Further tags

στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Το κοντάρι, ξύλινο μέρος του σκερπανιού βασικού εργαλείου των οικοδόμων μαστόρων κτλ.
  2. Ξύλινο κοντάρι από άλλα εργαλεία γενικότερα (τσάπες, γκασμάδες κτλ.)
  3. Παρομοίωση του πέους με το ξύλινο κοντάρι, το δυνατό, χοντρό και ντούρο πέος.

- Παναγία μου τι στειλιάρι είναι τούτο;;;
- Όλο για σένα καύλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γεννητικά και πρωκτικά κονδυλώματα που προκαλούνται από τον ιό HPV. Με καργιόλια παρασημοφορούνται και παρασημοφορούν κυρίως τα ασκεπή στρώματα.

- μεσα τυπε μου, εχει κατι μουνακια σκετη ζαχαρη
- Ζάχαρι είναι αυτή ; Εμένα για κονδυλώματα μου φαίνονται. Αυτά που στην πιάτσα λένε καργιόλια. Κάνω λάθος ;
(εδώ)

- Και μια και ρωτήθηκε πιο πάνω τα κονδυλώματα μοιάζουν σαν μικρα μικρά κουνουπιδάκια....απο τα χειρότερα αφροδίσια.μπορεί να σε ταλαιπωρήσουν χρόνια ολόκληρα....Και να σας πω κάτι που ισως σε πολλούς δεν είναι γνωστό.Εξαρση παρατηρητε τελευταία στις Ελληνίδες στα καριόλια αυτά.
(εκεί)

Ο γοητευτικός ιός που τα προκαλεί. (από Vrastaman, 13/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. To γνωστό κουρασάν, με λάθος προφορά. Αρτοσκεύασμα από μαλακή ζύμη, με ή χωρίς γέμιση.

  2. Μεταφορικά, το έξω γεννητικό όργανο του άρρενος όταν αυτό παρουσιάζει μυϊκή ατονία ακόμα και μετά το σχετικό χρόνο προθέρμανσης. Υποκοριστικό: το κουρασανάκι.

Επίσης, βλ. μαλακοκαύλης.

  1. - Θα πάω στο περίπτερο, θες κάτι; - Πάρε ένα κουρασάν σοκολάτα. Το φτηνό.

  2. (συζήτηση μεταξύ θηλυκών)
    - Και; Και;
    - Τίποτα… Απογοήτευση. Κουρασανάκι ο Νικόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες από γκέουρα:

Πρώτη μεγάλη κατηγορία:

Δεύτερη μεγάλη κατηγορία:

  • Γκέουρο, εκ του Geuro (> Greek Euro): η προτεινόμενη από τον Tom Mayer (επικεφαλής οικονομολόγου της Deutsche Bank) ονομασία του νέου νομίσματος που ίσως αναγκαστούμε να υιοθετήσουμε οσονούπω. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, ο Ελληνικός λαός θέλει σε συντριπτική πλειοψηφία να παραμείνουμε στο Ευρώ, καταγγέλλοντας όμως και το μνjημόνιο. Με το γκέουρο, γράφει ο Mayer, μπορούμε να έχουμε και την πίτα χορτάτη, και τον σκύλο ακέραιο.

Ας τα πάρουμε από την αρχή: Έστω ότι η επόμενη κυβέρνηση καταγγείλει το μνjημόνιο. Οι τροϊκανοί θα σταματήσουν άμεσα κάθε καταβολή της δανειακής σύμβασης, εκτός φυσικά από την δόση που αφορά στην εξυπηρέτηση των δικών τους δανείων. Λόγω γαμοκαταστάσεως, η κυβέρνηση δεν θα έχει σάλιο να πληρώσει μισθούς και συντάξεις σε Ευρώ. 'Η θα αναγκαστεί να τυπώσει Δραχμές (φορ δε σέϊκ οβ άργκιουμεντ, λέμε ότι δεν θα το κάνει) ή θα εκδώσει «υποσχετικές» – τα γκέουρα – προκειμένου να πληρώσει τους αναξιοπαθούντες δημόσιους υπαλλήλους και συνταξιούχους. Το γκέουρο θα κυκλοφορεί παράλληλα με το Ευρώ και σύντομα θα χρησιμοποιείται για πληρωμή όλων των εγχώριων συναλλαγών. Η αξία του θα είναι τουλάστιχον 50% χαμηλότερη από του Ευρώ. Ωσεκτουτού, η αγοραστική αξία όσων πληρώνονται με γκέουρα θα είναι αντίστοιχα χαμηλότερη. Τα δάνεια των νοικοκυριώνε θα συνεχίσουν όμως να είναι εκπεφρασμένα σε Ευρώ, αντιλαμβάνεσαι λοιπόν πόσο θα τσούζει, Σούζη;

ΟMayer πιστεύει ότι εάν η νέα κυβέρνηση καταφέρει από μόνη της (χωρίς μνjηνμόνιο) να συγυρίσει την οικονομία πετυχαίνοντας πρωτογενή πλεονάσματα, τότε θα μπορέσει να ανταλλάξει τα γκέουρα με Ευρώ, και θα επανέλθουμε χαλαρουίτα 100% στο Ευρώ. Εάν όμως στηρίξει την πολιτική της στο να τυπώνει και να μοιράζει γκέουρα με τη σέσουλα, τότε η θα καταντήσουμε Ζιμπάμπουε της Ευρώπης.

Εναλλακτικά: γκαίουρο.

- Αιδοίου θριξ ναύν έλκει... :lol: :lol: :lol: :lol: Ήθελα να΄ξερα όμως τι θα γινόταν αν η κοπελιά έπεφτε σε κάναν γκαίουρα και δη υστερικό.
(εδώ)

- Κάτω η δραχμή, Ζήτω το Γκέουρο!!
(εκεί)

Γκέουρο; τίποτα πιο χαριτωμένο δεν έχουν να προτείνουν;
(στο βάθος)

- πού θα πάμε; σε δραχμή; σε γκέουρο; σε γρόσια; σε φτερά και πούπουλα;
(στη γωνιά)

- GEURO - ΓΚΟΥΡΟ - ΑΓΚΟΥΡΟ- ΑΓΚΟΥΡΙ ...
(στο φουαγιέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οίκος ανοχής, το σπίτι. O Ηλίας Πετρόπουλος αφήνει να εννοηθεί ότι το σχετικά σπάνιο αυτό λήμμαν προσεγγίζει περισσότερο την έννοια του διαφθορείου παρά του μπουρδέλου. Και πράγματι, οι ελάχιστες καταγραφές στον γούγλη είναι μεταφορικές.

Αντί να αποτολμήσω εικασίες για το πώς κολλάει η έννοια «ρουφιάνος», σας παραπέμπω σε μια εξαιρετική ανάλυση εδώ προκειμένου να αποφασίσουμε μαζί.

Ασίστ: deinosavros.

- Για τον οίκο ανοχής, και γενικότερα, για την στέγη / στέγαση του αποκαλούμενου παράνομου έρωτος διαθέτουμε πολλά συνώνυμα: πουτανόσπιτο / ρουφιανόσπιτο / παλιόσπιτο / πορνόσπιτο / κερχανές ή κερχανάς / πουταναριό / τα δημόσια / τα καλά τα σπίτια ή και απλώς σπίτι. Οι δημοσιογράφοι ελάνσαραν την λέξη διαφθορείον που, για την ακρίβεια, σημαίνει: ρουφιανόσπιτο - και όχι μποντέλο.
(Ηλία Πετρόπουλου, «Το Μπουρδέλο», Εκδόσεις Γράμματα, 1980, σ. 8-9)

- Ρουφιανοσπιτο των λαμόγιων (Βουλη) (εδώ)

- Η καταγγελία της φοροδιαφυγής είναι ρουφιανιά, η φοροδιαφυγή τότε τί είναι; Το γεγονός ότι η οικονομία στενάζει, οι μισθοί κόβονται, και θα κοπούν και άλλο, ότι του ΦΠΑ μένει στο 23%, με τον υδραυλικό να σου κλείνει το μάτι (με απόδειξη 80, χωρίς απόδειξη 60) τί είναι;;; Πάντως αυτό το σύστημα εφαρμόστηκε στη Γερμανία από το ’80 με ουσιαστικά αποτελέσματα. Με τη λογική του «καταγγελία για φοροδιαφυγή είναι ρουφιανιά» τότε και η αποκάλυψη για τα αυθαίρετα των υπουργών είανι ρουφιανιά και τα μπλόγκς που τα αποκαλύπτουν είναι ρουφιανόσπιτα.
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις ή αλλιώς λιμπά, καμπανέλια, καλαμπαλίκια, γκογκόβια. Ιδιαιτέρως ευαίσθητο σημείο της ανδρικής ανατομίας, εκτεθειμένο λόγω της θέσης του στη διαστροφή και το ανύπαρκτο έλεος κάθε περδόμενου, υποζυγίου έλξης, λογοτέχνη ή ζωγράφου, μαγείρου, Ιταλού, Πελοποννήσιου, ζαχαροπλάστη, βοτανοσυλλέκτη, μασκαρά, μουσικού. Ως απόρροια αυτής της αχαρακτήριστης επιθετικότητας, τα δυστυχή κατσαμπάνια πάσχουν συχνά από ιλίγγους με συνοδά φαινόμενα ολικής εξοίδησης.

Ωστόσο, κάποιοι ειδικευμένοι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι η εξοίδηση μπορεί να οφείλεται σε υπαγορευμένες αλαζονικές συμπεριφορές, οπότε και είναι απαραίτητη μια κατά μέτωπον επίθεση για την αποκατάσταση της φυσικής ισορροπίας.

Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες τα κατσαμπάνια αρέσκονται στην ψηλάφηση και τριβή τους με τα νύχια ή τις άκρες των δακτύλων. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατή η αιτιολόγηση αυτής της προτίμησης, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται περί ψεύδους.

Η λέξη είναι πιθανότατα λακωνικής προέλευσης, όπως φαίνεται και από εν εκ των παραδειγμάτων. Προς επίρρωσιν, να αναφέρω ότι την πρωτοάκουσα από τον μακαρίτη τον μπατζανάκη μου, Λάκωνα την καταγωγή.

  1. Τα «κατσαμπάνια» είναι τα αντρικά γεννητικά όργανα εξαιρουμένου του μορίου, οι όρχεις. Η λέξη ισορροπεί με χάρη ανάμεσα στην ευγενική αναφορά του αντικειμένου και στις μάγκικες / χωριάτικες καταβολές του αναφέροντός την, και χρησιμοποιείται κυρίως από μεσήλικες επαρχιακής καταγωγής.
    αριστερό.

  2. ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΣΕ ΓΡΑΦΟΥΝ ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΕ ΜΑΣ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΗΣ ; δεξί.

Επίσης από το νέτι :

ΝΑ ΨΟΦΗΣΟΥΝ ΟΛΟΙ ΤΟΣ. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΕΙΝΑΕΙ Κ ΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΑΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΒΑΣΗΛΗΚΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΞΥΝΟΥΝ ΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ Κ ΤΙΣ ΚΟΛΟΧΑΡΑΜΑΔΕΣ ΤΟΥΣ.

ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΜΑΣ ΡΕ ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΓΥΡΙΣΤΟ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ.
κατσαμπάνια ;.........τελικα τα @ρχιδι@ εχουν πολλα nicks.

Στη Μάνη τα λέμε κατσαμπάνια.

Η γιαγιά μου λέει μερικά μανιάτικα αλλά τα κατσαμπάνια δεν τα έχει ξεστομίσει ποτέ !
(Σ.Σ. Προφ επειδή δεν τα έχει βάλει ποτέ στο στόμα της).

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη του Αριστοφάνη, από το έργο Ειρήνη. Κυριολεκτικά σημαίνει οπίσθια τόσο σπάνια ωραία, που τα βρίσκεις μια φορά στα 5 χρόνια.

- Πω πω ρε φίλε, τι παιδί είναι αυτό, κοίτα ένα κώλο!
- Θεϊκός λέμε, σκέτη πρωκτοπεντετηρίς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στελνω τουίτ, αλλά με την χαριτωμένη έννοια.

Πρώτος ο Τζιπάκος επισήμανε ότι το τουίτ στα ποδανά είναι τιούτ. Κι έτσι άνοιξε ο ασκός του αστειάτορα Αιόλου για κάθε λογής λολοπαίγνιο τ.:

κ.ταλ., κ.ταλ.

- Τοιούτερ: Θα κάνω νέο σόσιαλ νέτγουορκ, Gaybook. Αντί για ποσταρίσματα πουσταρίσματα, αντί για πόουκ, πουτσοσκάμπιλο...
(εδώ)

- Το τουίτ ανάποδα διαβάζεται τιούτ. Μασωνοαδερφάτο παντού. (θα το προωθήσω στην «Ελεύθερη ώρα»! ή να δοκιμάσω και «Ριζοσπάστη»;)
(εκεί)

- Αφού στην πραγματικιά ζωή δεν γελάει κανείς σας με αναγραμματισμοχιουμοράκια. Στο τοιούτερ γιατί μας πρήζουτε τους όρχεις με δαύτα;
(παραπέρα)

- τοιούτερ - το εύθυμο αδερφάκι του twitter.
(χα χα, ευθυμήσαμε πάλι)

(όλα τα παραπένω είναι τιούτ)

Τοιούτοι χαφιέδες τοιουτίζουν τιούτ σε βάρος του Κόμματος (από Vrastaman, 22/06/12)Τοιούτον τοιούτ δεν διενοήθη νους τις, ουδέ έγραψε χειρ τις, αλλά πους τις. (από σφυρίζων, 18/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πέοντος, ή τσουτσουνίου, ή ματζαφλαρίου, ή μπαργαλάτσου, ή, ή, ή... (αυτά τα πολλά παρατσούκλια μάλλον σε σεσημασμένο απατεώνα μου φέρνουν).

Τεσπα, αυτό είναι: Το καυλί, το οποίο (ενίοτε) αίρεται στο ύψος των περιστάσεων. Μη ζητάτε πολλά πολλά, έτσι κι αλλιώς το λήμμα για τον πούτσο είναι...

Ο Γιαννούκος του Γιαννάκη. Ιντερνετική ιστορία ΓΤΠ με θλιβερό τέλος.

Πιό πολύ ξεκαρδίζομαι με τις άθλιες ονομασίες που δίνονται σε ταινίες εδώ πέρα...
Και το πλέον ΓΑΜΑΤΟ: όταν σε καθαρά αμερικάνικες εκφράσεις πετάν ξεκάρφωτα ελληνικά στοιχεία!!! Να λένε π.χ. ελληνικές παροιμίες, να αναφέρονται στον...Καραγκιόζη, την μαλαπέρδα να την λένε Γιαννούκο και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Εκεί

Το μέγεθος του «γιαννούκου» σε απασχολεί από τα μικράτα σου! Από τις πρώτες...επαφές, τις πρώτες συζητήσεις με την παλιοπαρέα, ένα ήταν το θέμα: πόσο την έχεις; στο βρακί.

Πάει να βάλει την καπότα κατευθείαν στον γιαννούκο μου, παθαίνω ένα ελαφρύ σοκ, ούτε καν προσπάθεια να τον σηκώσει ούτε χαδάκια ούτε τπτ...
(Από γνωστό μπουρδελοσάιτ).

Monty Python - 00:18 "So three cheers for your Willy or John Thomas" (από Cunning Linguist, 26/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Χαριτωμενιά για το προσφιλές σε όλους μας μουνί.

Για τους πιο ρομαντικούς, παραπέμπει σε χνουδωτά λούτρινα γούτσου-γούτσου προβατάκια. Για τους πιο βιτσιόζους, σε ένοχες απολαύσεις με το κατσικίδιο.

Clopyright Ironick, στην οποία και αφιερούται.

- χεχε! άρα δηλαδή λοιπόν, η δεκαετία αυτή [80ζ] όχι μόνο άφησε το βάρος της πάνω σε όσους την διένυσαν, αλλά και σε όσους την έζησαν πιτσιρίκια... καλά, γλίτωσες πολλά παρ' όλ' αυτά! γλίτωσες τη βάτα βρε παιδάκι μου, λίγο τό'χεις; γλίτωσες το αξύριστο αμνί, γλίτωσες πράμα... (Ironick, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified