Selected tags

Further tags

Το σπέρμα, η εκσπερμάτιση. Παρομοιάζεται με σως, ήτοι σάλτσα, δηλαδή το γνωστό Kavli. Ίσως από αυτόν τον συνειρμό να προέρχεται και το σάλτσα και γαμήσου.

Αλλάξαμε πολλές στάσεις, αλλά την σως την έφαγε στα καπούλια μετά το οθωμανικό.
(Από απομνημονεύματα ενός μπουρδελιάρη).

(από BuBis, 28/06/09)(από BuBis, 28/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξιστική έκφραση, την οποία λέει ο ενεργητικός εραστής για να περιγράψει το σεξ σε doggy-style, δηλαδή το γνωστό καβαλητό.

Φοβερή αλόγα! Πόσο θέλω να την ιππεύσω!

Got a better definition? Add it!

Published

Κάνω σεξ, κυρίως σε doggy-style, δηλαδή ο ερωμένος/-η στα τέσσερα κι εγώ από πάνω. Βλ. και δικάβαλο, Δράμα η Καβάλα στις Σέρρες, καβάλα, καβαλάρης, ο, Καβαλέρια Ρουστικάνα, Καβαλητός, μοναχικός καβαλάρης.

Φοβερή αλόγα! Πόσο θέλω να την καβαλήσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέα κοπέλα ελευθερίων ηθών, με μαλλί τιγρέ (α-λα Μπόνι Τάιλερ) ή θεσσαλονικί, όχι απαραιτήτως πουτάνα, αλλά σίγουρα πουτανάκι.

Συνώνυμα: ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, γαμήδι, καράπουταναριό, ευκολάκι, μπουζουκογκόμενα, κτλ.

Βγήκαμε χτες με τον Γιώργη σε κάτι παρακμιακά κωλάδικα στον Πειραιά. Τίγκα στο ξεμπούρδελο. Έπαιρνες παράσημο με το κοίταγμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χειρίζεται την μπάμια στο μπουρντέλο, δηλαδή ο λεκανατζής, το πουστρόνιον το λεκανηφόρον.

Α να χαθείς, ρε μπαμιάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανήκει σε ευρεία συνομοταξία ηθικοπλαστικών σλανγκισμών που ανάγονται στην κλασσική έκφραση «το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς».

Η συγκεκριμένη εκδοχή αρχικά παρέπεμπε στο τάκα-τάκα, το εκνευριστικό παιγνίδι συνεχούς κρούσης σφαιριδίων που κρεμόντουσαν με σχοινάκι από ένα κρίκο. Τα τάκα-τάκα είχαν γίνει μανιώδης μόδα στα ύστερα χρόνια της χούντας και προκάλεσαν την οργή τόσο των νομοταγών πολιτών (πού δεν μπορούσαν να κλείσουν μάτι το μεσημέρι), όσο και τον πανικό γονέων που έβλεπαν τα δαιμονισμένα παιδιά τους να αποχαυνώνονται.

Τα τάκα-τάκα με τον καιρό ξεχάστηκαν, και η έκφραση πλέον χρησιμοποιείται αποκλειστικά σαν κήρυγμα μέτρου και εγκράτειας κατά της τοπικής αυτοδιαχείρισης.

Σλανγκασίστ: Cunning Linguist

Η έκφραση γέννησε αρκετές παραλλαγές:

- Το πολύ το τίκι-τάκα κάνει το παιδί μαλάκα.
(...επίσης αναφέρεται στον αυνανισμό και τα ολέθρια αποτελέσματα του)

- Το πολύ το τάκα-τάκα κάνει τον καρπό σου μάπα
(Η πολλή μαλακία προκαλεί σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα)

- Την πολλή τεστοστερόνη την βαριέται και ο Stallone
(...για τους μονομανείς σφίχτερμαν)

- Το πολύ το «Raus! Raus!» το βαριέται και ο Klaus!
(...για όσους πάσχουν από αγκύλωση στο δεξί)

- Το πολύ το Κάπα-Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα
(...για όσους πάσχουν από αγκύλωση στο αριστερό)

- Το πολύ το τάκα-τάκα κάνει τον αναρχικό μαλάκα
(...για να μην έχουν παράπονο και τα κουκούλια)

- Το πολύ το φίκι-φίκι κάνει το μυαλό φιρίκι
(...κινδυνολογίες ανέραστων...)

Το κλασσικό τάκα-τάκα (από Vrastaman, 29/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται μεταφορικά για τον παροπλισμένο εραστή, ένεκα ηλικίας ή μαλακίας (που μπορεί και να είναι καλή αναλόγως της ηλικίας, κατά το δημώδες) και του οποίου αι ορμαί (αναγκαστικώς) καθεύδουσιν. Ιδίως για τον τελευταίο, η μαλακία του συνίσταται, είτε στο γεγονός οτι τυγχάνει παπάρας, είτε εκ νόσου (π.χ. χαντούμης).

Είναι ο «δε γαμώ», δηλαδή, που συνήθως αντικαθιστά το σέξ με ψάρεμα. Συνειρμικώς, συνδέεται με τους παλαιμάχους ποδοσφαιριστάς, που κατά την δύσιν της καριέρας των, κρεμούν τα παπούτσια ή τη φανέλα των.

Προέρχεται απο τας φιλοτίμους οικοκυράς, αι οποίαι (στοι)βάζανε την άνοιξη τα μάλλινα και τα εν γένει χειμωνιάτικα στο γιούκο (= στοίβα χειμερινών ή θερινών ρούχων στο σπίτι, με κάλυμμα απο πάνω, που φαίνεται απο μακριά σαν σκεπασμένο έπιπλο). Τώρα τα βάζουν στο πατάρι με ναθφαλίνη.

Η αναφορά εις τους όρχεις δεν είναι τυχαία, δεδομένου του τριχωτού της επιδερμίδας των, όθεν η ανάγκη όπως φυλαχθούν εν αχρησία, στη ναφθαλίνη, μη και τσου φάη ο σκώρος. Βέβαια, υπάρχουν και οι πούτσες μάλλινες (=μαλακίες που λέγει τις αστόχαστος) αλλά και η μάλλινη τσουτσοθήκη, (αγγλιστί: codpiece / crotch = πεοφυλάκτρα / καβάλος), προκειμένου να μην κρυολογήσει μια ευαίσθητος τσουτσούνα.

Parole αυτά, υφίσταται έκφρασις αντίστοιχος ειδικώς διά τας πούτσας: Έχει κρεμάσει τον πούτσο του στο κελλάρι (μαζί με τα λουκάνικα).

-Τίιιιι έγινε παππούλη ; Καλά ;
-Τί καλά και τρίκαλα, έχω βάλει τ' αρχίδια μου στο γιούκο μαζί με τα μάλλινα, άστα να πάν' στο διάολο. Δεν είμαι παππούς εγώ πιά, λύκος είμαι.
-Τί λύκος ρε παππούλη ;
-Ξέρεις απο πότε έχω να γαμήσω ;
-Απο πότε ;
-Ουουουουουουου ...

Ο Ρώσος ακτιβιστής street artist Pyotr Pavlenski που κρέμασε τους όρχεις του στην Κόκκινη Πλατεία για να διαμαρτυρηθεί για τον αυταρχισμό του καθεστώτος Πούτιν. (από Khan, 16/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Ευσεβής πόθος προσωποποιήσεως - ταυτίσεως ατυχούς σεξοστερημένου με το αντικείμενο του πόθου.

Δηλαδή, ο τάλας αγαμέας, προκειμένου να γευθεί τον απαγορευμένο καρπό, καταδέχεται μέχρι και να γίνει ο ίδιος αυτό που ονειρεύεται, όπερ χρήζει μάλλον ψυχιατρικής εξετάσεως, δια το οποίον ο γράφων τυγχάνει αναρμόδιος. Τον λόγον έχει η επιστήμη...

Άλλωστε, εις πλείστα όσα παρ' ημίν δημοτικά άσματα αλλά και εις Ινδίας, προσωποποιούνται τα γεννητικά όργανα.

Να μην συγχέεται με τον Ιάπωνα κίναιδο: Νάμουνα-μουνάκι.

-Τί έγινε ρε; Γαμείς καθόλου, για το' χεις ρίξει στη σουηδική γυμναστική;
-Μπααααα... Έχω να δω μουνί από βάφτιση φίλος. Ε, ρε, και να 'μουνα μουνί, να γαμιέμαι όλη μέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ναυτιλία, το χοντρό σχοινί, παλαμάρι(του γνωστού λεμβούχου), με το οποίο δένονται τα πλοία στις μπίντες του ντόκου. Στην Καλαμάτα καλείται «σουλάτσο», από το γλίστρημα στα όκια.

Μεταφορικώς, είναι το κορδονάκι, το οποίον βυθίζεται γλυκά ανάμεσα εις τους γλουτούς από το στρινγκ, κωλοκόρδι, τάνγκα, thong, κουραδοκόφτης κλπ, που φορεί μια ευτραφής γκόμενα στην παραλία ή διαφαίνεται μέσα από τρανσπαράν φούστα (αίσχος !), δεδομένου ότι το κορδονάκι αυτό, είναι αναγκαστικώς χονδρό κατ' αναλογία...

- Άλα της στρινγκάκι η φακλάνα!

- Τι στρινγκάκι ρε μαλάκα! Αυτό είναι κάβος! Μου φαίνεται θα κόψω το κρέας και θα το ρίξω στα όσπρια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση, που χρησιμοποιείται ως επίδειξη αδιαφορίας έναντι μηδαμινής απειλής προερχομένης εκ στόματος εξ ίσου μηδαμινού υποκειμένου.

Σημαίνει: δε μασάω, σ' έχω χεσμένο, κουνιούνται κτλ.

Ταυτόσημη με: θα μου κλάσεις τ' αρχίδια, μια μάντρα αρχίδια, μια μάντρα λιμουζίνες, δυο μάντρες ταξί , τη μάντρα του Αττίκ, τη Μάνδρα Αττικής κτλ.

Προέρχεται εξ εννοιολογικής συντμήσεως της παροιμιώδους φράσεως: πάρε φόρα κι έλα να μου τα κλάσεις!

-Μαλάκα, έτσι και σε δει τ' αφεντικό να γράφεις αυτές τις μαλακίες στο slang.gr, σ' έχει γαμήσει !

-Πες του να πάρει φόρα και να ' ρθει να με την όπισθεν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified