Η τεχνίτρια στην πίπα !!
ε !! βρε παιδιά δεν πιστεύω να χρειάζεται κι εδώ ανάλυση του χαρακτηρισμού !!!
Η τεχνίτρια στην πίπα !!
ε !! βρε παιδιά δεν πιστεύω να χρειάζεται κι εδώ ανάλυση του χαρακτηρισμού !!!
Got a better definition? Add it!
Ο γαμάτος, όταν θέλουμε να του δώσουμε μία νέα διάσταση (πιο μεγάλη και πιο φαρδιά). Προέρχεται από το γεγονός πως μπορεί πολύ εύκολα να δώσει γαμήσι (να τους πάρει όλους πίπα-κώλο).
- Πω ρε πούστη, πετάγεται ο άλλος, ο γαμήσιους και μας τρώει όλα τα καυλάκια... Κάτι πρέπει να κάνουμε!
- Οκ, το βράδυ θα τον πιάσουμε και θα του σκίσουμε τον πάτο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Καυλιάγγουρας, ο άντρας ο καυλιάρης με τη μεγάλη πούτσα!!! Έπαινος!!
Καλώς τον τον καυλιάγγουρα!! Είναι καυλιάγγουρας ο Μήτσος, κι ας δείχνει μισοριξιά !!
Got a better definition? Add it!
Το μέρος όπου πέφτει σεχ, αλλά που δεν είναι ποτέ το ίδιο μας το σπίτι, ούτε και σεξοξενοδοχείο με κουβερτούλες και λοιπά κομφόρ. Ως επί το πλείστον δε, στη σεξοκαβάντζα πας εποχούμενος, δηλαδή το φίκι-φίκι πέφτει μέσα στο αυτοκίνητό σου/του/της.
Είναι συνήθως πρακτική ξεπέτας ή κερατώματος. Συνήθως πρόκειται για το αποτέλεσμα μακροσκελούς ψησίματος της γκόμενας από τον οδηγό, ο οποίος μπορεί και να έχει βολτάρει στη μισή Αττική χαλαρά-χαλαρά μέχρι να φτάσει και καλά όλως τυχαίως, σε ένα απόμερο σημείο. Αν βέβαια η γκόμενα είναι περπατημένη, πιθανόν και να βρεθεί σε γνώριμο στέκι της...
Πρόκειται συνήθως για ένα απόμερο σημείο της πόλης: δασάκι, ερημιά, βράχος. Διάσημες σεξοκαβάντζες της Αθήνας ήταν πάντα ο Λυκαβηττός, η Γκράβα, του Φιλοπάππου τον παλιό καλό καιρό, και κάποια κολπάκια των Ν Προαστίων ή ο βράχος πάνω από τη λίμνη της Βουλιαγμένης. Απ' ό,τι βλέπουμε από το λινκ του παραδείγματος 1, τα μέρη αυτά ακόμα διατηρούν τη φήμη τους. Υποθέτω πως τώρα πια θα υπάρχει μέγας συνωστισμός εκεί, αφού ήδη στα ογδόνταζ όλο και κάποιον γνωστό έβρισκες στο διπλανό αμάξι...
Πολλές όμως από τις τυχαίες συναντήσεις είναι στημένες για να κάνει κάποιος πλάκα στον άλλον ή για να τρομάξουν το γκομενάκι κλπ. Άλλες φορές δε, υπάρχει συνεννόηση μεταξύ του γαμιά και κάποιου ηδονοβλεψία. Παλιά τουλάστιχον γινόταν το εξής κόλπο: ο πηδιάς (του οποίου ήταν και το αυτοκίνητο) φρόντιζε να πατάει συνθηματικά το φρένο ώστε ο ματάκιας φίλος να έρχεται πάνω στην κατάλληλη στιγμή, κατά την οποία πια η γκόμενα τα έδινε όλα και δεν χαμπάριαζε Χριστό -κι έτσι έκανε μάτι ανενόχλητος.
Άλλες φορές πάλι οι συναντήσεις δεν είναι τυχαίες, ίσα-ίσα πρόκειται για ντου από καναν προστυχάκια ο οποίος φρικάρει αμφότερους τους παρτενέρ με αποτέλεσμα διάφορες σκηνές υστερίας και πανικού.
Από τα σεξ + καβάντζα.
(σ.ς. να πω ότι είναι απίστευτο το ότι η λέξη αυτή γουγλάρεται μόνο μέσω αυτού του άρθρου, το οποίο όμως έχει διαδοθεί σε εκατοντάδες σάη και μπλογκς, δοκιμάστε να δείτε.)
Got a better definition? Add it!
Ο γαμιάς, πολύ υποτιμητικά όμως. Λέγεται κυρίως από γυναίκες. Είναι μια απαίσια λέξη που βοηθά τα μάλα στην εν λόγω υποτίμηση.
Από το πηδάω.
- Πώς σου φαίνεται ο γκόμενος της Καίτης;
- Μμμμμμμ, σιγά και τον πηδιά, που μας κορδώνεται αυτή όλη μέρα...
Got a better definition? Add it!
Η πονηρή αυτή παρομοίωση χρησιμοποιείται για γυναίκες που είναι χρόνια στο κουρμπέτι και υποδηλώνει τη συχνή πράξη στοματικού έρωτα. Με τον όρο «σπαθί» τονίζεται η μεγάλη διεισδυτικότητα του ανδρικού φαλλού στον στοματικό φάρυγγα.
Αυτή η Πόπη τόσα χρόνια από δω κι από κει πάει. Έχει καταπιεί κάτι σπαθιά...
Got a better definition? Add it!
Λέγεται προς κάποιον ο οποίος δεν μας ακούει (κυριολεκτικά), και καλά επειδή έχει παίξει τόση μαλακία που κουφάθηκε. Η όλη φράση είναι «η μαλακία κουφαίνει» και υπονοεί τις καταπληκτικές θεωρίες τ. «μην παίζεις το πουλί σου γιατί θα τυφλωθείς» κλπ, που καταπίεσαν γενιές ολόκληρες (επ' αυτού βλ. τα χειροτεχνία και τυφλώνομαι).
Δεν πολυλέγεται πια, είναι σεβεντίλα.
Καμία σχέση με το άλλο κουφαίνω, ούτε, ως προς την αιτία, με τον μαρμελάδα.
- Πού είναι το εργαλείο;
- Εκεί, πάνω στο ράφι.
- Πού;
- Πάνω στο ράφι!
(έρχεται πιο κοντά):
- Για ξαναρίχ' το ρε μεγάλε, δεν σε άκουσα...
- ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΡΑΦΙΙΙΙ! Κουφαίνει, ε;;;
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά σημαίνει αυτόν που δεν τον έχουν κατουρήσει / λερώσει με ούρα, αλλά και αυτόν που δεν έχει κατουρήσει.
---Επειδή το κατούρημα είναι και ένα διάλειμμα που επιβάλλει το πάνσοφο σώμα στο διαταραγμένο από τον εργασιακό ή άλλο φόρτο πνεύμα, προσφέροντας και μια ψυχική ανακούφιση, ο όρος χρησιμοποιείται και για να δηλώσει πως κάτι πάει σερί χωρίς μια, ενίοτε, αναγκαία παύση. Αυτό μπορεί να σημαίνει είτε καταπίεση, είτε εξαιρετική αντοχή, πάντα σε υπερβολικό βαθμό.
---Επειδή ο ακατούρητος δεν είναι λερωμένος, ο όρος δηλώνει αυτόν που σε αντίθεση με τους όμοιούς του απολαμβάνει καλής φήμης, που δεν έχουν ράμματα για τη σούφρα του, που δείχνει άξιος εμπιστοσύνης και αψεγάδιαστος.
---Επειδή η σκληρότητα είναι απαραίτητος όρος για την ομαλή λειτουργία του κλειδιού του παραδείσου, η φύση προνόησε ώστε να αιματώνεται ολονυχτίς, εν είδει προπονήσεως, όταν το πάνω κεφάλι βρίσκεται σε φάση REM. Εξού οι πασίγνωστες πρωινές σηκωμάρες που συνήθως φεύγουν μετά το πρώτο κατούρημα.
Εξού λοιπόν «το ακατούρητο», το εξαίρετα ηδονικό -ιδιαιτέρως για την παρτενέρ- πρωινό πήδημα που εξασφαλίζουν οι κατουρόκαβλες του ακατούρητου.
Μπορεί να πέσετε πάνω και στα μοραΐτικα «ακατούρηγος» / «ακατούρηγο».
1α.
Παιδιά το 6Ν μιλάμε το βάζω σε εκτός δρόμου διαδρομές και είναι πολύ σκυλί. Tα όποια προβλήματα, δουλεύει σαν ταξί δεν κατεβαίνει παράθυρο συνοδηγού βάζει νερά από κάπου πίσω κτλ... δεν με απασχολούν ιδιαίτερα γιατί το αυτοκίνητο δε μασάει. Έχει κάνει χίλια χιλιόμετρα σε μια μέρα ακατούρητο μιλάμε. Με άλλο αυτοκίνητο θα έκανα μια στάση. Μ’ αυτό δεν φοβάμαι τίποτα!!!!
1β.
Και καμία μεταγραφή να μην κάνει ο Ολυμπιακός, με την ομάδα που έχει τώρα, ακατούρητος θα το πάρει. Νομίζω πως θα είναι το πιο εύκολο πρωτάθλημα!
1γ.
-Τουλάχιστον πάει η χρονιά! Αρχίζουν οι διακοπές.
- Όχι για όλους. Στις δυο τελευταίες τάξεις του λυκείου, τα παιδιά τον πάνε ακατούρητο όλο τον Ιούλιο. Από φροντιστήριο σε φροντιστήριο τρέχουν μέσα στους πέντε καύσωνες.
2α. Κάποιοι άλλοι τρέχουν από σχέση σε σχέση για ν αποφύγουν την μπόχα της άλλης ψυχής. Ελπίζουν ίσως πως θα βρουν τον ακατούρητο άλλο. Απλά ζουν στα ρηχά, ανικανοποίητοι χωρίς να ξέρουν το γιατί, αποξενωμένοι και από τον εαυτό τους που δεν μαθαίνουν να αποδέχονται .
2β.
Πολλοί θα θέλανε να «τα χώσω» στους αδέξιους δεξιούς που μας κυβερνούν. Άλλη μια μπατούλια, θα ‘θελαν να τα σύρω στους προηγούμενους, τους «σοσιαλιστές», που από την ιδεολογία τους κράτησαν το «…λιστές», αφού το αναβάθμισαν σε «…ληστές».
Τι μας μένει; Μα οι ακατούρητοι, οι πραγματικοί, οι αδοκίμαστοι (στην Ελλάδα), οι άπαιχτοι. Ποιοι είναι αυτοί; Μα οι…
(Όλα ως εδώ απ’ το δίχτυ)
Ντριιιν-Ντριιιν!
-Εμπρός!
-Αχ μανούλα μου έγραψες πάλι!!
-Τι; Αα! Σου ‘κανε το ακατούρητο;
-Κάπως έτσι.
-Εμ! κάτι ξέρουμε κι εμείς οι παλιές κύρ-Ασκητή μας!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το περίνεο ή αρχιδακούμπι ως αρχιδο-champ de bataille, αρχιδο-πεδίον της δόξης λαμπρόν. Στο δίχτυ διατυπώνεται και η άποψη ότι στον σχηματισμό του όρου επέδρασε και το τοπωνύμιο Αχλαδόκαμπος στην Πελοπόννjησο.
Got a better definition? Add it!
Η ερωμένη (τύποις) άγαμου κληρικού (που ζει εκτός μοναστικού κοινοβίου), άκα αγαμιδίου. Ο όρος έχει παρόμοια εξέλιξη με το συνείσακτη και το λατινικό subintroducta. Δηλαδή επρόκειτο κατ' αρχήν για συγγενείς εξ αίματος του αγαμιδίου που ζούσαν μαζί του για να τον φροντίζουν, ωστόσο ο όρος εφθάρη καθότι εβέντουαλjυ την φροντίδα αυτή την ανέλαβαν και συγγενείς εκ σπέρματος. Η διαφορά είναι ότι ενώ το συνείσακτη είναι λόγιος και μάλλον επίσημος όρος που υπάρχει και στους κανόνες, λ.χ. στον Θεόδωρο Βαλσαμώνα, και σημαίνει κυριολεκτικά την γυναίκα που συνεισάγεται στην οικία αγάμου κληρικού οποιαδήποτε σχέση και αν έχει μαζί του, το ανηψιά είναι πιο ανεπίσημο και λαϊκό και χρησιμοποιείται πιο κουτσομπολίστικα για να καυτηριαστεί ότι μια συνείσακτη δεν είναι πραγματική ανηψιά.
Πάσα: allivegp.
Γιατί μάτια μου να μην γίνω δεσπότης εγώ που την στεφανώθηκα κι έκανα κι έξι παιδιά, και να γίνει αυτός που την έχει ανηψιά;
(Εγγαμίδιον αφήνει την αιχμή του κατά αγαμιδίου).
Got a better definition? Add it!