Selected tags

Further tags

Κατά το «υγιεινή διατροφή», είναι η σεξουαλική διαστροφή που κάνει καλό στην υγεία, λόγω γυμναστικής άσκησης κ.τ.ο. Την αποφεύγουν κακώς οι δύσπουτσοι.

Ασίστ: Τζίμης Πανούσης μέσω Χαλικούτη και margie.

- Αδυνάτισε ο Πέρι, αλλά κι έχτισε κιόλας.
- Τρώει υγιεινή διαστροφή με τον μπαρμπα-Μπρίλιο! Πρώτα κάνει τζόγκινγκ γιατί ο γερομπινές τον κυνηγάει να τον γαμήσει, και μετά ενόργανη γυμναστική. Πολύ υγιεινές συνήθειες!

Χαλικουτόμηδο (από Hank, 11/03/09)(από Khan, 18/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικός ελληνικός γυναικότυπος που χαρακτηρίζεται από χυμώδη και ζουμπουρλούδικη ανατομία με αεροδυναμικές καμπύλες και σφριγηλά σφαιρικά θέλγητρα.

Μπορεί να μη έχει το κορμί-λαμπάδα μιας λεβεντομούνας, αλλά υπερχειλίζει σπιρτάδα, θηλυκότητά και τσαχπινιά με αποτέλεσμα το πιτσολόμετρο κάθε αρσενικού να βαράει τιλτ. Πρόκειται για Κορμί που προσφέρεται για άπλετη απτική αναψυχή. Σε αντίθεση με τον φθισικό και κοκαλιάρικο της ανταγωνισμό, η Φρατζολίνα Ζολί είναι ονειρική βυζού, διαθέτει κώλο αναφοράς, στρατηγικά πιασίματα και εξαίσια μπουτάκια σαν φρεσκοφουρνιστά φρατζολάκια.

Εχθρός της Φρατζολίνας η μάσα. Δεδομένου δε ότι δεν κοπανιέται νυχθημερόν στα γυμναστήρια όπως οι λεβεντομούνες, είναι επιρρεπής στην παχυσαρκία. Ζυγίζεται λοιπόν με ζήλο καθημερνά και αν ποτέ ξεφεύγει λιγάκι αμέσως κάνει κωλόκρυψη, δίαιτα και παραλείβεται με κρέμες μέχρι να ξαναβρεί τα ίσια της.

Με κόπο και υπομονή πολλές Φρατζολίνες παραμένουν θεόμουνα σε βάθος χρόνου. Άλλες πάλι υποκύπτουν στο δέλεαρ των υδατανθράκων και καταλήγουν γαλακτερά βασταγερά ή φακλάνες.

Υπάρχουν πολλές γουάναμπι Φρατζολίνες με σωματότυπο αχλαδιού. Ωστόσο, η δυσανάλογα μεγάλη περιφέρειά τους, τα μπανανόβυζα και η κυτταρίτιδά τους τις καθιστούν ελάχιστα έως καθόλου θελκτικές, εκτός εάν συνεπικουρήσουν το αλκοόλ ή/και άλλα κρυφά χαρίσματα.

Ασσιστ: Angelina Jolie

Λίλιαν: Βύζους Κράιστ, φιλενάδα! Είδες με τι έσκασε μύτη στο μπαρ το Πέρι; Φτυστή η γκόμενα που παίζει την Λάρα αλλά στο πιο ρουμπενσινοκίνητο!

Λάουρα: Εννοείς την Φρατζολίνα Ζολί! Καλά τι γυρεύει μαζί της ο ξεφτιλισμένος;

Λίλιαν: Ξεκόλλα με το παρελθόν, το θέμα είναι να μας γνωρίσει το αμαρτωλό τωωωωρα!

H Angelina και η Φρατζολίνα - με το χέρι στη καρδιά, ποιά προτιμάτε? (από Vrastaman, 11/03/09)Ράνια Θρασκιά - Φρατζολίνα φοσό! (από Vrastaman, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Η γυναίκα, που όπως η Κάρε Ότις στην ταινία «Άγρια Ορχιδαία» κάνει τα αρχιδάκια του κάθε αρσενικού να παθαίνουν ταράκουλο από την υπερπαραγωγή σπερματοζωαρίων.

  2. Ο άνθρωπος που έχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ιδιότητες σε άγριο βαθμό: αρχίδι, αρχιδόπουστας, αρχίδαμος, αρχιδολεβιές σπασαρχίδης ή και σλανγκαρχίδης-σλανγκαρχίδω.

Κάντε το τεστ του Vrastaman στο λήμμα σλανγκαρχίδης, ο - σλανγκαρχίδω, η κι αν έχετε 9 με 10 βαθμούς, τότε είστε άγρια (σλανγκ-)αρχιδαία, αγγλιστί: Wild Slang-orchid !

Άγρια Ορχιδαία & Αρχιδαία! (από Dirty Talking, 11/03/09)Άγρια Ορχιδαία απλώς. (από Dirty Talking, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο παιδέρας συνθηματικά.
  2. Ο μεγάλης ηλικίας άνδρας που κυνηγάει μικρά κοριτσάκια. Λέγεται και λολιτοφάγος.

Ο Τάκης είναι κλασικός παιδίατρος. Άμα το μικρό έχει βγάλει δόντια, δεν το κοιτάει καθόλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το αντίθετο του λολιτοφάγου. (Από το πουρό + killer). Ο πουροδολοφόνος. Αυτός που την βρίσκει μόνο με ώριμες και υπερώριμες κυρίες. Μερικοί τον αποκαλούν και νεκροθάφτη.

  2. Αυτός που έχει ως επάγγελμα την ως άνω ασχολία. Το ζιγκόλι.

Ο Παναγιώτης είναι ο μεγαλύτερος χομπίστας πουροκίλερ του Βύρωνα και των γύρω περιοχών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η λυσσασμένη για πούτσο γκόμενα. Αυτή που όταν βλέπει ψωλή διαθέσιμη δεν υπολογίζει τίποτα.
  2. Ο αγριογκέι.

Η λυσσάρα μας έφαγε όλους τους άντρες. Δεν έχει αφήσει ούτε ένα παπάρι να πέσει κάτω...

Μακριά από τις λυσσάρες που ξέρουν σκοποβολή (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτική εκδοχή της λέξης ζιγκολό. Ο παρέχων τις υπηρεσίες του τοις μετρητοίς σε μοναχικές γυναίκες κάποιας ηλικίας. (Και καμμιά φορά σε ζευγάρια αλλά μόνο ενεργητικός και μόνο με την γυναίκα). Εκτός από το στρέιτ ζιγκόλι υπάρχει και το πουστροζιγκόλι.

- Είδα την Βάνα με ένα ζιγκόλι. - Μόνο με ένα;

Μαύρα μου νιάτα και πού τσαλακωθήκατε (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζιγκόλι ειδικευμένο σε γκέι πελάτες. Συνήθως ψιλο-μπάι γιατί άμα τύχει πάει και με γυναίκες. Τα κάνει όλα, γι αυτό λέγεται και πασπαρτού (όπως το κλειδί).

- Εκείνο το πουστροζιγκόλι τον Χ. τον είχανε γαμήσει στο Γυμνάσιο.

Εργασία και χαρά  (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασπαρτού (passe partout):
Το πουστροζιγκόλι, γιατί παίζει παντού. Και σε ξερό και σε χορτάρι.

(Τσατσά στο τηλέφωνο)
- Συγνώμη κύριε Π. αλλά δεν μπορώ να σας βρώ πασπαρτού για σήμερα. Είναι όλοι αγκαζέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...δεν αξίζει! Το σύνθημα ζωής του παιδέρα ειπωμένο με μια δόση υπερβολής.

- Πώς πας ρε λολιτοφάγε; Την στρίμωξες την λολίτα;
- Μπα, με ξενέρωσε! Μεγάλη μου πέφτει! - Τι μεγάλη, 13 Μαιών νουαζέτα!
- Μωρ' άμα η γυναίκα βγάλει δόντια!... Κλάφτα!
- Αδιόρθωτος είσαι, φιλάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified