Further tags

Με την έννοια του «πολύ ωραία γκόμενα» (και ουχί την παιδόφιλη τοιαύτη).

Η έκφραση χρησιμοποιείται τόσο για λιμπιντιάρικα παστάκια όσο και για πουτσανάφτρες μιλφέιγ.

- Andriana Lima ……Πολύ παιδί μιλάμε… (Από εδώ)

Πολύ παιδί μιλάμε! (από Vrastaman, 16/05/09)Μα πάρα πολύ όμως. (από Jonas, 18/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το λέει και ο συνδυασμός λέξεων κρεμαστάρια είναι τα β(υ)ζ(ι)ά που είναι τεράστια (μαστάρια), αλλά λόγω της βαρύτητας κρέμονται (χρειάζεται να γράψω κρέμα;).

Βρίσκονται κυρίως στα μιλφέιγ και στα τζιλφέιγ, αλλά δεν είναι απίθανο να δείτε και σε νεαρότερες ηλικίες.

Απαραίτητα επιπλέον χαρακτηριστικά είναι η καμπουρίτσα λόγω του βάρους που πρέπει να σηκωθεί, οι στηθόδεσμοι με γάντζους τόσο μεγάλους και ισχυρούς πίσω που φαίνονται από κάτω από τη μπλούζα, λιγούρια που περιφέρονται γύρω από την κρεμασταρού και δέκα λίτρα σάλιο στο έδαφος.

Από τα ακριβώς παραπάνω γίνεται φανερό ότι τα κρεμαστάρια δεν είναι απαραίτητα αντιαισθητικά, αν και τις περισσότερες φορές είναι, γιατί υπάρχει και η νοοτροπία του όσο περισσότερο βυζί τόσο το καλύτερο. Οπότε το ότι δεν είναι στητά δεν αποτελεί πρόβλημα γιατί το συγκριτικό (κατά Ρικάρντο) πλεονέκτημά τους είναι στο μέγεθος. Νταβάι.

(Δύο φίλοι συζητούν)

Φίλος Α: Την είδες την γκόμενα του Τάκη; Αστέρι φίλε (Β).
Φίλος Β: Σιγά μωρέ, τα είδες τα βυζιά της; Μέχρι το πάτωμα φτάνουν τα κρεμαστάρια της.
Φίλος Α: Όχι φίλε (Β), όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Φίλος Β: Με είπες αλεπού ή δεν κατάλαβες τη λέξη;

(από Βασίλης-7, 14/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα αμτβ. ενεργ., κυρίως απαντώμενο σε στιγμιαίους χρόνους και δη παρελθοντικούς. Αναφέρεται σε κοπέλα και σημαίνει αποκτώ, μάλλον αιφνιδιαστικώς, σέξυ γυναικεία χαρακτηριστικά, εξελίσσεται η εμφάνισή μου, από αδιάφορη ή έστω απλά γαμήσιμη, σε παστάκι ή και μουνάρα.

- Είδες την Μαίρη τώρα τελευταία;
- Όχι, γιατί;
- Πώς μούνεψε έτσι ρε παιδάκι μου. Καμία σχέση με το Λύκειο που την ξέραμε. Κουκλάρα σου λέω!
- Θα χώρισε με τον μαλάκα και πρόσεξε λίγο τον εαυτό της η κοπέλα...

I agree with Snape. (από Galadriel, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης για υπερμέγεθες πέος!!!

2 φίλες μεταξύ τους:
- Καλά... πες μου ότι εχτές πηδήχτηκες με το Νίκο!!!
- Ναιιιιιιιιι!!!... σου λέω έσπασε το κρεβάτι!!!
- Από εργαλείο τι λέει;
- Σου μιλάω για μεγάάάάάλη κουμούτσα!!!!!!!
- Πωωωωωωωωω.................

βλ. και γκουμούτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρόσωμη γυναίκα, ηλικίας 16-26, με εμφάνιση περισσότερο σεξουαλική παρά αισθητικά όμορφη. Ο ορισμός παίρνει και εξτένσιον για τις πιο ψηλές κατά τα εννοιολογικά γούστα του ομιλητή (αλλά και το μπόι του).

Αν και μικρόστηθα τα σκαστράκια αναπληρώνουν τη χαμένη σεξουαλικότητα του μπούστου με πισινό υψηλού κέρβατουρ και λυγερή μέση. Υπάρχουν ένα-δύο μαξ ανά γυναικεία παρέα και συνήθως ακολουθούν τις γενικότερες δυνάμεις συνοχής σε ζεύγη, ειδικά όταν κατευθύνονται προς το wc. Ανθίζουν το καλοκαίρι οπότε και βρίσκουν την ευκαιρία να τονίσουν τις λεπτομέρειες στις οποίες επικεντρώνεται ο αντρικός πληθυσμός.

Συνήθως αποτελούν κόρες των κατά τα '80s μανουλιών και είναι φυσικές κοινωνοί ενός μεγαλειώδους legacy.

Φαρμακερό σκαστράκι η μελαχρινή στο μπαρ.

Σκάστρα (από GATZMAN, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως μπορείτε να φανταστείτε από την ετυμολογία, ο έχων τρία πόδια.

Η διαφορά με άλλες λέξεις που έχουν παρόμοια ετυμολογία (π.χ. δί-ποδο, τρί-ποδας) έγκειται στο ότι ο αριθμητικός προσδιορισμός δεν αναφέρεται σε ομοειδή πράγματα.

Δηλαδή, ο έχων τρία πόδια έχει φυσικά μόνο δυο πόδια, αλλά κι έναν μπαργαλάτσο να, με το συμπάθιο, που από μακριά ομοιάζει με τρίτο πόδι. Η παρούσα κατάσταση συναντάται συνήθως σε άτομα αφρικανικής καταγωγής γνωστούς και ως interarapican.

Disclaimer: Προσοχή! Αυτή είναι μια σλανγκική χρήση της λέξεως. Να με συγχωρήσουνε τυχόν άτομα, που για λόγους γενετικών ανωμαλιών, έχουν όντως τρία πόδια…

(σε παραλία γυμνιστών) - Πω τον φούστη, τον τρίποδο... τι τσαπού είναι αυτή! Ντρέπομαι σου λέω! Το δικό μου είναι σαν γαριδάκι μπροστά του! Σίγουρα θα φοράει παντελόνι με τρία μπατζάκια! Πάμε να φύγουμε ρε συ, αν σκοντάψει με τα φλιπ φλοπ πάνω μας, τη γαμήσαμε!

τριποδας (από BuBis, 09/05/09)τριποδος (από BuBis, 09/05/09)να πουμε και μια μαλακια! (από BuBis, 09/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προσωρινό αιμάτωμα που προκαλείται στο δέρμα από ρουφηχτό φιλί σε συνδυασμό πιθανώς με δάγκωμα –αποτέλεσμα συνεπώς κυριολεκτικής ρουφοδάγκας–, κατά τη διάρκεια ερωτικής περίπτυξης.

Σε εμφανή μέρη (λαιμός, χέρια) για τις εφηβικές ηλικίες και σε πιο απόκρυφα για τις μετεφηβικές, πρόκειται τόσο για παραδοσιακό τρόπο μαρκαρίσματος του άλλου μισού όσο και για υποδειγματική αφορμή παρεΐστικου κουτσομπολιού και καζούρας.

Λέγεται και ρούφηγμα.

ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Χφ! Ο τέτοιος είναι πάλι; Ο γκόμενός σου;
ΕΥΑ: Μισό να απαντήσω...
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Του έχεις πεί οτι είσαι εδώ;
ΕΥΑ: Σου εξήγησα, δέν έχουμε μυστικά μεταξύ μας. Αλλα εφόσον δέν αλλάζουν τα συναισθήματά μου προς αυτόν έχω την άδειά του να...
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Τέλος πάντων. Σόρι αλλα δέν μπορώ να τ' ακούω.
ΕΥΑ: Μωράκι; Είσαι οκέι;
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Απόψε είσαι όλη δικιά μου. Μόνο αυτό με νοιάζει...

[σ.ς.: Μετά 'πο αρκετή ώρα...]

ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Έλα εδώ, καυτή γκομενίτσα...
ΕΥΑ: Άχ... Εμ... Μόνο... Μή μου αφήσεις πιπιλιά, έ;

(Η. Κυριαζής, «Manifesto Δύο»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακούστηκε από αγανακτισμένο τσοντοθεατή στο «Εσπέρια» όταν στην οθόνη αποκαλύφθηκε το δασύτριχο και μελανό αιδοίο της «πρωταγωνίστριας» (φυσικά τα κωκ απογειώθηκαν με μιας και όλοι εμείς τρέχαμε να κρυφτούμε κάτω από τον εξώστη... Ωραίες και αξέχαστες εποχές για όσους τις έζησαν).

(Δεν υπάρχουν πια αξύριστες γκόμενες στις τσόντες) χαχαχα !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σπυριά (ακμή) που εμφανίζονται στο πρόσωπο της πλειονότητας των αρσενικών εφήβων και αποδίδονται στα αποτελέσματα της γνωστής πράξης (μαλακία), απόρροια των αυξημένων ορμονών.

- Ρε Μπάμπη, κόψε λίγο τη μαλακία, έχεις γεμίσει καυλόσπυρα.
- Άσε, κόλλησα στο porntube το σουκού και ξεχάστηκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο gay γυμνιστής που περιφέρεται στην παραλία χαρωπός με το τσουτσούνι έξω. Κατ' επέκταση, τσουτσουνέλους λέμε και αυτούς που ανεξαρτήτα από τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις πετούν ακομπλεξάριστα τον παργαλάτσο τους σε δημόσια θέα όποτε τους δοθεί η ευκαιρία (παράδειγμα 2).

Η λέξη προήλθε προφανώς από το ζουζουνέλος (= ο πολύ τσαχπίνης, σε βαθμό παρεξηγήσεως).

  1. - ...πάμε λοιπόν στα Κουφονήσια σε μια ερημική παραλία και εκεί που νομίζαμε πως ήμασταν μόνοι, ξαφνικά σκάνε δύο τσουτσουνέλοι από κάτι βραχάκια...

  2. - Τον έχεις δει αυτόν τον γέρο που έρχεται στον γυμναστήριο;
    - Αυτόν που τριγυρνάει στα αποδυτήρια με τον πέοντα έξω λες;
    - Ναι, αυτόν τον τσουτσουνέλο!

Τσουτσουνέλοι εισαγωγής. (από Cunning Linguist, 26/04/09)Monty Python - The Penis Song (από Cunning Linguist, 11/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified