Selected tags

Further tags

Γουτσισμός του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου για τα (εγκληματικά για τα χρηστά ήθη) κοριτσάκια που πρωταγωνιστούν στον «Μέγα Ανατολικό».

Βλ. επίσης: μουνίτσα, μουμούνα, μουνάγγελος, ψωλάγγελος, καυλάγγελος, αγγελοπούτα et al.

  1. Μουνέλλα, κούκλα µου, άκουσε... Έτσι που ανοίγει τό βρακάκι σου, αν σταθής όρθια, δεν θα δω καλά τό µουνί σου... Θα κάνουµε λοιπόν κάτι άλλο.. Θα ανεβής στον πάγκο, στα τέσσερα, θα σκύψης µπροστά, θα άνοιξης καλά τά πόδια, µε τουρλωµένον πολύ τόν κώλο σου, και εγώ θα κοιτάξω τό µουνί σου από πίσω.
    (Μέγας Ανατολικός, Τόμος Ι, σ. 108).

  2. Άαα!... Άαααα!... Ώωωχ!... Άααααχ!... Μουνίτσα μου!... Μουνέλλα μου!...Μαλακίτσα μου!... Είσαι ένα πολύ ωραίο... και καλό... πολύ καλό... γλυκό κορίτσι... Μουνάγγελος!...
    (Μέγας Ανατολικός, Τόμος ΙΙ, σ. 19).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εν κραταιά στύσει διατελούσα έγκαυλος ψωλή κατά την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου (πλην ουχί μόνον καθότι και εις το Νέτιον ευρίσκεται).

  1. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἡ ἐξαισία ψωλοπαίς, ἐννοοῦσα τί ἤθελεν ὁ νέος θαυμαστής της καὶ γνωρίζουσα ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀνέμενε (ὤ, πῶς!) διὰ νὰ χύσηι καὶ αὐτή, επρόκειτο νὰ λάβηι (καὶ ἀσφαλῶς εἰς μεγάλην ποσότητα) χώραν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν, ἔλαβε τὴν ὑπερσφύζουσαν ψωλάραν εἰς τὸ στόμα της καὶ κλείουσα σφικτὰ τὰ χείλη της γύρω ἀπὸ ὅσον μποροῦσε μεγαλύτερον μέρος τοῦ πελωρίου καυλοῦ ἤρχισε νὰ βυζαίνηι περιπαθῶς τὴν δονουμένην καυλοπούτσαν, ἕως που μετὰ 20 περίπου δευτερόλεπτα τοιαύτης γλυκαντλήσεως καὶ πέντε λεπτὰ μετὰ τὴν ἔναρξιν τῆς πεολειχίας, ἐνῶ ἐσείετο σπασμωδικῶς καὶ ραγδαίως ἐπὶ τοῦ καλύμματος τῆς λεκάνης ὑπὸ τὸ μανιῶδες τρίψιμον τοῦ μεσαίου δακτύλου της εἰς τὴν σπαργῶσαν κλειτορίδα της, προβάλλουσα ταχέως καὶ παλμικῶς τὸ ἀνοικτὸνὡς τριαντάφυλλον αἰδοῖον της, ἡ παῖς, εἰς ἕναν αφαντάστως ἄσεμνον καὶ συγκλονιστικῶς ὡραῖον χορὸν τῆς ἡβικῆς της χώρας, ἐκθλίβουσα ἀπὸ τὸ αἰδοῖον της πολλὰς μικρὰς σταγόνας μουνογάλακτος καὶ πιέζουσα τοὺς βαρεῖς ὡς ὠὰ γαλοπούλας ὄρχεις τοῦ Ἄγγλου εὐπατρίδου, ὁ λόρδος Κλίφφορντ, ὠθῶν τώρα τὸ πέος του ἐμπρὸς καὶ πίσω πολὺ γρήγορα (ἀλλὰ μὲ μικρὰν τὴν παλινδρομικήν, ἕνεκα τοῦ μεγέθους τῆς ψωλῆς του γαμικὴν διαδρομήν) μεταξὺ τῶν ἁπαλῶν χειλέων τῆς Ἔθελ, καὶ συγκρατῶν τὴν κεφαλὴν τῆς ψωλοθηλαζούσης αδιακόπως παρὰ τὴν σφοδρότητα τῶν γαμικῶν κινήσεών του τὸν ποῦτσον του παιδίσκης, ὥστε νὰ μὴν ξεφύγηι τὸ τεράστιον γεννητικόν του μόριον ἀπὸ τὴν τρυφεράν του φωλέαν, λαγνοβοῶν στεντορείως, γαμοῦσε μὲ παραφορὰν ὁ λόρδος τὴν ἀγγελικὴν ψωλομουμούναν εἰς τὸ στόμα... (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 247).

  2. Καυλοπουτσα στο κωλο και χυσιμο θελει το καριολακι. (Από το Φέισμπουκ).

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 21/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παινεμένο ισπανικό στην ιδιόλεκτο σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου (κι αλλάχου).

  1. Καλέ της γαμάτε τά βυζιά! .. . Τήν καβαλλικεύετε μέ τήν ψωλή άνάμεσα στούς βύζους της (άχ, Θεέ μου, τί όμορφα βυζιά πού έχει!) και τήν γαμάτε εκεί μέ δύναμη, ένώ ή Μπέττυ σηκώνει τό κεφάλι της καΐ κοιτάζει τήν πούτσα σας τήν θεόρατη νά πηγαινοέρχεται σάν έμβολο άτμομηχανής, άνάμεσα στούς άφράτους γλόμπους της πού —άααχ! . . . ώωωχ!— εκείνη τούς πιέζει τόν έναν μέ τόν άλλον, για νά είναι πιό πλήρες, πιό σφιχτό, πιό αληθινό γαμήσι τό βυζογαμήσι. . . Τά μάτια της Μπέττυ είναι πεταγμένα σχεδόν έξω από τις κόγχες των καθώς κοίτα καΐ ή νόστιμη κοπέλλα, £χι μόνο κοιτά, μα δέχεται στδ πρόσωπο τις χοντρές άσπρες ρουκέττες πού έκτοξεύονται άπό τό στοματάκι της ψωλής σας παντού, στά χείλη της, στά μάτια της, στά μάγουλα...
    (Μέγας Ανατολικός, Μέρος 4ο Κεφ. 90 σ. 41-44)

[2.](www.bourdela.com › bourdela.com › Sex › Sex γενικά)
Αυτες που εχω πετσωσει και εχω φχαριστηθει βυζογαμησι ειναι η 24χρονη που ανεφερα και προηγουμενως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα βυζάκια στην ιδιόλεκτο σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου. Και όχι μόνον, καθότι γουγλίζεται.

  1. Συγχρόνως, ο παρατηρών διά της οπής του κλείθρου, θά έβλεπε τον Λουδοβίκον Νουμπάρ νά ίσταται όπισθεν της μέ τήν ψωλήν του μέσα της καί νά τήν γαμά είς τόν τραυματισμένον καί αίμάσσοντα εισέτι τρυφερών πρωκτόν της, όπως πριν δύο περίπου ωρών τήν είχε γαμήσει ό Έντελμαν. Κύπτων επί τής, ό λάγνος φωτογράφος τήν ηύνάνιζε ταυτοχρόνως διά της δεξιάς του, ενώ διά της άλλης του χειρός, συνέθλιβε, έπίεζε και έτριβε τα σφύζοντα βυζέττα της, τσιμπών ένίοτε τάς έκτοξευμένας ήδη ροδαλάς θηλάς των. (Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 38)
    2. Μαζί της εμφανίστηκε μία όμορφη, λυσίκομη, επίσης νεαρή ξανθιά, με το κυματιστό μαλλί της ν' αγγίζει τους ώμους, αρμονικά βυζέττα, καλλίγραμμο κορμί, μέτριο ανάστημα, η οποία αδέξια (έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε) κάπνιζε ένα τσιγάρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπαργαλάτσος, εις την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου. Επειδή, δίκην ταΐστρας, τρέφει τις ψωλογλειφίδες με άφθονη, παχύρρευστη και λιπαρή ψωλόκρεμα (q.v.).

Πούτα!... Χονδροπουπούτσα!... Γλυκοπούτσα!... Πούτσα!... Ώωωωωχ!... Άααααχ!... Ψώλα!... Ψωλή!... Ψωλάρα!... Αλογόπουτσα!... Κρεμοταΐστρα!...Σπερμοπιτσίλα!... Πούτσα!... Πουπούτσα!... Άααααχ!...Ώωωωωχ!... Άααααχ!... (Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 4ο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καυλοπυρέσσων ψώλων, εις της ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

- Κύριε Ψωλέ!... Κύριε Ψωλέ!... Κύριε Καυλόψωλε!... Άααααχ!... Άαααα!... Άαααα!... Ώωωωω!... Άααααχ!... - Ώωωωωχ!... Ώωωωωχ!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μούνα!... Μουνίτσα!... Γλυκομουμούνα!...
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 40)

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 30/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σεξ, πηδάω, γαμώ, συνουσιάζομαι. Σύγκριση της αφρατότητας του γυναικείου σώματος με αυτή ενός φρεσκοψημένου ψωμιού.

- Στελάρα στην Βαρκελώνη που ήσουνα εράσμους, ψωμάκι έφαγες;
- Ε όλο και κάτι έφαγα. Αυτό που με ξετρέλανε πάντως ήταν το ψωμάκι ολικής. (έγχρωμες γυναίκες)

(από Khan, 22/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καύλωσις είναι ένας από τους προσφιλείς εις -σις σλανγιωτατισμούς του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου, όπως λ.χ. και τα πλάκωσις, αἰδοιοπλάκωσις, γάμευσις, κωλογάμευσις, πρωκτογάμευσις, σκυλογάμευσις κ.ά., όπου τρέπονται σε καθαρευουσιάνικα θηλυκά εις -σις ουδέτερα της μαλλιαρής (ινσέψιο intended) σε -σι ή άλλα ουδέτερα. Δηλώνει εν προκειμένω την καύλαν που αίφνης ενσκήπτει στη θέα ηδυπαθούς μουνέλλης ή άλλου τινός σηκωστικού θεάματος, ή την διάπυρον καύλαν ως μίαν σταθηράν τε και εκτικήν κατάστασίν του υποκειμένου. Βλέπω ότι υπάρχει και γενικότερα στο Νέτι σε σύγχρονα λολοπαίγνια με την καθαρεύουσα και τον σλανγιωτατισμό, ενώ εδώ συγγραφέας το τερματίζει με τον σλανγιωτατισμό αποκαύλωση για το ξεκαύλωμα.

  1. Καὶ ἡ καύλωσις τοῦ καλλιτέχνου γοργὴ καὶ ἀκατάσχετος ἐξηκολούθει. Καὶ ἡ ἐξόγκωσις καὶ ἡ ἐπιμήκυνσις τῆς πούτσης του ὑπὸ τὸ παντελόνι ἦτο ἐμφανεστάτη. (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 135).

  2. Η gay τσόντα λοιπόν, ο μόνος ερωτικός σύντροφος του παρθένου in the closet άντρα, αποτελεί όχι απλά μια διαφυγή από τη πεζή καθημερινότητα αλλά ταυτόχρονα κατευθυντήριος οδηγός για το ευ ζην. Ας μιλήσουμε όμως με παραδείγματα.
    ‘Η καύλωση της πόλης’
    Στο έργο αυτό, Ο ηρωικός πρωταγωνιστής προκειμένου να προφυλάξει την αγνότητα της αρραβωνιαστικιάς του από τους θερμόαιμους Τούρκους αφού πέφτει η Βασιλεύουσα στα χέρια τους, αποφασίζει να καθίσει ο ίδιος στους 350 άντρες ενός Τουρκικού λόχου. Αλήθεια ποιό άλλο παράδειγμα τέτοιας τρανής αυτοθυσίας μπορείτε να σκεφθείτε στη σημερινή υλιστική κενωνία; (Greek Closet Stories).

3. εγώ τις πατσαβούρες δεν τις μετράω για σχέσεις μια μαλακία της στιγμής είναι όταν έχεις αφόρητη καύλωση.

  1. και οι άπιστοι στον αιώνα τον άπαντα θα καίγονται στην καύλωση μέσα σε καζάνια από καυτό σπέρμα. ποιού άλλου; μα φυσικά του μόνου και ανελεήμονος φαντασιόπληκτου γαμηστεροπηδήκουλα ΠΛΟΥΣΙΟΥ! (kagouras.blogspot.gr).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους πλέον χαρακτηριστικούς όρους της ιδιολέκτου του Ανδρέου Εμπειρίκου. Η μετοχή δηλώνει έγκαυλον που βγάζει άναρθρες κραυγές ή και έναρθρα μπινελίκια τε και γουτσισμούς κατά τη διάρκεια της καυλώσεώς τε και της γαμεύσεως. Η μετοχή συχνά χρησιμοποιείται για να εισάγει ευθύ λόγο. Πολλές φορές ο Εμπειρίκος εναλλάσσει έτσι περιγραφές σε άπταιστη σλανγιωτατική καθαρεύουσα ως αφηγητής με παρεμβολές χυδαίας δημοτικής ή ευφάνταστων γουτσισμών σε ευθύ λόγο με εισαγωγικά μετά το λαγνοβοών.

Ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα από μιμητές ή συνεχιστές/ επίδοξους επιγόνους του Εμπειρίκου, καθώς είναι ένας από τους πλέον χαρακτηριστικούς του μαζί με το καυλοπυρέσσων και το έγκαυλος.

  1. «-Μήπως θέλετε να δῆτε τὸ μουνάκι μου; Δὲν ἔχει οὔτε μιὰ τριχούλα. - Ὤωωωχ!.... Ὤχ Θεέ μου!..., ἀνέκραξε λαγνοβοῶν ὁ κατάπληκτος Γάλλος. Ὤχ ναί..... ναί.... ναί....» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 136).

  2. «Η νεαρά χορεύτρια έβγαλε από την περισκελίδα του την καυλωμένην ψωλήν του, και ενώ εκείνος εστηρίζετο νωχελώς επί μιας ευρισκομένης όπισθέν του τραπέζης, η Τζέην είχε κολλήσει τα χείλη της γύρω από την σφύζουσαν βάλανόν του με έγκαυλον ζέσιν, γλωττίζουσα αυτήν και πιπιλίζουσα τον κόκκινον αυλόν της, ενώ ο Στηβ πανευτυχής και καυλοπυρέσσων, αναστενάζων και λαγνοβοών από την μεγάλην ηδονήν που εδοκίμαζε, ευρίσκετο εις τον Παράδεισον. Αίφνης εσείσθη ολόκληρος σπασμωδικώς και ανέκραξε “θα χύσω!”».
    «Καλομελέτα κι έρχεται», σχολιάζει ο Τιθορούλης και εκείνη την ώρα ο Εμπειρίκος μπαίνει στην τελική ευθεία. Η φόρμα ήταν έτοιμη να σκιστεί. Ο Μελέτης δεν άντεξε άλλο. Έκλεισε λίγο, με ελάχιστη δύναμη, τα πόδια του και έτσι, χωρίς ούτε ένα ελαφρό άγγιγμα, με μια δυνατή κραυγή, ο Μελέτης έχυσε. Έριξε το κεφάλι του στο θρανίο, σαν να είχε μόλις γλιτώσει από κάποιο μεγάλο κακό: εξουθενωμένος, κάθιδρος και πανευτυχής. Το ταξίδιον της ζωής είναι, φευ, σύντομον, και η ψυχή χωρίς στύσιν είναι καταδικασμένη. Η ψυχή του Μελέτη λοιπόν σώθηκε χάρη στον Εμπειρίκο. Γύρω από τη λεκιασμένη φόρμα του όλο το τμήμα χειροκροτούσε με ενθουσιασμό. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν λατρευτεί τα καλά Ελληνικά με τόσο δέος, μέσα σε σχολική αίθουσα. Ήταν φιλολογικός θρίαμβος. Χάρη στη συνεργασία του Εμπειρίκου με τον Γρίβα, την Ανθή και τον Μελέτη, το Α2 έζησε για πρώτη φορά μια αληθινή λογοτεχνική εμπειρία, μία στιγμή που ζωή και ποίηση γίνονται ένα. (Hommage στον Ανδρέα Εμπειρίκο στο διήγημα του Κωνσταντίνου Πουλή Θρίαμβος).

  3. Αναρωτιέμαι
    αν ο νοσηλευόμενος λαγνοβοών
    βλέπει όνειρα στο θαλαμό του·
    οι κάτοικοι της πολυκατοικίας;
    Είθε να ‘ναι στοιχειωμένα. (Τελέσιλλα, Κινστέρνα ή Τί απέγινε ο Ζαχόπουλος;).

4. Είσθε (sic) φαιδρόν μορμολύκειον, πανίβλαξ και άχθος αρούρης και δε με πείθετε ούτε εσείς, ούτε οι μεγαλοστομίες σας ούτε και η κοιλιά σας, αλλά ούτε και η έλλειψις κοιλιάς που την επιτυγχάνετε λαγνοβοών στα γυμναστήρια.

Φωνὴ λαγνοβοῶντος ἐν τῆι ἐρήμωι (από Khan, 24/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος όπου είθισται να συχνάζουν και να κάνουν πεζοδρόμιο πόρνες, οι οποίες ψαρεύουν πελάτες και συνήθως μεταβαίνουν μετά σε παρακείμενο ξενοδοχείο της αλυσίδας γαμοτέλ ή άλλο πεναλτάδικο ή πραγματοποιούν τις εχθροπραξίες ακόμη και μέσα στο αμάξι. Πρόκειται για την πλέον παρακμιακή μορφή πορνείας, αφού δεν υπάρχει κανένας έλεγχος για σουμουνιάσματα, οπότε ο ταξίαρχος κινδυνεύει ακόμη και με ηπατίτιδες και AIDS, ενώ συχνά οι ούτω εκπορνευόμενες είναι ναρκομανείς και/ή άγρια εκμεταλλευόμενες. Οι πουτανόπιατσες είναι ορισμένες ερωτογενείς ζώνες μιας πόλης, αλλά προϊούσης της κρίσης φυτρώνουν σαν μανιτάρια και νεοπουτανόπιατσες με νεοαπελπισμένες νεοπόρνες (βλ. λ.χ. εδώ).

  1. 2 μέρες τώρα που περνάω δεν εχω δει κάτι, αλλά απο οτι βλέπω ρε μάγκες όλο το κέντρο της Αθήνας μια απέραντη πουτανοπιατσα έχει γίνει. ΓΜΤ. (Από μπουρδελοσάιτ).

  2. Σήμερον ἀξίαν ἔχ' ἡ Μέρκελ - ποὺ ποτὲ δὲν θὰ πεθάνει· κι' ἡ Ἑλλὰς, τόσον καθιδρώνουσα, ποὺ τρέχει καὶ δὲν φθάνει
    τ' ὄσκαρ τῆς ὑποκρισίας νὰ λάβει κομμάτων πολιτικῶν,
    (ἡ μόνη χώρα τῶν χιλίων κι' ἑνὸς ἀσύλων ἀθωωτικῶν)·
    κι' οὐδὲ κἄν στὶς Κάννες σκέφτηκε αὐτὴ ν' ἀνοίξει τὰ κανιά της,
    στάρλετ στῆς Εὐρώπης τὰ θεάματα τὴν στέλνει πᾶς Χωριάτης
    Πρωθυπουργὸς, κι' ὅλοι μᾶς τὴν χαρχαλεύουν, τὴν δοκιμάζουν,
    στὶς πουτανόπιατσες τὴ ρίχνουν κι' ὅλο στεφάνι τῆς τάζουν, μ' ἔπαθλα μνημονίων τὴν πληρώνουν βεβαίως, συχνὰ, κι' ἁδρῶς!
    Κι' ὅσο σκληρὰ, μετὰ, κι' ἄν μᾶς τὸν φορμάρουν, ἐμεῖς ἁμυδρῶς μόνον ζοριζόμαστε,
    καθὼς ἀεριζόμαστε
    μὲ φασολάδες, ποὺ τρῶμεν, εἰς τακτὰ διαστήματα·
    (Πολυτονιάτης στιχώνει εδώ).

(από Khan, 22/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified