Selected tags

Further tags

Συνήθως γυναίκα που αρέσκεται να καταπίνει το σπέρμα δίχως φειδώ, αιδώ κι αμφιβολίες. Μάλιστα, ο ρυθμός πόσης του είναι αντιστρόφως ανάλογος με την καθαρότητα αυτού που την σπερμοχύνει. Άλλο στοιχείο που χαρακτηρίζει μια καταπιοσπερμιόλα είναι πως ζει για να καταπίνει.

Χμ... μια υπέροχη σύνθετη λέξη αποτελούμενη ουσιαστικά από τις ρίζες των κάτωθι:
ρήμα: καταπίνω (να καταπιώ)
ουσιαστικό: σπέρμα(το... γνωστό παχύρρευστο και κατέχων εξέχουσα και ξεχωριστή θέση στις καρδιές... εχμ, πιο σωστά στα λαρύγγια, αλησμόνητων κυριών-ενίοτε και «κύριων»)
και την κατάληξη του επιθετικού προσδιορισμού γαμιόλα

τουτέστιν ΚΑΤΑΠΙΟΣΠΕΡΜΙΌΛΑ (τα κεφάλαια προαιρετικά προς έμφαση).

Αντώνης: - Και που λες, πάλι σήμερα στη δουλειά κατάφερε να με συγχύσει το πουτανάκι η Έλσα.
Λεωνίδας: - Έλα μωρέ φίλε, ακόμα ασχολείσαι με την καταπιοσπερμιόλα... Πάψε να ασχολείσαι, αυτή πίνει το καταπιόσπερμα.

(από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η μέγιστη απόσταση στην οποία μπορούν να εκσφενδονισθούν τα θραύσματα της εξερχόμενης λάβας εκ του ηφαίστειου του μπαργαλάτσου κατά την παλινδρόμηση.

  2. Χιουμοριστικά, η μέγιστη απόσταση που πρέπει και καλά να κρατήσουμε από έναν γκουρού της μαλακίας, ώστε η επίδραση της μαλακίας του πάνω μας να είναι αμελητέα.

Το λέμε με σκοπό να μοιραστούμε τις κοινές μνήμες που 'χουμε κρατημένες στη βάση δεδομένων του μυαλού μας, από τη γνωστή δράση του συγκεκριμένου μαλάκα, διακωμωδώντας έτσι τη φάση.

Ετς, η αναφορά στον μαλάκα, μας φέρνει πιο κοντά!

  1. Δυο ραμολί συζητούν:
    - Η ακτίνα δράσης μαλακίας είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ηλικία. Κάποτε κυνηγούσαμε πουλιά στον αέρα με τα φλόκια μας... Τώρα τα πουλιά ψάχνουν να βρουν το ντέμο μπαργαλάτσου που μας απόμεινε για να παίξουν μαζί του, του κάνουν κούκου, αλλά αυτός ...το 'χει σετάρει στο αντικούκου.

  2. Η σαββατοπαρέα συγκεντρώνεται στο γνωστό στέκι.
    - Ε Μήτσο, βρισκόμαστε εντός ακτίνας δράσης μαλακίας του Πέτρου. Θυμάσαι τι έχει γίνει στο παρελθόν, όταν επιχειρούσαμε αντίστοιχες καταστάσεις. Ας επιδείξουμε λοιπόν σύνεση κι ας απομακρυνθούμε γιατί αλλιώς... τη γαμήσαμε. Θυμάσαι τότε που... μπλα... μπλα... μπλα...
    - Ετς! χα χα χα!

(από Vrastaman, 22/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν έχετε χημεία με κάποιον στα πάντα εκτός από το σεξ.

Από το βιβλίο: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008.

«Τι κρίμα που με τον Χρήστο έχουμε ανόργανη χημεία» αναστέναξε ο Πέτρος και έσβησε το τηλέφωνό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρωκτός ντε.

Η μοναδική οδός για να αποδοθεί δίκαιο με τον οθωμανικό τρόπο.

Η μοναδική δε έξοδος δεδομένων στερεάς μορφής προς δημιουργία κουραδογραφήματος.

Στη σκάλα της πόρτας αυτής παίζονται τα... ρεσιτάλ: κούφιας- ξυπόλητης, κομπολογάτης, κλπ.

Σε συνδυασμό με άλλες οπίσθιες πόρτες παίζονται τα... κοντσέρτα (δες εδώ και εδώ).

Τα τέλεια αποτελέσματα βέβαια επιτυγχάνονται από άτομα που είναι εξπέρ στα πνευστά.

Από πλευρά χωρητικότητος, υπάρχουν δίχουφτα, τρίχουφτα, τετράχουφτα μοντελάκια. Απ' ολα διαθέτει η αγορά.

Για πίσω πόρτα αναφοράς, πόρτα δηλαδή που 'χει τα... iso ποιοτικών προδιαγραφών δες εδώ.

Κάποια άλλα μοντέλα οπισθίων θυρών εκτίθενται εδώ: Κώλος βουκώλος, κώλος κατσαρίδα.

Εκεί δε που ο όγκος συναντάει το κάλλος, έχουμε το μοντέλο: Κωλοσσός.

- Είπα να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό στο σεξ.
- Μπας κι έγινες λούγκρα ρε;
- Λούγκο καφέ πίνω, λούγκρα δε γίνομαι. Για άλλο σου μιλάω. Πήγα χθες με κάποια Σούζυ που γνώρισα χθες, αλλά αυτή τη φορά είπα να μπω απ' την πίσω πόρτα. Με πιάνεις;
- Στην πετάω και την πιάνεις. Δίχουφτη η πίσω πόρτα ρε;
- Πόρτα Αναφοράς... Και γαμώ τις πόρτες! Δε λέω άλλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός απο την μηχανική ερμηνεία, με το πίσω κίνηση δηλώνουμε την πρωκτική διείσδυση.
Συνώνυμo και το κερκόπορτα.

- Η Μαρία έχει περίοδο και μου έχει κόψει το σεξ.
- Όπου υπάρχει περίοδος υπάρχει κι άλλη δίοδος, βγαίνει και σε πίσω κίνηση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει πως κάποιος έχει τέτοιες σηκωμάρες, τέτοιες καύλες ασήκωτες και απάλευτες, τόσο η λίμπιντο έχει χτυπήσει κόκκινα, ώστε αρχίζει να παραβλέπει το Λευιτικόν 18:23 και ξαφνικά καλοβλέπει τα καπούλια του γαιδαράκου του κυρ-Μένιου. Δεν πα να μουλαρώσει (καθότι ως γάιδαρος είναι και ξεροκέφαλος), δεν πα να είναι στην ανηφόρα, αυτός θα τον σπρώξει ασάλιωτα, αβάδιστα, αβαβά και αβασάνιστα.

Για να σοβαρευτούμε τώρα και να μιλήσουμε επιστημονικά, είναι προφανές ότι μετά το κατώφλι της πρώτης μοίρας, το μέγεθος της καύλας βρίσκεται σε σχέση ευθείας αναλογίας με τις μοίρες της ανηφόρας.

Πέρα από τα παραπάνω, η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται και με ακόμα πιο μεταφορική σημασία για να δείξει ότι κάποιος δεν μασάει το μπούτσο του, ότι είναι ο γαμιάς της γειτονιάς, ο μάο γαμάω.

  1. - Θα κανονίσεις με τίποτα γκόμενες γι' απόψε;
    - Δεν μπορεί καμιά καλή για σήμερα...
    - Μωρέ ό,τι νά 'ναι φέρε! Έχω κάτι καύλες αυτόν τον καιρό, γαμάω γάιδαρο στην ανηφόρα!
    - ΟΚ, θα δω τι μπορώ να κάνω...

  2. (Από εδώ)
    «mages piaste dio dramamines i mpourmpoulithra irthe me rimes pios iligos mori flora egw gamaw gaidouri stin anifora»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καπότα, ή κράνος, φτιάχτηκε για να κάνει παρέα στον πέοντα προστατεύοντάς τον από κεφαλικούς φόρους και παράσημα που παρέχονται απλόχερα, ειδικά κατά τη διέλευσή του από αδιερεύνητα βαθύσκιωτα φαράγγια. Εκεί η ρώσικη ρουλέταθερίζει.

Τι υποδηλώνει ο όρος «τρύπια καπότα»;

1) Όταν μιλάμε για τρύπια καπότα, αναφερόμαστε σε άχρηστο κράνος. Άρα αναφερόμαστε σε άχρηστο άνθρωπο (ανεξαρτήτως φύλου).

2) Το κράνος αυτό, δεν φτάνει ότι δεν προστατεύει, επιβαρύνει κιόλας με την παρουσία του αυτόν που τον φοράει. Άρα όταν αναφέρουμε τον όρο, μπορεί να αναφερόμαστε και σε κάποιον, που ζει παρασιτικά εις βάρος άλλων.

3) Το άχρηστο αυτό κράνος, είναι ftpπροδιαγραφών και με την κλασσική (για χρήση πέοντα) αλλά και με τη σλανγκική έννοια (gtp). Άρα η εκφορά του όρου, παραπέμπει σε άτομα, που προσεγγίζουν το μηδενικό επίπεδο, το επίπεδο του τίποτα.

4) Το κράνος αυτό έρχεται σε επαφή με σιχαμερές ουσίες, άρα παραπέμπει σε σιχαμερά άτομα.

Σημείωση: Ο όρος βγάζει πολύ τσαντίλα και συσσωρευμένη οργή όταν εκφέρεται.

Δες και λήμμα: καπότα.

  1. Δυο συνεταίροι τσακώνονται.
    - Α να χαθείς μωρή τρύπια καπότα.
    - Γιατί με βρίζεις;
    - Γιατί είσαι ένα άχρηστο υποκείμενο. Δεν προσφέρεις τίποτα, ενώ έχεις τις... απαιτήσεις.

  2. Ο Πέτρος ξέρει ότι ο Κώστας έχει παράνομη σχέση μακράς διάρκειάς και τον εκβιάζει οικονομικά, προκειμένου να μην το παίξει Αρτέμης Μάτσας στη γυναίκα του Κώστα, μαρτυρώντας της την κατάσταση.
    Κάποια στιγμή ο Κώστας τα παίρνει στο κεφάλι.
    Κώστας
    - Α ρε... είσαι μια τρύπια καπότα.
    Πέτρος:
    - Γιατί;
    Κώστας:
    - Γιατί μου 'χεις μπαστακωθεί, ρε σιχαμένο υποκείμενο, στο σβέρκο και μου ρουφάς το μεδούλι, προκειμένου να μη με ρουφιανέψεις στη γυναίκα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλική αργκό που σημαίνει «πάνε να κωλογαμηθείς στους Έλληνες» και χρησιμοποιείται με την έννοια του σάλτα και γαμήσου!

Η έκφραση αγγίζει μια ιδιαίτερα ευαίσθητη πορδή του πως ο υπόλοιπος κόσμος αντιλαμβάνεται τον Ελληνισμό και τους Έλληνες. Η πικρή αλήθεια είναι πως αυτό που εμείς αποκαλούμε Οθωμανικό Δίκαιο ο υπόλοιπος κόσμος αποκαλεί «Greek Style». Το ρήμα «to Greek someone» ουσιαστικά σημαίνει «κωλογαμάω κάποιον».

Οι ιστορικές ρίζες της ταύτισης Ελληνισμού και πισωκολλητού ανάγονται στην αρχαιότητα, όταν φιλόσοφοι και σοφιστές έπειθαν τους τυχερούς τους μαθητές ότι η γνώση μεταδίδεται πρωκτικά. Θεωρείτο δε απόλυτα φυσιολογικό (και κοινωνικά αποδεκτό) για ένα δάσκαλο να ρίχνει και ένα κρύο στον μαθητή καθώς του μεταλαμπάδευε την σοφία. Ανήκε στα «τυχερά του επαγγέλματος» των εκπαιδευτικών. Φυσικά τα πισωγλέντια μεταξύ συναινούντων ενηλίκων έφερε τότε, όπως και σήμερα,κοινωνικό στίγμα γιατί άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως!

Με την έννοια αυτή λοιπόν, η προτροπή «πάνε να κωλογαμηθείς στους Έλληνες» εμπεριέχει την θετική διάσταση του πάνε μάθε γράμματα και εκπολιτίσου. Λέμε τώρα...

- Les Grecs sont appelés ainsi parce qu'ils sont tous pédés. Ne dit-on point: «Va te faire enculer chez les grecs» ;
(από εδώ)

- In idiomatic Québecois, one is not told to fuck off. One is told, va péter dans les fleurs (“go fart in the flowers”) or, va te faire enculer chez les Grecs (“go get screwed by the Greeks”). If someone in Montreal is speaking with a snooty Parisian accent, they’re asked, pourquoi tu parles en trou de cul de poule; (“Why do you speak as if your mouth was the ass of a chicken;”)
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο gay γυμνιστής που περιφέρεται στην παραλία χαρωπός με το τσουτσούνι έξω. Κατ' επέκταση, τσουτσουνέλους λέμε και αυτούς που ανεξαρτήτα από τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις πετούν ακομπλεξάριστα τον παργαλάτσο τους σε δημόσια θέα όποτε τους δοθεί η ευκαιρία (παράδειγμα 2).

Η λέξη προήλθε προφανώς από το ζουζουνέλος (= ο πολύ τσαχπίνης, σε βαθμό παρεξηγήσεως).

  1. - ...πάμε λοιπόν στα Κουφονήσια σε μια ερημική παραλία και εκεί που νομίζαμε πως ήμασταν μόνοι, ξαφνικά σκάνε δύο τσουτσουνέλοι από κάτι βραχάκια...

  2. - Τον έχεις δει αυτόν τον γέρο που έρχεται στον γυμναστήριο;
    - Αυτόν που τριγυρνάει στα αποδυτήρια με τον πέοντα έξω λες;
    - Ναι, αυτόν τον τσουτσουνέλο!

Τσουτσουνέλοι εισαγωγής. (από Cunning Linguist, 26/04/09)Monty Python - The Penis Song (από Cunning Linguist, 11/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ντουφέκι κι ο μπαργαλάτσος, μοιάζουν λόγω:

  • Σχήματος,
  • Βλητικής δυνατότητας,
  • Σημειολογίας περί κυνηγητικής φύσης του χρήστη τους.

Οπότε μιλώντας για ντουφεκιά, μιλάμε για τη διαφυγή ριπών σπέρματος από την κάννη, πεοβόλου όπλου, στο πεδίο της ερωτικής μάχης.

Αντίθετα με την κλασική έννοια της ντουφεκιάς, ντουφεκιάς που μπορεί να επιφέρει το θάνατο, η συγκεκριμένη ντουφεκιά μπορεί να επιφέρει τη δημιουργία, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία μιας νέας ζωής.

- Με μια ντουφεκιά, την άφησε έγκυο.
- Τόσο ευθύβολος ήταν, ε;

- Σε ποιο αιδοίο βολής θα ρίξεις ντουφεκιές απόψε;
- Στη Σούζυ, που όταν βλέπει ούζι, σκούζει.

Το...ντουφέκι (από GATZMAN, 27/04/09)Στο 00:09 "και εσύ ντουφέκι φλογερόν πουλί μου" (από GATZMAN, 08/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified