Further tags

Φαρομανάω: εκ του φαρί (νεαρό δυνατό άλογο) + μαίνομαι (είμαι θυμωμένος, είμαι σε οίστρο).

Κατά την όψιμη Άνοιξη δηλαδή, οι γκόμενες είναι έτοιμες για ζευγάρωμα, για βάτεμα.

- Πω-πω οι λυσσάρες, πώς κάνουν με το μαλάκα, μα είναι ωραίος αυτός ο χλιμίτζουρας;
- Ωραίος ξεωραίος, δεν έχει να κάνει. Δεν το ξέρεις; Τον Απρίλη και το Μάη, το μουνί φαρομανάει...

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε εύκολες γυναίκες, οι οποίες προσφέρουν υψηλές πιθανότητες επιτυχίας.

Δευτερευόντως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τύπισσες οι οποίες δεν είναι εύκολες σε Κ.Σ., αλλά που για κάποιον λόγο αυτό έχει αλλάξει προσωρινά.

  1. - Μαλάκα, κοίτα αυτό το μωρό με τον κόφτη. Τελείως ξεκωλαρέ έχει σκάσει.
    - Όντως, κληρώνει. Πάω να γίνω πλασίμπο.

  2. - Ρε, χώσου στη Μαρία, μην είσαι κορόιδο.
    - Όχι ρε μαλάκα, έχω φάει χυλό στο παρελθόν.
    - Ναι αλλά χώρισε πρόσφατα και τώρα κληρώνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι έτσι και έτσι, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη.

Χρησιμοποιείται όταν ο μπήχτης βάζει από υποχρέωση, απλά και μόνο επειδή του ζητείται από την δικιά του, χωρίς ο ίδιος να γουστάρει εκείνη τη χρονική στιγμή.

Ο βάζων ντεμί συνήθως δεν ολοκληρώνει τη συνουσία, αφήνοντας το μωρό του ντεμί-ικανοποιημένη.

- Πώς πάει ρε, διαβάζεις καθόλου για τις εξετάσεις;
- Ε προσπαθώ, αλλά έχω και τη δικιά μου που θέλει όλο κόλπα και δεν προλαβαίνω, τι να κάνω δεν ξέρω, άσ' τα.
- Θα σου πω εγώ ρε. Βάλε ντεμί και διάβασε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως κάθομαι σε μια καρέκλα, σε ένα πεζούλι, στον καναπέ. Μπορώ όμως να κάτσω και πάνω σε κάποιον. Στα γόνατά του, ας πούμε. Αν όμως προτιμήσω κάτι άλλο, λίγο πιο πέρα από τα γόνατά του, τότε λέμε «του κάθομαι». Δηλαδή παθαίνω αυτό που έπαθε με καρεκλοπόδαρο η Μαίρη Χρονοπούλου σε μια ταινία κι έχασε την παρθενιά της (διορθώστε με αν δίνω λάθος πληροφορίες). Μόνο που δεν χάνω απαραιτήτως την παρθενιά μου, ούτε πρόκειται για απλό καρεκλοπόδαρο, αλλά για το βασικό εργαλείο που διαθέτει αυτός που του κάθομαι.

Παραλλαγές: Πρώτον, δεν είναι ανάγκη να φανταζόμαστε κάποιον καθιστό και μια γκόμενα πάνω στο τέτοιο του. Όχι πως έχει πρόβλημα η στάση αυτή, αλλά μπορούμε να φανταστούμε και όποια άλλη στάση κλπ θέλουμε.

Έπειτα, η έκφραση ισχύει και για τις γυναίκες. Ωσεκτουτού είναι και μεταφορική.

Άλλο: κυριολεκτικά και μεταφορικά λέμε και «καθίζω σε κάποιον /-α κάτι», του την καθίζω δηλαδή. Μπορεί όμως να είναι οτιδήποτε σεξουαλικό αυτό το «κάτι», εννοείται.

Τέλος υπάρχει και μια άλλη σημασία: στην έκφραση «μού 'κατσε», σημαίνει είτε ήμουν τυχερός, μου έτυχε κελεπούρι, ή κάποιος μου είναι ανάντεχος, ανυπόφορος και δεν μπορώ να τον ξεφορτωθώ (κυριολεκτικά, άμα μου έχει κατσικωθεί, και μεταφορικά άμα δεν μπορώ να τον βγάλω από το μυαλό μου).

Τα παραδείγματα θα τα εξηγήσουν όλα.

  1. Μαλάκα, μπαίνω στο δωμάτιο να πάρω το μπουφάν μου και βλέπω τη Σούλα να τού 'χει κάτσει του κυρ Μήτσου για τα καλά!
    - Και;
    - Χαμπάρι δεν πήραν! την έκανα με ελαφρά...

  2. Τι νέα με την Αλίκη; Της έκατσε κανα καλό τελικά;

3.α. Πολύ μου κουνάει τον κώλο της η Δεσποινούλα, άμα της τον κάτσω θα σου πω εγώ...

3.β. - Για πες για πες, τι έγινε με τον Αντώνη;
- Ά τον αλήτη, εκεί που ήμασταν γλυκά-γλυκά μαζί, μου καθίζει ένα πουτσοσκάμπιλο, μου 'ρθε νταμπλάς!
- Σιγά μωρή παρθενοπιπίτσα...

  1. Πώς κάνεις έτσι ρε φίλε, άμα δεν σου κάτσει αυτό που θες είσαι απάλευτος...

  2. Τι νέα;
    - Τι νέα ρε μαλάκα, που μού 'χει κάτσει δέκα μέρες τώρα στο σπίτι ο Παύλος και δε λέει να φύγει...

  3. Κάτι δεν μου κάθεται καλά με αυτόν τον τύπο (ή Δεν μου κάθεται καλά αυτός ο τύπος)...
    - Γιατί;
    - Δεν ξέρω, αλλά δε μ' αρέσει η φάτσα του καθόλου. Το νού σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεταφορά αυτή λοιπόν χρησιμοποιείται για τους μουνόδουλους, τα όντα που όταν δουν οτιδήποτε θηλυκό γίνονται μπουχοί και το παίρνουν από πίσω. Περιγράφει γλαφυρά την δύναμη της γυναίκας και την επιρροή της πάνω στο ανδρικό φύλο.

Εγώ πάντως το εκλαμβάνω ως εξής: ο άντρας για να ρίξει σεχ θα κάνει ότι πιο μαλακισμένο θέλημα του ζητηθεί από το εν λόγω θηλυκό.

— Πάει και ο Σάκης, τον είδες; Όλα τα ψώνια τις πληρώνει.
— Μουνόδουλος τέζα. Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...

(από Galadriel, 14/09/12)

Βλ. επίσης και το μουνί σέρνει καράβι και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή που δίνει άνδρας σε γυναίκα (ή και άνδρα) μετά από ένα ξεγυρισμένο τσιμπούκωμα, ακριβώς τη στιγμή που αυτή (ή αυτός) βρίσκεται με τα μόλις εκτοξευθέντα φλόκια στο στόμα του. Υπάρχουν δύο δυνατότητες: α) η λεγάμενη / ο λεγάμενος να έχει ήδη καταπιεί τα φλόκια, οπότε η ευχή είναι κυριολεκτική, β) να βρίσκεται σε δίλημμα για το αν θα τα καταπιεί ή όχι, οπότε τον ενθαρρύνουμε με αυτή την ευχούλα.

(ο γκόμενος μόλις ανακουφισμένος) - Ααααα... (η γκόμενα με μπουκωμένη προφορά) - Γκαι ντώ'α, Μηνά μου;
- Καλή χώνεψη, μωράκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που προκύπτει από τη παραφθορά της λέξης κουλούρι για να δηλώσει τον ανδρικό ή γυναικείο πρωκτό. Δεν πρέπει να προκαλεί καμία έκπληξη δεδομένου του σχήματος του κουλουριού (στρογγυλό με τρύπα στη μέση) αλλά και της ίδιας της υπόστασης του ως διατροφικό προϊόν, δηλαδή ενός εξαιρετικά δημοφιλούς εδέσματος που όλοι σπεύδουν να το ζητήσουν και να το καταναλώσουν. Σημειωτέον πως το κωλούρι είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ανδρικό κοινό, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν χαίρει εκτίμησης και από το γυναικείο.

Για λόγους υγείας και υγιεινής, το κωλούρι είναι καλύτερο σκέτο, δηλαδή χωρίς γέμιση. Αν και αυτό πάλι είναι θέμα καθαρά γούστου και -πάνω απ' όλα- βίτσιου.

- Τι είναι αυτό που θα σας κάνει να θέλετε να συζητήσετε με μια κοπέλα; κ ποιο χαρακτηριστικό είναι αυτό που σας κάνει να την γουστάρετε τρελά; πάντα ήθελα να μάθω...

- Το σπίτι που μένει και σε ποιά περιοχή, το αυτοκίνητο που οδηγεί, το ρολόι π
που φοράει, αν έχει δικιά της επιχείρηση και αν δίνει κωλούρι. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για άτομα που ενδιαφέρονται αποκλειστικά για σεξουαλική επαφή. Κατά συνέπεια, δεν ενδιαφέρονται διόλου για το πρόσωπο του στόχου τους, και στρέφουν το λάγνο βλέμμα τους κατευθείαν στην περιοχή των γεννητικών οργάνων.

- Κοίτα ρε φίλε το πουρό απέναντι πώς με χαλβαδιάζει. Από την ώρα που μπήκα στο μαγαζί με κοιτάει στο ύψος του πούτσου.

- Πώς περάσατε χτες ρε;
- Άσε μαλάκα, το μαγαζί είχε μόνο ντεσπεράντο γκόμενες. Κοίταζαν αποκλειστικά στο ύψος του πούτσου.

- Προχτές ρε φίλε πήγα Γκάζι και έφριξα. Όλα τα στρακιαπού με κοίταζαν στο ύψος του πούτσου.
- Ε ρε παπάρα κι εσύ, αφού πήγες Γκέιζι, τι περίμενες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικά πρόκειται για δύο όρους:

  1. τοποθετώ: συνώνυμο για προχωρημένους του βάζω.

  2. κάπου ζεστά: αναφέρεται στο αιδοίο, το οποίο ως γνωστόν χαρακτηρίζεται από υψηλές θερμοκρασίες για να ευνοεί την τεκνοποίηση και γενικά προσφέρει ιδανικές συνθήκες για να τοποθετήσει κανείς (αυτο-αναφορικός ορισμός).

Συνήθως όμως, και για λόγους σλανγκικής αρτιότητας, οι δύο όροι χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα.

  1. - Ρε φίλε, πάει καιρός που είχα γυναίκα. Πρέπει επειγόντως να τοποθετήσω κάπου ζεστά.

  2. - Γνώρισα ένα καλό μουνάκι χτες και πήρα facebook.
    - Και πώς το βλέπεις; Θα τοποθετήσεις;
    - Έτσι λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σε περιπτώσεις θέασης κάποιας πολύ όμορφης και θελκτικής γυναίκας.

Προέρχεται από την πασίγνωστη κίνηση «Αγιούγκεν» των Ryu και Ken στο βιντεοπαιχνίδι πολεμικών τεχνών Street Fighter, κατά την οποία ο ήρωας ίπταται από κάτω προς τα πάνω με σηκωμένο το χέρι του, δημιουργώντας έτσι μια ακατανίκητη γροθιά. Αν φανταστείτε τεντωμένο το μεσαίο δάχτυλο αντί για γροθιά, θα καταλάβετε την προέλευση της φράσης.

- Ρε φίλε, κοίτα έναν απίστευτο μούναρο!
- Μαλάκα, έλεος! Θέλω να της κάνω αγιούγκεν με κωλοδάχτυλο, και μετά να της τον περτσινώσω.

Street fighter Alpha 2. Πιο πρόσφατη έκδοση από την κλασική αλλά το ίδιο είναι. (από patsis, 02/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified