Selected tags

Further tags

Μεγεθυντικό του χύνω, συνώνυμο του χύνω κουβάδες ή του σκέτου κουβάδες, δηλώνει ότι καυλώνω, γουστάρω τρελά, χύνω, είμαι σε κατάσταση ευδαιμονίας, ευωχίας, νιρβάνας, μπλjις, και για γυναίκες ότι βρέχονται βρακάκια, συμβαίνουν πολλαπλοί οργασμοί με squirting κ.τ.ό.

Πάσα: Killerakias.

  1. Οι οδηγίες στο γλειφομούνι είναι απόλυτα ευπρόσδεκτες.
    Κοίτα. Το ξέρουμε ότι η πίπα είναι δύσκολη σαν πράξη για σένα. Αλλά με το που μάθεις να πιπώνεις σωστά ΕΝΑΝ άντρα, τέλειωσε! Πήρες πτυχίο. Εγώ μπορώ να σε κλωνοποιήσω, να μάθω να γλείφω τέλεια τον κλώνο σου μέχρι να χύνει νταμιτζάνες και μετά να έρθω με την ίδια τεχνική σε σένα και να φάω ξύλο! Μην κάθεσαι λοιπόν με τα κανιά σου ανοιχτά και με το αινιγματικό ύφος που λέει: «Να το μουνί. Βρες άκρη». Άνοιξε το ξερό σου και πες καμιά κουβέντα. (21 & 1 Συμβουλές που δεν θα βρείτε στο Cosmopolitan).

  2. Το κέντημα στο μαύρο σου πουκάμισο με κάνει να χύνω νταμιτζάνες.... p.s από μια ξετρελαμένη ψυχολόγα... (Από το Φέισμπουκ).

3. Εμένα μπορεί να με καυλώνει το Hayabusa και να χύνω νταμιτζάνες για πάρτι του και το ZZR να μου προκαλεί ανακατωσούρα στο στομάχι.

4. Μακριά από άκρα όπως «είναι μεγάλος μαλάκας και καθίκι αλλά με καυλώνει και χύνω νταμιτζάνες» και «είναι βαρετός ξενέρωτος και μούχλας, αλλά με σέβεται και είναι καλό παιδί οπότε τι να κάνω». Το ιδανικό είναι ο συνδυασμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλακίζομαι συνεχώς.

Ρε Γιώργο, γιατί επιμένεις με την Μαρία; Δεν βλέπεις ότι δεν πρόκειται να σου κάτσει ποτέ. Προσανατολίσου κάπου αλλού αγόρι μου για να μην γνωρίσει η χούφτα σου στιγμές δόξας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες γαμομανών:

  1. Πρόκειται για σλανγιωτατισμό ή μάλλον για το αντίστροφο, δηλαδή για μια ειρωνική προσπάθεια να εκλαϊκευτούν σλανγκικώς και να γελοιοποιηθούν πομπώδεις όροι όπως νυμφομανής ή μητρομανής, οι οποίοι πραγμοποιούν επιστημονικοφανώς κάτι που καταλαβαίνουμε όλοι, δηλαδή ότι κάποια/ος γουστάρει να γαμιέται ασύστολα απ' όλες τις μπάντες. Παρόμοιες γελοιοποιήσεις εύσχημων όρων έχουμε λ.χ. και στα πουστοσέξουαλ και εύχοντρος. Βεβαίως, όταν χρησιμοποιεί τον όρο ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος μάλλον έχουμε αυθεντικόν σλανγιωτατισμόν, πώς αλλιώς; Εξάλλου, ο όρος γαμομανής με το να μπορεί να αποδοθεί και στα δύο φύλα, λύνει και το πρόβλημα του πώς θα ονομάσουμε έναν άντρα που είναι σεξομανιακός, εθισμένος στο σεχ, και για τον οποίο δεν υπάρχει κάποιος επιστημονικοφανής όρος, όπως νυμφομανής ή μητρομανής που λέμε για τις γυναίκες.

  2. Όταν το πρώτο συστατικό δεν αναφέρεται στον γάμο με την αρχαία έννοια, ήτοι στο γαμήσι, αλλά στον θεσμό του γάμου, τότε γαμομανής είναι αυτός και κυρίως αυτή που παθαίνει σε κάποια στιγμή μια μανία να παντρευτεί, λ.χ. επειδή χτυπάει το βιολογικό της/του ρολόι για σχηματισμό οικογένειας και κάνει τα πάντα με αποκλειστικό σκοπό τον γάμο, λ.χ. καταφεύγοντας σε ποικίλων μορφών νυφοπάζαρα ή νυφομπάζαρα με στόχο τη βακουλοκρεμάλα.

  1. α. Ἀπὸ τὸ ἀρχικὸν μυστήριον, μόνο τὸ άγνωστον τῆς ταυτότητος τῆς προσωπιδοφόρου παρέμενε, διὰ τὸν ὀξυδερκῆ ἄνδρα ἀνεξιχνίαστον. Ὅλα τὰ ἄλλα ἐξηγοῦντο. Ἡ κρυπτομένη ὑπὸ τὸ παράδοξον ἔνδυμα καὶ τὴν μάσκαν γυνὴ ἦτο μιὰ Μεσσαλίνα... Μια Μεσσαλίνα κοσμική. Μιὰ πολὺ γαμομανής κυρία ποὺ ἤθελε κάθε βράδυ νὰ γαμιέται, νὰ γαμιέται πολλὰς φορὰς καὶ τις οἶδε ἀπὸ πόσους ἐραστάς, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀποκαλύπτηι εἰς κανένα ποια εἶναι, ὥστε νὰ μὴ κατασπιλώσηι τὸ ὄνομά της καὶ τὴν κοινωνικὴν ὑπόληψίν της. Τὸ δὲ ἀσύνηθες ἔνδυμα ποὺ ἔφερε, τὸ ἔφερε προδήλως, ὄχι μὀνον διὰ νὰ κρύπτεται, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ ἅπτονται τῶν θελγήτρων της εὐκόλως, καὶ διὰ νὰ τὴν γαμοῦν ἀνέτως οἱ ἐρασταί της, ἀφοῦ ἦτο ἡλίου φαεινότερον, ὅτι δὲν ἔφερε τίποτε, μὰ απολύτως τίποτε ἀπὸ κάτω... (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 7, σ. 14-15).

β. Ενός λεπτού σιγή για τα αδέλφια που θα έχουν the talk όλο το βράδυ γιατί έπαιξε το Σούλα η γαμομανής στην τηλεόραση (Από το Τουίτερ).

γ. Και αυτος νυμφομανης ειναι.. Εχμμ.. Οχι ακριβως βεβαια αλλα Γαμομανης σιγουρα.

2.α.Γαμομανής, ο/η: Άντρας ή γυναίκα που οραματίζεται γαμήλια εμβατήρια κάθε φορά που οσφραίνεται οιστρογόνα ή τεστοστερόνη, αντίστοιχα. Αν τα ΗΕΓ ήταν αρκούντως εξελιγμένα, θα μας έδειχναν ότι στον εγκέφαλο του/της γαμομανούς εμφανίζονται εικόνες νυφικών, εκκλησιών και παρανυφακίων κάθε φορά που άτομο του αντίθετου φύλου μπαίνει σε ακτίνα βολής. Η μανία αυτού του είδους θεραπεύεται μόνο με κρεμάλα (κυριολεκτικά ή μεταφορικά).

β. - Το θέμα είναι ότι εγώ δεν έχω παντρευτεί ακόμη και είμαι 39 χρονών και νομίζω ότι έχω τελειώσει ως άτομο δεν θα κάνω τίποτα στην ζωή μου .....ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΚΑ. -μην εισαι γαμομανης.. ολα θα ερθουν σου ειπα.. ξεκολλα και συνεχισε τη ζωη σου..και οπωσδηποτε ψυχοθεραπειες..εμενα αυτη ειναι η γνωμη μου...

Το άζμα των Απτάλικα. (από Khan, 30/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τη σημασία του γαμώ το έχω ακούσει σε παρέες (αυτοσαρκαζόμενων) ανάλγητων φιλελέδων που ειρωνικώς υιοθετούν την ας πούμε αριστερή ή έστω αντιφιλελέ οπτική ότι η ιδιωτικοποίηση ισοδυναμεί με αρπαγή, κλοπή, απαλλοτρίωση, ή κυριολεκτικά με γαμήσι, οπότε χρησιμοποιούν την έκφραση για να πουν ότι γουστάρουν να αρπάξουν μια γκόμενα και να της φερθούν ανάλγητα ως οι ανάλγητοι νεοφιλελέρες που είναι,- συνώνυμο: απαλλοτριώνω.

- Ω ρε φίλε τι φωτό προφίλ έβαλε η καριολίτσα στο Φέισμπουκ με τις βυζάρες έξω και νιπ-σλιπ, την ιδιωτικοποιούσα χαλαρά...

Got a better definition? Add it!

Published

Καθώς το θέτει ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά (1971), σημαίνει την «άγραν επιβήτορος ανά τας οδούς», το «ψωνιστήρι στο δρόμο» εκ του τουρκικού kaldirim (=ο λιθόστρωτος δρόμος), ή θα λέγαμε η πουτανόπιατσα, όπου συχνάζουν καλντεριμιτζούδες για κάθε σεξουαλικό προσανατολισμό.

  1. Απαπα τη ζαλίστρα την αφήνω για τη κατέ. Αυτό μου έλειπε να καταντήσω σαν κι αυτή. Όλες ίσα κι όμοια; Θα 'ρχόμανε μαρή να αβέλουμε κουσούμια αλλά μου 'χει σωθεί ο μπερντές και λέω να βγω λίγο στο καλντερίμι της χαράς μπας και βγάλω τίποτα σήμερα που είναι Σαββατόβραδο..... (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

  2. «Που να κατέβει στο καλντερίμι της χαράς αξύριστη!» (Καλιαρντή κατάρα).

  3. Στον τρόπο που διαλέγεις να πεις όχι και σε εκείνον που δέχεσαι τον πόνο
    στη μόνη φίλη σου, τη λήθη, και στον μοναδικό εχθρό σου, τη λήθη
    Στο καλντερίμι της χαράς που πάντα το αναζητάς και στη λεωφόρο της λύπης που ψάχνει να σε βρει. (Ποίηση εδώ).

(από Khan, 29/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αυνανισμός ως μια χειρωνακτική εργασία μοιάζει με το πλέξιμο και με το κέντημα, εξ ου και λέγεται και εργόχειρο. Επίσης και τα δύο έχουν αγχολυτικές ιδιότητες, γι' αυτό και χαρακτηρίζονται αντιστοίχως ως πλεξοτανίλ και παιξοτανίλ. Τη φράση αυτή τη λέμε όταν κάποιος φωραθεί να έχει πει ή κάνει μεγάλη μαλακία και μάλιστα καθ' έξιν. Οπότε του λέμε ότι λυπούμαστε που δεν μπορεί η επαναλαμβανόμενη μαλακία του να διοχετευτεί σε κάποιον πρακτικό σκοπό και να του λύσει και το αιώνιο ελληνικό άγχος να βρεθεί προίκα για τον επικείμενο γάμο. Σχετικό: αν η μαλακία ήταν εργόχειρο θα έπλεκες πουλόβερ.

1. Ευτυχώς που δεν πατάω Μυτιλήνη ή Λευκάδα, γιατί θα με περάσεις από πάνω και θα ξεφτιλιστώ...Αν η μαλακία ήταν κέντημα αγόρι μου, θα είχες κάνει προίκα... Εύχομαι μόνο, να πήξει το μυαλό σου, για να μην μαυροφορέσεις κάποιους, από την ανωριμότητά σου...

  1. Γράφει ο άλλος, ''τιμωρήστε τον Τσίπρα δίνοντάς του αυτοδυναμία''. Και κάπου εκεί είναι που θυμάμαι το παλιό γνωμικό ''αν η μαλακία ήταν κέντημα θα είχες κάνει την προίκα σου''. (Από το Φέισμπουκ).

3. Ο νέος υπουργός παρουσίασε άμεσα τα νέα σχολικά βιβλία που θα αντικαταστήσουν τα παλιά! ... Αν η μ@λ@κί@ ήταν κέντημα, θα είχες κάνει την προίκα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κουβάδες»: δείχνει τεράστια ικανοποίηση η και απόλαυση και αποτελεί τμήμα της έκφρασης «χύνω κουβάδες». Επίσης δεν αναφέρεται μόνο σε σεξουαλικά αντικείμενα αλλά και σε οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει απόλαυση η ευχαρίστηση. Επίσης χρησιμοποιείται ως παραίνεση.

1) Συζήτηση μεταξύ φίλων. Ερώτηση: είναι καλό το τελευταίο π.χ. (ταινία, δίσκος, παιχνίδι, βιβλίο);
Απάντηση: Καλά μιλάμε, κουβάδες!

2) Πήγαινε να φας στο τάδε εστιατόριο, το φαγητό είναι κουβάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φελλάτρια, η τσιμπουκλού, η πιπού, η ψωλογλειφίς / ψωλογλειφίτσα, εις την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

...Τι γλύκα!... Τι γλύκα!... Φλώσσυ μου είναι Πα... Παράδεισος αυτό που κάνεις!... είσαι, λοιπόν, και πούτα... πουτίτσα... Άγγελος μαζύ και πούτα!... Αγγελοπούτα!... Στοματομούνα!..... Ψωλογλείφα!.... Ώωωωωχ!.... Ώωωωωχ!.... Μουμούναμου!.... Άααααχ!... Ωωωωωχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 13, σελ. 25)

Φωτό του Εμπειρίκου (από σφυρίζων, 21/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλικιωμένος γεροξούρας που παραμένει ικανός μπήχτης και γαμίκουλας, οπότε παρά τα χρονάκια του όταν είσαι κοντά του πρέπει να πηγαίνεις τοίχο-τοίχο. Συχνά αναπολεί πόσο γαμούσε ακόμη καλύτερα στα νιάτα του και δίνει συμβουλές από τις πλούσιες εμπειρίες του στους φλωράκουλες νεώτερους. Στην περίπτωση που είναι και εκνευριστικός γεροξούρας σκατόγερος, που γκρινιάζει για τα πάντα προκαλεί εντύπωση πώς έχει παράλληλα τόση επιτυχία στις γυναίκες. Αρχέτυπο του τελευταίου ο ήρωας Μαθουσαλίξ στα κόμιξ με τον Αστερίξ.

  1. Ο γερομπήχτης είμαι εγώ
    και πήδαγα αβέρτα
    είχα κεφάλι σαν αυγό
    κι ήμουν σκληρός σαν πέτρα. [...]

Το πέος με ανατροφή
-άκου το γερομπήχτη-
αν δε φορέσει το σκουφί
δε βγαίνει για ξενύχτι.
(Ο γερο-μπήχτης στιχώνει εδώ για καλό σκοπό).

  1. Δίπλα μας καθόταν ο παππούς ο Παναγιώτης, ο επιλεγόμενος και Γερομπήχτης, που παρακoλοθούσε με μεγάλη προσοχή, αυτά που λέγαμε. - « Παιδιά μπορώ να καθίσω στο τραπέζι σας; Μ'ενδιαφέρουν πολύ αυτά που λέτε.» - « Ευχαρίστως. Σε κερνάμε κι'ένα τσιπουράκι.» [...]
    - « Στην αρχή καταράστηκα την τύχη μου, αλλά μετά το είδα αλλιώς. Πέταξα από την κεφάλα μου, ούλες τις κακές ιδέες, και λευτερώθηκα. Τόριξα στο σορολόπ, άρχισα να πίνω το τσιπουράκι μου, να τραγουδάω, να χορεύω, να τραβάω και καμιά μαλακία το βράδυ, και γίνομαι περδίκι! Είπα μέσα μου: Ρε Γερομπήχτη, πάτησες τα 85. Πόσο μωρέ θα ζήσεις; Κάποτε θα πεθάνεις. Ε! καλλίτερα να ποθάνεις σπίτι σου κι'ευτυχισμένος, παρά στο νοσοκομείο και δυστυχισμένος.» (εδώ)

3. αυτη την στιγμη ο γερομπηχτης ειναι εν διασταση επουδενι χωρισμενος..

Got a better definition? Add it!

Published

Η γκόμενα ή γκόμενος που συμπεριφέρεται με καυλερό τρόπο, έχει ένα καυλερό στυλ, ύφος, εμφάνιση, περισσότερο σκυλί του πολέμου παρά θεόμουνο, και βγάζει κάτι το τρε κρεβατάμπλ.

Στο θέμα της ηλικίας δεν έχω ξεπεράσει κάποια ταμπού. Θέλω δηλαδή η γυναίκα μου να είναι τουλάχιστον δέκα- δεκαπέντε χρόνια μιικρότερή μου. Και μεγαλύτερη διαφορά δεν θα με πείραζε, κι ας έλεγαν όλοι «ο παππούς με το μανούλι». Πάντως το Μαρινάκι ήταν όντως μανούλι- σκέτο μοντἐλο. Ενώ η Ρωρώ δεν ήταν τόσο ωραία, αλλά ήταν καυλοπρεπής. Από μακριά φαινόταν η γυναίκα, έστελνε σινιάλα. Αυτό δε σημαίνει ότι όσες ντύνονται κάπως, είναι πουτάνες και οι άλλες είναι οι καλές. Για να εξηγούμεθα: Και η Μέγαιρα, παρ' όλο που φορούσε συντηρητικά ταγεράκια ήταν στην ψυχή πουτάνα. Και η γυναίκα του Οξαποδώ ντυνόταν σεμνά, αλλά στην καρδιά είχε φίδια. Οπότε εδώ δεν κρίνουμε το ντύσιμο, αλλά το μέσα. (Μάκης Τσίτας, Μάρτυς μου ο Θεός, Αθήνα: εκδ. Κίχλη, 2014, σ. 91-92).

Got a better definition? Add it!

Published