Selected tags

Further tags

Κάνω σεξ, πηδάω, γαμώ, συνουσιάζομαι. Σύγκριση της αφρατότητας του γυναικείου σώματος με αυτή ενός φρεσκοψημένου ψωμιού.

- Στελάρα στην Βαρκελώνη που ήσουνα εράσμους, ψωμάκι έφαγες;
- Ε όλο και κάτι έφαγα. Αυτό που με ξετρέλανε πάντως ήταν το ψωμάκι ολικής. (έγχρωμες γυναίκες)

(από Khan, 22/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καυλοπυρέσσων ψώλων, εις της ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

- Κύριε Ψωλέ!... Κύριε Ψωλέ!... Κύριε Καυλόψωλε!... Άααααχ!... Άαααα!... Άαααα!... Ώωωωω!... Άααααχ!... - Ώωωωωχ!... Ώωωωωχ!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μούνα!... Μουνίτσα!... Γλυκομουμούνα!...
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 40)

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 30/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπαργαλάτσος, εις την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου. Επειδή, δίκην ταΐστρας, τρέφει τις ψωλογλειφίδες με άφθονη, παχύρρευστη και λιπαρή ψωλόκρεμα (q.v.).

Πούτα!... Χονδροπουπούτσα!... Γλυκοπούτσα!... Πούτσα!... Ώωωωωχ!... Άααααχ!... Ψώλα!... Ψωλή!... Ψωλάρα!... Αλογόπουτσα!... Κρεμοταΐστρα!...Σπερμοπιτσίλα!... Πούτσα!... Πουπούτσα!... Άααααχ!...Ώωωωωχ!... Άααααχ!... (Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 4ο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα βυζάκια στην ιδιόλεκτο σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου. Και όχι μόνον, καθότι γουγλίζεται.

  1. Συγχρόνως, ο παρατηρών διά της οπής του κλείθρου, θά έβλεπε τον Λουδοβίκον Νουμπάρ νά ίσταται όπισθεν της μέ τήν ψωλήν του μέσα της καί νά τήν γαμά είς τόν τραυματισμένον καί αίμάσσοντα εισέτι τρυφερών πρωκτόν της, όπως πριν δύο περίπου ωρών τήν είχε γαμήσει ό Έντελμαν. Κύπτων επί τής, ό λάγνος φωτογράφος τήν ηύνάνιζε ταυτοχρόνως διά της δεξιάς του, ενώ διά της άλλης του χειρός, συνέθλιβε, έπίεζε και έτριβε τα σφύζοντα βυζέττα της, τσιμπών ένίοτε τάς έκτοξευμένας ήδη ροδαλάς θηλάς των. (Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 38)
    2. Μαζί της εμφανίστηκε μία όμορφη, λυσίκομη, επίσης νεαρή ξανθιά, με το κυματιστό μαλλί της ν' αγγίζει τους ώμους, αρμονικά βυζέττα, καλλίγραμμο κορμί, μέτριο ανάστημα, η οποία αδέξια (έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε) κάπνιζε ένα τσιγάρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παινεμένο ισπανικό στην ιδιόλεκτο σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου (κι αλλάχου).

  1. Καλέ της γαμάτε τά βυζιά! .. . Τήν καβαλλικεύετε μέ τήν ψωλή άνάμεσα στούς βύζους της (άχ, Θεέ μου, τί όμορφα βυζιά πού έχει!) και τήν γαμάτε εκεί μέ δύναμη, ένώ ή Μπέττυ σηκώνει τό κεφάλι της καΐ κοιτάζει τήν πούτσα σας τήν θεόρατη νά πηγαινοέρχεται σάν έμβολο άτμομηχανής, άνάμεσα στούς άφράτους γλόμπους της πού —άααχ! . . . ώωωχ!— εκείνη τούς πιέζει τόν έναν μέ τόν άλλον, για νά είναι πιό πλήρες, πιό σφιχτό, πιό αληθινό γαμήσι τό βυζογαμήσι. . . Τά μάτια της Μπέττυ είναι πεταγμένα σχεδόν έξω από τις κόγχες των καθώς κοίτα καΐ ή νόστιμη κοπέλλα, £χι μόνο κοιτά, μα δέχεται στδ πρόσωπο τις χοντρές άσπρες ρουκέττες πού έκτοξεύονται άπό τό στοματάκι της ψωλής σας παντού, στά χείλη της, στά μάτια της, στά μάγουλα...
    (Μέγας Ανατολικός, Μέρος 4ο Κεφ. 90 σ. 41-44)

[2.](www.bourdela.com › bourdela.com › Sex › Sex γενικά)
Αυτες που εχω πετσωσει και εχω φχαριστηθει βυζογαμησι ειναι η 24χρονη που ανεφερα και προηγουμενως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εν κραταιά στύσει διατελούσα έγκαυλος ψωλή κατά την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου (πλην ουχί μόνον καθότι και εις το Νέτιον ευρίσκεται).

  1. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἡ ἐξαισία ψωλοπαίς, ἐννοοῦσα τί ἤθελεν ὁ νέος θαυμαστής της καὶ γνωρίζουσα ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀνέμενε (ὤ, πῶς!) διὰ νὰ χύσηι καὶ αὐτή, επρόκειτο νὰ λάβηι (καὶ ἀσφαλῶς εἰς μεγάλην ποσότητα) χώραν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν, ἔλαβε τὴν ὑπερσφύζουσαν ψωλάραν εἰς τὸ στόμα της καὶ κλείουσα σφικτὰ τὰ χείλη της γύρω ἀπὸ ὅσον μποροῦσε μεγαλύτερον μέρος τοῦ πελωρίου καυλοῦ ἤρχισε νὰ βυζαίνηι περιπαθῶς τὴν δονουμένην καυλοπούτσαν, ἕως που μετὰ 20 περίπου δευτερόλεπτα τοιαύτης γλυκαντλήσεως καὶ πέντε λεπτὰ μετὰ τὴν ἔναρξιν τῆς πεολειχίας, ἐνῶ ἐσείετο σπασμωδικῶς καὶ ραγδαίως ἐπὶ τοῦ καλύμματος τῆς λεκάνης ὑπὸ τὸ μανιῶδες τρίψιμον τοῦ μεσαίου δακτύλου της εἰς τὴν σπαργῶσαν κλειτορίδα της, προβάλλουσα ταχέως καὶ παλμικῶς τὸ ἀνοικτὸνὡς τριαντάφυλλον αἰδοῖον της, ἡ παῖς, εἰς ἕναν αφαντάστως ἄσεμνον καὶ συγκλονιστικῶς ὡραῖον χορὸν τῆς ἡβικῆς της χώρας, ἐκθλίβουσα ἀπὸ τὸ αἰδοῖον της πολλὰς μικρὰς σταγόνας μουνογάλακτος καὶ πιέζουσα τοὺς βαρεῖς ὡς ὠὰ γαλοπούλας ὄρχεις τοῦ Ἄγγλου εὐπατρίδου, ὁ λόρδος Κλίφφορντ, ὠθῶν τώρα τὸ πέος του ἐμπρὸς καὶ πίσω πολὺ γρήγορα (ἀλλὰ μὲ μικρὰν τὴν παλινδρομικήν, ἕνεκα τοῦ μεγέθους τῆς ψωλῆς του γαμικὴν διαδρομήν) μεταξὺ τῶν ἁπαλῶν χειλέων τῆς Ἔθελ, καὶ συγκρατῶν τὴν κεφαλὴν τῆς ψωλοθηλαζούσης αδιακόπως παρὰ τὴν σφοδρότητα τῶν γαμικῶν κινήσεών του τὸν ποῦτσον του παιδίσκης, ὥστε νὰ μὴν ξεφύγηι τὸ τεράστιον γεννητικόν του μόριον ἀπὸ τὴν τρυφεράν του φωλέαν, λαγνοβοῶν στεντορείως, γαμοῦσε μὲ παραφορὰν ὁ λόρδος τὴν ἀγγελικὴν ψωλομουμούναν εἰς τὸ στόμα... (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 247).

  2. Καυλοπουτσα στο κωλο και χυσιμο θελει το καριολακι. (Από το Φέισμπουκ).

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 21/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουτσισμός του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου για τα (εγκληματικά για τα χρηστά ήθη) κοριτσάκια που πρωταγωνιστούν στον «Μέγα Ανατολικό».

Βλ. επίσης: μουνίτσα, μουμούνα, μουνάγγελος, ψωλάγγελος, καυλάγγελος, αγγελοπούτα et al.

  1. Μουνέλλα, κούκλα µου, άκουσε... Έτσι που ανοίγει τό βρακάκι σου, αν σταθής όρθια, δεν θα δω καλά τό µουνί σου... Θα κάνουµε λοιπόν κάτι άλλο.. Θα ανεβής στον πάγκο, στα τέσσερα, θα σκύψης µπροστά, θα άνοιξης καλά τά πόδια, µε τουρλωµένον πολύ τόν κώλο σου, και εγώ θα κοιτάξω τό µουνί σου από πίσω.
    (Μέγας Ανατολικός, Τόμος Ι, σ. 108).

  2. Άαα!... Άαααα!... Ώωωχ!... Άααααχ!... Μουνίτσα μου!... Μουνέλλα μου!...Μαλακίτσα μου!... Είσαι ένα πολύ ωραίο... και καλό... πολύ καλό... γλυκό κορίτσι... Μουνάγγελος!...
    (Μέγας Ανατολικός, Τόμος ΙΙ, σ. 19).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουτσισμός του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου για τις (εγκληματικά για τα χρηστά ήθη) μικρές φραπεδιάρες ψωλοτρομπάρισσες.

Άαα!... Άαααα!... Ώωωχ!... Άααααχ!... Μουνίτσα μου!... Μουνέλλα μου!...Μαλακίτσα μου!... Είσαι ένα πολύ ωραίο... και καλό... πολύ καλό... γλυκό κορίτσι... Μουνάγγελος!...
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος ΙΙ, σ. 19).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ευρισκόμενος σε κατάσταση κατανυκτικής γενετησίας μακαριότητας.

Λυρικότατη λεξιπλασία του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ήτο ένα θαυμάσιο γαμήσι. Η γυναίκα στέναζε και βογγούσε από την γλύκα, και, ενώ την ψωλοκοπαλούσε ο εραστής της, εκείνη κουνούσε, κουνούσε με τρομερή λαγνεία τον στρόγγυλο της κώλο, που άσπριζε στο σκοτάδι, σαν χλωμό φεγγάρι (...) Ναι, ήταν μια θαυμάσια σκηνή και ήμουν πολύ τυχερός που βρέθηκα εκεί, για να την παρακολουθήσω, ή, μάλλον, για να την απολαύσω, σαν αλληλέγγυος με τους δυο γαμοπαρμένους μπρος μου, φλεγόμενος οπταστής.
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 65-66).

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ως φλεγόμενος οπταστής τε και φωτογραφίζων. (από Khan, 21/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα σκληρή προσβόλα σε βάρος κυρίως γυναικώνε, but not apoclestically.

Σ.ς.: ένα από τα ελάστιχα μπινελίκια του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου που δεν εμπεριέχει ούτε ένα νανοψήγμα εν δυνάμει γουτσισμού ή χαριτωμενιάς.

  1. « Αχ, είναι πολύ τυχερό τό βρωμοπούτανο ...» έλεγε μέσα της η ζηλότυπος νεάνις, και η καρδία της εξεσχίζετο καθώς εσκέπτετο ότι αυτήν τήν εμέσσουσαν ωραίαν ψωλήν και αυτό τό αφειδώς εκτοξευόμενον εις τό στόμα τής Έθελ παχύ σπέρμα, όπως και τάς πράξεις που ωδήγησαν εις τήν εξακόντισιν τού ψωλοχυμού, τόσας φοράς τήν νύκτα εκείνην, θα ημπορούσε, με ολίγην καλήν τύχην, να τά είχε απολαύσει αυτή ...

2.
Δεν λεω οτι εισαι βρωμοπουτανο,αλλα τα γεγονοτα μιλανε απο μονα τους...

3.
Αντε γαμησου ρε βρωμοπουτανο της δαπ....θα σου παρω το μαλλι και θα σφουγγαρισω με αυτο ολους τους υπονομους της Αττικης...μετα θα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified