Further tags

Στα νοσοκομεία η απλή αδερφή (νοσοκόμα) λογοδοτεί και υπάγεται στην δικαιοδοσία της προϊσταμένης ορόφου, της αρχι-νοσοκόμας που είναι υπέυθυνη για την ομαλή νοσηλεία των ασθενών ενός ορόφου ή τομέα του νοσοκομείου.

Κατ'αντιστοιχία λοιπόν, η απλή αδερφή δεν φτουράει μια μπροστά στην προϊσταμένη ορόφου. Μιλάμε για την αρχιαδερφάρα, τελειωμένη, κραγμένη, gay over, ξεφωνημένη, τρίπουστα, αδελφή του ελέους, καταπιόλα, τελειωμένη μέχρι το στρίφωμα.

Οι απλές αδερφές απλά κάνουν στην μπάντα και παίρνουν μαθήματα όταν η προϊσταμένη ορόφου επιτελεί έργο. Εντός και εκτός νοσοκομείων.

Συναντάται και ως σκέτο προϊσταμένη.

  1. (ενδονοσοκομειακή χρήση) Από το δωμάτιο σας μπορείτε να επικοινωνείτε με την Προισταμένη του Ορόφου πατώντας το κόκκινο κουμπί της τηλεφωνικής συσκευής του δωματίου σας. εδώ.

2.i (εξωνοσοκομειακή χρήση) -Ααααπ δε τα σηκώνει αυτά ο Ψινάκης. Άκου πρωτοπαλίκαρο!
-Ε μα ναι! Από προισταμένη ορόφου να καταλήξει πρωτοπαλίκαρο;;; Ε όχι! Έχει και ένα επίπεδο! εκεί

2.ii (εξωνοσοκομειακή χρήση) αλεξανδρος (πουσταρα, κραγμενη, αγριοπουστα, αδερφαρα, προισταμενη οροφου, τρελη, που να του αρεσουν τα ντραγκ σοου και να βαφει τα νυχια. παραπέρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσιμπουκλού εις την σλανκολογιοτατικήν αργκό του Ανδρέα Εμπειρίκου.

Εκ της ψωλήςκαι του λείχω.

- Ο Γκρεγκουάρ πανευτυχής και καυλοπυρέσσων, αναστενάζων και λαγνοβοών από τήν µεγάλην ηδονήν που εδοκίµαζε, ευρίσκετο εις τόν Παράδεισον και, καµµύων τούς οφθαλµούς του, έλεγε εις τήν ξανθήν ψωλογλειφίδα λόγια αισχρά, αισχρότατα, ανάµικτα µε τρυφεράς εκφράσεις και επαίνους.

- Κάθε λεπτόν που παρήρχετο έφερνε τόν Αιµίλιον Μπερτιέ και τήν χαρίεσσαν ψωλογλειφίδα πλησιέστερα προς τήν επιδιωκοµένην περιπαθώς ευτυχή έκβασιν.

- Η αγγελική ψωλογλειφίς, καταφανώς εν διεγέρσει πάλιν διατελούσα, εξηκολούθησε με αύξουσαν ζέσιν τήν τρυφεράν της πράξιν.

(όλα από τον «Μέγα Ανατολικό» του Ανδρέα Εμπειρίκου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Yet another υποκοριστικό το προσφιλούς σε όλους και όλες μουνιού, κείνου που μας τρώει, κείνου που μας σώζει.

1.
- Για μουνέλα φόρα παρτίδα στην αμμουδιά.

2.
- Ένα µουνέλο όλο µέλι!... Ένα µουνάκι θαύµα!

3.
- Εντάξει, η κοπέλα ήταν μέτρια εμφανισιακά, με όχι τόσο καλές υποκριτικές ικανότητες και ευρύ(χωρο) μουνέλο. Από την άλλη ήταν ευχάριστη...

4.
- το τριχωτό του άγγελου μουνέλο

5.
Ἀμέσως, ἕνα καταρρακτῶδες, ἠλεκτρικὸ κῦμα ἡδονῆς ξεκίνησε ἀπὸ το κεφάλι τῆς Σελὶν καί, ἀφοῦ διέσχισε τὸ κορμί της κάθετα, ἐκτονώθηκε βίαια στὸ στενὸ καὶ τρυφερὸ μουνέλο της μὲ ἕνα χειμαῤῥῴδη ὀργασμό, ποὺ τὴν ὑποχρέωσε νὰ σπαρταρᾷ σὰ καμακωμένη ζαργάνα, καθὼς μούγκριζε ἀκατάληπτα καὶ ἀνίερα λόγια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολυγαμημένος και ταλαιπωρημένος γυναικείος κόλπος, ο οποίος από τα πολλά πουτσίδια έχει ανοίξει και έχει χαλαρώσει σαν ξεφούσκωτη σαμπρέλα. Ο όρος χρησιμοποιείται και απαξιωτικά για τη γυναίκα που αλλάζει συχνά εραστές.

  1. Τι να γαμήσω ρε Γιώργο από τη γυναίκα μου πλέον; Σα σαμπρέλα είναι το μουνί της!

  2. Μ' αυτή τη σαμπρέλα πήγες και παντρεύτηκες; Νά μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που όπου βρεθεί κι όπου σταθεί κοιτά τα γυναικεία βυζιά σε σημείο που του τρέχουν τα σάλια. Είναι έτοιμος να ξοδέψει πολλά λεφτά για να χουφτώσει ένα ζευγάρι μεγάλα βυζιά. Τη γυναίκα του τη διάλεξε λόγω των μεγάλων βυζιών της κι ας του βγήκε καραπουτάνα και σπάταλη. Τα βυζιά στο μυαλό του λαμβάνουν θείες διαστάσεις και αποτελούν αντικείμενα λατρείας και λόγου ύπαρξης. Υπάρχουν σαφείς προεκτάσεις στα μητρικά βυζιά, τα οποία αποτελούν σύμβολο τροφής, ασφάλειας και σταθερότητας σε τελική ανάλυση.

- Κοίτα ρε πως τρέχει πίσω από τη Γιάννα...
- Κλασσικός βυζόδουλος παιδάκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που με τις πουτανιές της προκαλεί την ανδρική εκσπερμάτωση, η προκλητική, η πρόστυχη.

-Κοίτα ένα μπικίνι που φόρεσε η χυσοψώλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ουσιαστικά δεν κάνει τίποτα, ο οκνηρός, ο αναποτελεσματικός. Κατά μια άλλη έννοια ο φοβισμένος.

  1. - Θα τελειώσει επιτέλους τη δουλειά;
    - Ποιός; Αυτός ο ψωλοκλανιάρης;

  2. - Μπαμπά ο Μήτσος μου είναι ατρόμητος!
    - Ποιός; Αυτός ο ψωλοκλανιάρης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμιάς, αυτός που θα ρίξει ένα φούσκο με την πρώτη ευκαιρία. Κατά μια μεταφορική έννοια αυτός που βάζει τόσο πολύ δουλειά, η οποία μετά δε βγαίνει.

  1. Πω πω ρε συ αυτός ο νοσοκόμος έχει πηδήξει τις μισές συνοδούς. Μεγάλος πουτσοχώστης!

  2. Αυτή η ύλη δε βγαίνει με τίποτα ρε συ! Μεγάλος πουτσοχώστης ο καθηγητής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που του αρέσει να χύνει σε γυναικεία βυζιά. Κατά μια ευρύτερη έννοια ο γαμάουας που προσφέρει απλόχερα τα «δώρα» του στη γυναίκα.

Αχ, Καλλιόπη μου, μεγάλος βυζοχύσης ο Πάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που ξέρει να ερεθίζει σεξουαλικά και να σηκώνει τους πούτσους των αντρών με αυτά που φοράει (μίνι μέχρι τον αφαλό, αβυσσαλέα ντεκολτέ), και με τον τρόπο συμπεριφοράς που είναι ανάφτρα. Τώρα το αν σου κάθεται μετά είναι μια άλλη ιστορία.

Τι σταυροπόδια είναι αυτά που κάνει η Τσαπανίδου! Μεγάλη σηκώστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified