Selected tags

Further tags

Πούτσα Αράπικη! Πηγάζει από διάσημη τηλέ-φάρσα που στο πέρασμα των χρόνων έχει τροποποιηθεί για λόγους ευκολίας στη χρήση.

πούτσα αράπικη > πούτσα 'ράπικη > τσα 'ράπικη > τσαράπικη

- Τσαράπικη έχεις φάει; Να την βάλεις στο στόμα και να τρέχεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με την οποία υπό φυσιολογικάς συνθήκας δεν θα συγχρωτιζώσουν αλλά αγαμίας ένεκα αναγκάζεσαι. Το αποτέλεσμα της σεξουαλικής πράξεως είναι μηδαμινό. Διεκόρευσες αλλά είναι σαν να μην διεκόρευσες διότι ντρέπεσαι να το πεις.

– Καλά ρε Μάκη, πώς κοιτάς έτσι; Πόσον καιρό έχεις να γαμήσεις ναούμ;
– Άστα... 6 μήνες... Εξόν τις νηστίσιμες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική παραλλαγή της λέξης καυλιάρης στο βόρειο μέρος της Έλλαδας.

Επίσης: γκαυλιάρα, γκαυλιάρικο.

- Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
- Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλή, η οποία αναφέρεται στην σεξουαλική κακοποίηση άνω των δύο (2) ατόμων. Άμυνα απέναντι σε οργανωμένη ομάδα συνομιλητών, η οποία διαφωνεί μαζί μας. Καλαμάκι θεωρείται το πέος και κομματάκια κρέας οι κώλοι των συνομιλητών.

Ουδεμία σχέση με τη φράση «αγοράζω σουβλάκι».

- Πάρε Γιώργο και Νίκο και ελάτε από το σπίτι μου!
- Λέγαμε να αράξουμε απο το δικό μου...
- Έτσι και με κρεμάσετε θα σας πάρω σουβλάκι, ρε!

Got a better definition? Add it!

Published

Σεξουαλική στάση στην οποία ο άντρας (ή η γυναίκα με στραπ ον) βλέπει πλάτη.

— Τελικά ρε παιδιά, στο πισωκολλητό τι γαμάμε; Μουνί ή κώλο;
— Ιδού η απορία...

(από ironick, 13/09/11)

Βλ. και σκυλίσιο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλικό σύμπλεγμα με δύο άντρες και μία γυναίκα, στο οποίο η γυναίκα κάνει στοματικό σεξ στον ένα και πισωκολλητό με τον άλλο.

- Πού να σ' τα λέω ρε ψηλέ, χθες με το Μάκη καταφέραμε μιά σαραντάρα, την πήγαμε σπίτι και την τρελάναμε στη σούβλα.
- Αλήθεια ρε; Άντε μπράβο, που μου παραπονιόσουνα τόσον καιρό με τις νηστίσιμες.
- Άσε μεγάλε, ανάσταση.

Βλ. και πίπα-κώλο, πλάτη για τάβλι, πύργος του Άιφελ, χιώτικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χείλος του γυναικείου αιδοίου. Χρησιμοποιείται και σαν βρισιά.

Κοινώς:
Έχω μια ελιά στο μουνόχειλο.

Βρισιά:
Άμα σε πιάσω ρε μουνόχειλο θα σε σκίσω!

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόστυχος χαρακτηρισμός για το αιδοίο.

Υπονοείται πως η φέρουσα το αιδοίο ειναι εύκολη γυναίκα, με μεγάλη εμπειρία στο σεξ και ωσεκτουτού το όργανο ειναι υπερβολικά διεσταλμένο.

Όχι καπότα, σαμπρέλα χρειάζομαι για να το βάλω στη χοάνη σου μωρή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περιοχή ανάμεσα στα γυναικεία στήθη.

-Την είδες την άλλη με το ξώβυζο; Έπαθα πλάκα, θέλω να χωθώ ολόκληρος στη βυζοχαράδρα της...

Βλ. και βυζολάκκος, κωλοχαράδρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που όλο και κάτι ψιλοπηδάει, που γενικώς ποζάρει ως διαθέσιμος και πέφτουλας, αλλά που δεν σου γεμίζει και πολύ το μάτι.

Κάτι τέτοιους γαμίκους να τους αποφεύγεις. Γίνονται μεγάλα τσιμπούρια.

Got a better definition? Add it!

Published