Selected tags

Further tags

Άντρας ο οποίος είναι κολλημένος με το μουνί (αλλά συνήθως καληνυχτάκιας).

- Ρε μαλάκα, ο Γιώργος έχει γίνει πολύ μουνόδουλος!

Ο ύμνος του μουνόδουλου (από Khan, 23/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσάρεστη οσμή την οποία ουδέποτε αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια κατά τη διάρκεια του σεξ, παρα μόνο μετά. Ευτυχώς θα μου πείτε, αλλιώς δεν κάναμε δουλειά. Η κωλίλα (την οποίαν αντιλαμβανόμαστε πρωτίστως στα χέρια μας, πχ. στο περίφημο κωλοδάχτυλο) είναι ό,τι απομένει συνήθως από την επαφή μας με τον πρωκτό του συντρόφου -έχει δεν έχει λάβει ο/η σύντροφος τα απαραίτητα μέτρα (πλύσιμο, αρωμάτισμα, κλπ).

Υπάρχουν όμως κι άλλα πράγματα που μυρίζουν κωλίλα, όπως ορισμένα τυριά. Δεν μυρίζουν τόσο τα ίδια, όσο το περίβλημά τους. Όσο περισσότερο βρωμάνε, τόσο καλύτερα και νοστιμότερα τυριά θεωρούνται - και είναι. Το θέμα είναι να ξεπεράσεις αυτή τη μπόχα, καθότι δεν είσαι φτιαγμένος για σεξ την ώρα που πας να φας το τυράκι σου.

- Πω ρε πούστη, τι βρωμάει έτσι;
- Το τυρί που αγόρασα να δοκιμάσουμε, αγάπη μου...
- Έχει μποχιάσει όλο το σπίτι κωλίλα!
- Πού να δεις τα χέρια μου τώρα που τό 'κοβα! Δεν φεύγει με τίποτα!
(και αρχίζει να τον κυνηγάει να του πιάσει τα μαλλιά. Μετά μπορεί να πέσει και κανα γαμησάκι, οπότε τελικά πάλι στα ίδια ερχόμαστε)

(από ironick, 20/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του αρχιδόμαντρου. Μαγαζί γεμάτο από μουνιά.

- Μπράβο ρε μαλάκα Μπάμπη. Σε μουνώνα μ' έφερες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φρέσκο στο κουρμπέτι, ξεπεταρούδι. Λέξη που περιγράφει όμορφες νεαρές παρθένες που πρωτοκυκλοφορούν και ωσάν φρέσκα ραπανάκια που μας ανοίγουν την όρεξη, μας ξυπνούν άλλες ανομολόγητες ορέξεις.

- Πω πω μαλάκα, έλα να δεις!
- Έλα, τι είναι, πάλι εκδρομή βγήκε το Λύκειο;
- Καλά, γέμισε ο τόπος καβλοράπανα!
- Σκούπισε τα σάλια σου κωλόγερα, αυτά δεν είναι πλέον για μας....

(από John Kar, 21/05/08)(από ironick, 11/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη εκδοχή για το σουτιέν που αποδίδει στο εσώρουχο έξτρα υποστηρικτικές ιδιότητες (κάτι δηλαδή σαν ανάρτηση με σούστες), απαραίτητες βέβαια για βυζιά μεγάλου μεγέθους.

(Στο δοκιμαστήριο μαγαζιού γυναικείων ρούχων μία κυρία με πλούσιο μπούστο δοκιμάζει διάφορα ρούχα.) (Στην υπάλληλο)
- Κοπέλα μου, ωραία αυτή η μπλούζα, αλλά είναι λίγο διαφανής και φαίνεται ο σουστιές!
(Υπάλληλος, χωρίς να καταλαβαίνει)
- Ο ποιος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουσικό όργανο για καβλωμένους σολίστ, οι οποίοι αναλαμβάνουν τον ρόλο του μαέστρου, του εκτελεστή και του ακροατή ταυτόχρονα συνθέτοντας μία ολοκληρωμένη μουσική πράξη, την μαλακία.

Στο στρατόπεδο :
- Ρε Μήτσο, χθες είχα έξοδο και γνώρισα δυο θεόμουνα, γαμώ τις γκόμενες σου λέω!
- Σοβαρά;
- Ναι, αλλά η επόμενη έξοδος είναι σε δυο βδομάδες.
- Κατάλαβα. Άντε αγόρι μου, πιάσε δουλειά να ηρεμήσεις. Ε ρε, έχει να πάει η χουφτοβιόλα σύνεφο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθηματική ονομασία για την τσόντα. Τέλεια επιλογή για ξεκάρφωμα η Αλέκα, μιας και το όνομά της μόνο στο σεξ δεν παραπέμπει!

Από το φοβερό επεισόδιο των «Απαράδεκτων», όπου ο Σπύρος ζητάει «την Παπαρήγα την καλή» σε άσχετο υπάλληλο του βιντεοκλάμπ και παίρνει βιντεοκασέτα με τη συντρόφισσα! (βλέπε και το σχετικό βίντεο)

- Ρε συ Βαγγελάκη, το απόγευμα που θά' ρθεις φέρε μου και την Παπαρήγα την καλή...
- Εντάξει, θα σου φέρω τον εξωτερικό σκληρό και πάρε όποια Παπαρήγα θέλεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προφυλακτικό του παππού.

(Απο live διάλογο σε περίπτερο)

Περιπτεράς: - Τι θέλεις παππού;
Ηλικιωμένος: - Τσάκω μια περιποιημένη παπουτσοθήκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά των λέξεων Παίρνει Τσιμπούκια Όρθια. Χαρακτηρίζει τη γκόμενα εκείνη που είναι τόσο κοντή που ο λαιμός της μυρίζει ποδαρίλα, τη γκόμενα εκείνη που είναι 1.50m με τα χέρια στην ανάταση, την πολύ κοντή, να το πω επιστημονικά, γκόμενα. Προσοχή, δεν αναφέρεται στις γυναίκες μπάζα. Πολλές φορές τα Π.Τ.Ο. έχουν πολλά πλεονεκτήματα (εύκολη αποθήκευση και ευχρηστία αν και είναι λίγο ευαίσθητα στην υπερβολική χρήση).

— Επιτέλους την πήδηξα τη Μαρία.
— Ποια ρε μαλάκα; αυτό το Π.Τ.Ο.; Αυτή ρε δε σου φτάνει ούτε μέχρι τα αρχίδια!
— Ε και πού είναι το κακό;

(από gggggg, 23/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούστης, gay, αδερφή, πισωγλέντης, λούγκρα.
Αναφέρεται σε πολλά λεξικά και ως σκαραβαίος, από το αυτοκίνητο της VW που είχε την κίνηση στους πίσω τροχούς. Έτσι και ο πισωκίνητος έχει εξασκηθεί στην κίνηση από πίσω και έχει κάνει το κώλο του γκαράζ με δωρεάν πάρκινγκ.

- Κοίτα τον Λόυλη τον πισωκίνητο. Όλο τα καλύτερα τεκνά κυκλοφοράει.
- Έτσι είναι φίλε μου. Τον πούστη πολλοί γάμησαν, το χρήμα ουδείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified