Selected tags

Further tags

Άτομο μικρής ηλικίας, το οποίο προσπαθεί να μεγαλώσει πριν την ώρα του και να εκφέρει απόψεις για πράγματα που αγνοεί.

Φύγε από 'δω ρε πουτσί, που μου έμαθες τι είναι και τα ομόλογα...

Δες και πουτσαράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πολύ όμορφη συνήθως νεαρά γυναίκα η οποία ξυπνάει άγρια αισθήματα και επιθυμίες.

  2. Γυναίκα ατίθασο άτι.

- Τί έγινε με την φίλη της Mαρίας ρε καλή;
- Ποπό φίλε, είναι ένα αγριόμουνο, τί να σου λέω!

(από Khan, 24/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νεαρή κοπέλα που έχει πολλές και αχόρταγες σεξουαλικές ορέξεις. Η νυμφομανής, το νυμφίδιο.

- Όλα καλά με την Κούλα;
- Στην αρχή ναι ήταν όλα καλά στο κρεββάτι, όμως όταν κατάλαβα με τι καυλόμουνο έμπλεξα ήταν αργά γιατί είχα πάθει ήδη λουμπάγκο.

βλ. και αμαρτωλό, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρινή έκφραση, που χρησιμοποιείται σε αντικατάσταση της λέξης «πούτσος». Χρησιμοποιείται ευρέως για όλες τις εννοιολογικές σημασίες της αντικαθιστώμενης λέξης.

  1. - Τι έγινε χτες με την Μαρία;
    - Super, της έριξα έναν μπέκο, θα της μείνει αξέχαστος!

  2. - Ρε, είναι καλή η γκόμενα που θες να μου γνωρίσεις, ή είναι για τον μπέκο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πυρετός που πλήττει κάθε πύρκαυλο, έγκαυλο, ή οιονδήποτε έχει απολέσει τα ωά τε και τα πασχάλια λόγω ερωτικής ή άλλης διεγέρσεως.

Η λόγια αυτή έκφραση χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον Α. Εμπειρίκο στο αριστουργηματικό του έργο Μέγας Ανατολικός.

«Καυλοπυρέσσων ων, πήγαινα στο κρεβάτι κι έκανα πλονζόν ανάμεσα στη Τζένιφερ και την Βίβιαν. Πέφτανε πάνω μου και με ξεζούμιζαν οι καριόλες. Το δωμάτιο είχε καθρέφτες παντού – όπου και να κοιτούσα έβλεπα βυζιά, μουνιά και κώλους.»

Από το blog του Πιστιρίκου

Spring fever (ξανά-μανά) (από HODJAS, 03/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθηματική λέξη για τον στοματικό έρωτα, και ιδιαίτερα τις πίπες μεταξύ ομοφυλόφιλων στον χώρο της μόδας.

Πιθανώς παραφθορά του Γαλλικού sucette, γλειφιτζούρι (βλ. σχόλια της karolinetto παρακάτω).

Τρίτη 10:00 - 10:20 πμ. Σουσέλ με τον Τάκη...
(Από το ημερολόγιο γνωστού μόδιστρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντοπίζω γκομενάκια.

Μπήκε στο μπαρ και σκάναρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ομοφυλόφιλος.

Άσε τον Λάκη και κοίτα κανένα άντρα. Αφού είναι γνωστό ότι τον ψιλοκολατσίζει!

Δες και ψιλο-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ανωμαλιάρα γκόμενα. Από την ομώνυμη σταρ του ιταλικού πορνό που όσοι έχουν δει ξέρουν τι εννοώ.

Εδώ δεν χρειάζεται παράδειγμα. Πρέπει να δεις για να καταλάβεις.

Jeff Koons και Τσιτσιολίνα, έργο τέχνης του πρώτου. (από Khan, 21/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον πούτσο, στην τοπική διάλεκτο της Μάνης.

- Κουμπάρε, πάω για κυνήγι.
- Θα πιάσεις ένα μπουλούκι πόντσους!

Υπτάμενος πόντσος (από Vrastaman, 26/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified