Further tags

Ο άντρας που συνοδεύει πολλές γυναίκες σε έξοδο.

- Πωωωωω ρε φίλε... Με πόσες γκόμενες είναι ο τύπος;
- Άσε μάγκα... Μουνοβοσκός ο τυπάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.

Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που συνέχεια χαλάει τη δουλειά σου. Ο άνθρωπος της ακατάλληλης στιγμής.

Την ώρα που ήμουν έτοιμος να στην βυσματώσω, ο αρχιδογαμιώλαρος χτύπησε το κουδούνι.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευπαρουσίαστη κοπέλα, η όμορφη και σέξυ.

- Πωπω, η Κατερίνα από το σχολείο είναι αυτή ρε; Που ήταν γεμάτη σπυράκια και σώμα σαν άντρας; Πώς έγινε έτσι τούμπανο ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τσόντα + βίος.

Αυτός που ζει από τις πορνοταινίες και τα τσοντοπεριοδικά, συνήθως δεν έχει γκόμενα και συνέχεια παίζει το πουλί του.

-Βρήκε γκόμενα ο τσοντόβιος ή ακόμα παιδεύεται με το χέρι του;

(από patsis, 10/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανίκανος.

-Ρε συ... αυτός δεν μπορεί να γαμήσει ... σκέτος σπερματοζητιάνος.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εύπιστη κοπέλα.

  1. – Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
    – Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...

  2. Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην πράξη του αυνανισμού ή αλλιώς όταν τραβάς μαλακία (μινάρεις). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό αλλά και ως επίθετο.

-Ρε μαγκιά μου, κανά γκομενάκι παίζει;
-Άσε ρε φίλε, τίποτα... Ξενέρα μεγάλη... Έχω ξεσκιστεί στο μινέτο.

Γιάννης : Ωρέ, ωρέεεεεε, μινέτο, κοίτα κάτι βυζά ρεεεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που της αρέσει να «μαζεύει» πούτσες.
Πρόκειται για τη γυναίκα στην οποία αρέσει να κάνει συνέχεια sex, στοματικό ή κανονικό, και επίσης δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα να «πάει» με πολλούς άντρες μαζί (παρτούζα). Συνήθως οι γυναίκες τέτοιου είδους είναι έμπειρες γύρω από το sex και σπάνια κουράζονται.

Παρόμοιες λέξεις: ψωλού, πόρνη, πουτάνα,τσούλα,καρ(γ)ιόλα και άλλα κοσμητικά επίθετα..

- Τελικά την πήδηξες τη Βανέσσα;
- Πωωω τι ψωλομαζεύτρα ήταν αυτή ρε; Την πήρα μαζί με τον Νώντα παρτούζα και μας γονάτισε!!

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για τη γυναίκα (ή τον άντρα gay) της οποίας ο κώλος ή το αιδοίο είναι τόσο ανοιχτό έτσι ώστε να χωράνε περισσότερα από ένα ανδρικά γεννητικά μόρια ταυτοχρόνως.

Τις περισσότερες φορές όμως χρησιμοποιείται ως υπερβολή για να δείξουμε ότι κάποια /-ος είναι τόσο ανοιχτή/-ός στα συγκεκριμένα μέρη του σώματος όσο το άνοιγμα ενός κουβά.

Επίσης, ως πουτσοκουβάς μπορεί να θεωρηθεί και το στόμα κάποιας /-ου αν δέχεται παραπάνω από ένα ανδρικό γεννητικό μόριο.

- Ζορίστικες να την πηδήξεις;
- Μπαα, η κωλάρα της ήταν ολόκληρος πουτσοκουβάς!!

(από Khan, 29/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified