωτική - ίσως γιατί σχεδόν όλες οι άλλες τέτοιες λέξεις έχουν και κάποιες ψιλοθετικές συνδηλώσεις. Για παράδειγμα, οι λέξεις πουτάνα, γαμιόλα, καριόλα και χαμούρα αφήνουν να εννοηθεί ότι την περί ης ο λόγος δεν μπορεί κανείς να την πάρει στα ελαφρά - όλες αυτές οι λέξεις έχουν και την έννοια της πονηριάς και της υπουλίας. Παρομοίως, λέξεις όπως καυλόμουνο και μουνόσκυλο αποπνέουν κάτι το σκληρό. Η ψωλού, η ψωλομαζεύτρα και η πουτσαρπάχτρα έχουν όσο νάναι μια μαγκιά ενώ ο χαρακτηρισμός πουτσανάφτρα είναι σχεδόν κοπλιμάν. Οι λέξεις ξεκωλόμουνο και ξεκωλοπατόμουνο έχουν σαφώς προσβλητική διάθεση αλλά είναι και τόσο εμφανώς κατασκευασμένες που η ισχύς τους ατονεί. Λέξεις όπως μουνίτσα, καυλίτσα, πουτανοκαυλίτσα, γαμιολάκι, τσουλάκι, ψωλίτσα και ψωλέτα είναι και αυτές συγκριτικά ασθενέστερες από το ξεψώλι, προφανώς λόγω της υποκοριστικής κατάληξης. Τέλος, δυο λέξεις που σημασιολογικά είναι ίσως πλησιέστερα στο ξεψώλι, το καβλοράπανο και ο πουτσομεζές, τείνουν πρωτίστως να βγάζουν γέλιο.

Το επιτατικό πρόθεμα ξε- δεν πρέπει να συγχέεται με το στερητικό ξε-. Το επιτατικό ξε- ενισχύει στο μάξιμουμ την σημασία του ρήματος που ακολουθεί, π.χ. ξεκουφαίνω, ξεσκίζω και ξεκωλώνομαι, ενώ το στερητικό ξε- την αναιρεί, π.χ. ξεβιδώνω, ξεπαγώνω και ξεβρακώνομαι.

- Πέρασε κι η Ντίνα ... με το ξεκωλτέ ως συνήθως κι έσερνε κι έναν μαύρο ... - Ασ' το, μωρέ, το ξεψώλι ... ποιος την γαμεί αυτήνα; - Ο μαύρος;;; (Και πάντως όχι εσύ, φιλάρα). - Άει γαμήσου, ρε μαλάκα ... εγώ φταίω που σου μιλάω ...

βλ. και μουνί, καυλόμουνο, αμαρτωλό, τρύπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για κάποιον που πετάγεται και μας διακόπτει συνεχώς την κουβέντα, όπως το πέος πετάγεται όταν το μάτι αντιληφθεί παρουσία θηλυκού στα πέριξ, ανεξαρτήτως λοιπών συνθηκών. Όπως δηλαδή το κάτω κεφάλι αγνοεί το πάνω κεφάλι προκειμένου να εγερθεί. Με αυτόν τον τρόπο θέλουμε να εκφράσουμε την αγανάκτηση μας για κάποιον που επανειλημμένα δείχνει πως δε σέβεται τους ομιλούντες και θέλουμε να εκτονωθούμε έτσι από μία συμπεριφορά που θεωρούμε ανάρμοστη και εκνευριστική.

Τον σιχάθηκα τον Αλέξανδρο. Εκεί που πας να μιλήσεις, σαν πούτσα πετάγεται και σου γαμάει την κουβέντα. Απαράδεκτος ο μαλάκας...

Βλ. και πετάγομαι σαν την πορδή, σφηνόπουτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης ψωροπερήφανος. Είναι για τους σωραίους, τους ζαγοραίους, τους κάγκουρες, τους σγκάγκουρες, για όλους τους νάρκισσους του ντουνιά.

(οι ψωλοπερήφανοι δεν έχουν ανάγκη από παράδειγμα).

(από xalikoutis, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πιστεύει και υπηρετεί τον πούτο, το μουνί στην κυπριακή. Ιδιαίτερη σημασία έχει η κυπριακή προφορά της λέξης, που αν προσπαθήσουμε να την αναπαραστήσουμε γραπτώς θα ήταν κάπως έτσι: πππππουτττόππππιστος.

Συνώνυμα: μουνοείλωτας, μουνόδουλος

- Θα 'ρθεις στου Κώστα το βράδυ; Παίζει ο Θρύλος και έχουμε κανονίσει π. μπ. μπ.
- Δε νομίζω ρε, θα πάμε με την Αννούλα σινεμά, στο καινούριο της Μεγκ Ράιαν…
- Πόσο πουτόπιστος μπορεί να είσαι…

Σχετικά: μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, χαζομούνης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο μικρής ηλικίας, το οποίο προσπαθεί να μεγαλώσει πριν την ώρα του και να εκφέρει απόψεις για πράγματα που αγνοεί.

Φύγε από 'δω ρε πουτσί, που μου έμαθες τι είναι και τα ομόλογα...

Δες και πουτσαράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εστιν ουν ξέκωλο, ανήρ έχων αιμοροεές εκ του πρωκτού κατερχόμενες, αιτιωδώς συσχετιζόμενες μετά των ερωτικών προτιμήσεων.

Ο Δημήτρης είναι ξέκωλο. (τελεία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκατηγορία της γενικότερης έννοιας μουνοβοσκός. Είναι ο άντρας που είναι περιτριγυρισμένος από πολλές γυναίκες αλλά τελικά μένει μόνο στα λόγια και ποτέ δεν προχωράει στα έργα. Έτσι, είναι ο καλύτερος φίλος των γυναικών και ο καλύτερος σύντροφος για τις δύσκολες ημέρες (όπως και οι σερβιέτες). Εκείνο που τον ξεχωρίζει από το μουνοβοσκό είναι η ποιότητα του εμπορεύματος η οποία ως επί το πλείστον είναι για τα μπάζα. Οπότε κατά μια άποψη καλύτερα που μένει μόνο στα λόγια.

- Κοίτα τον μαλάκα, μιλάμε για μεγάλο μπαζοβοσκό. Πάλι λιώμα είναι και κυνηγάει όποιες βρει αλλά μένει πάντα με το πουλί στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified