Selected tags

Further tags

Αυτός που όπου βρεθεί κι όπου σταθεί κοιτά τα γυναικεία βυζιά σε σημείο που του τρέχουν τα σάλια. Είναι έτοιμος να ξοδέψει πολλά λεφτά για να χουφτώσει ένα ζευγάρι μεγάλα βυζιά. Τη γυναίκα του τη διάλεξε λόγω των μεγάλων βυζιών της κι ας του βγήκε καραπουτάνα και σπάταλη. Τα βυζιά στο μυαλό του λαμβάνουν θείες διαστάσεις και αποτελούν αντικείμενα λατρείας και λόγου ύπαρξης. Υπάρχουν σαφείς προεκτάσεις στα μητρικά βυζιά, τα οποία αποτελούν σύμβολο τροφής, ασφάλειας και σταθερότητας σε τελική ανάλυση.

- Κοίτα ρε πως τρέχει πίσω από τη Γιάννα...
- Κλασσικός βυζόδουλος παιδάκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που γλείφει γυναικεία μουνιά, η πρόστυχη, η έκφυλη γυναίκα.

- Πω ρε Γιώργη είδες πώς βγάζει τη γλώσσα της;
- Ναι... μεγάλη μουνογλείφτρα...

(από σφυρίζων, 04/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/αυτή που γαμιέται ή/και γλύφει (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) για να ανέβει κοινωνικά/οικονομικά.

- Τον είδες το πιτσιρικά; Τον έκανε τμηματάρχη σε 6 μήνες η διευθύντρια...
- Χμ είναι αυτός ένας γαμιοσάλιαγκας!

(από σφυρίζων, 04/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμήσι, ιδιαίτερα εάν αυτό πίπτει αγρίως.

Εκ της πούτσης (< πόσθη) και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιδι που προσδίδει στα ουσιαστικά ένα δυναμικό ζενεσεκουά (βλ. πιχί κλανίδι, κωλίδι, μουνίδι, τουμπίδι, ψωλίδι, κ.ταλ.).

Πιο βουκολικά εκφέρεται ως π'τσίδ'.

1.
«Άσε πια τον Καπουτζίδη, έλα να σου ρίξω ένα πουτσίδι»! #skliro_porno.

2.
Αφού ο άντρας δέχεται να του σκυλογαμάει ο σπιτωμένος εραστής τη γυναίκα και του αρέσει (μάλλον τρώει κανά πουτσίδι και αυτός), οκ.

3.
Κάποιες από αυτές, είναι ωραία κομμάτια, και δε νομίζω ότι θα έλεγε κάποιος όχι στο να πέσει κανα πουτσίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

π'τσίδ' (ενικός), π'τσίδια (πληθ.)

Το γαμήσι στην κυριολεξία. Μεταφορικά το πάθημα, το κυνηγητό που τρώει κάποιος.

  1. Της έριξα κάτι π'τσίδια Μήτσο της Μάρως χτές βράδυ, τι να σου λέω τώρα!

  2. Άμα τονε βρεις τον κλέφτη να τον αρχίσεις στα π'τσίδια να μάθει άλλη φορά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολυγαμημένος και ταλαιπωρημένος γυναικείος κόλπος, ο οποίος από τα πολλά πουτσίδια έχει ανοίξει και έχει χαλαρώσει σαν ξεφούσκωτη σαμπρέλα. Ο όρος χρησιμοποιείται και απαξιωτικά για τη γυναίκα που αλλάζει συχνά εραστές.

  1. Τι να γαμήσω ρε Γιώργο από τη γυναίκα μου πλέον; Σα σαμπρέλα είναι το μουνί της!

  2. Μ' αυτή τη σαμπρέλα πήγες και παντρεύτηκες; Νά μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα Ελληνικά του αγγλικάνικου chaturbate, ήτοι της νεόκοπης πρακτικής αγνώστων να αυτοερεθίζονται συνοδείᾳ τρελών μωρών που καυλουργούν ηδυπαθώς μέσω webcam στην άλλην άκρη του κόσμου.

Ο τσαταυνανισμός αποτελεί την πέον σύγχρονη κι εξελιγμένη μορφή αριστερού σερφαρίσματος, καθώς επιτρέπει σε παγκόσμιες κοινότητες να λαγνουργούν περιπαθώς και αλληλεγγύως ατενίζοντας όποια χαρογραφημένη τε και αχαρτογράφητη παραφιλία τραβάει το φυλλοκάρδι τους σε πραγματικό χρόνο και ουχί κονσερβαρισμένη (πιχί τ. γιουπόρν).

Caveat emptor: ο τσαταυνανισμός δεν ενδείκνυται για δημόσια πρόσωπα και πολιτικούς διότι ο ο Μάκης ξέρει... (βλ. εδώ)

- Chaturbate -&gt; μιλανίζομαι
- Θα μπορούσαμε να πούμε και αυνατάρω κατά το τσατάρω. H αλήθεια είναι ότι με το μιλανίζομαι it took me while to get it ενώ τα άλλα είναι πιο ξεκάθαρα
- Τσαταυνίζομαι
- Καλό.
(συζήτα επαγγελματιών διερμηνέων στο Translatum)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσπερματώνω.

Την επήδαγε, την επήδαγε ώσπου χυσεντερίστηκε και πήγε στο διάολο (από μνήμης οτι θυμάμαι από κάποιο μυθιστόρημα του Ν.Καζαζντάκη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μπούκνα (η): Το μικρό μαύρο σύκο. Σε τοπικό νησιώτικο ιδίωμα μπούκνα ή μπουκνάκι λέγεται και το γυναικείο αιδοίο, λόγω της ομοιότητάς του με την ανοιγμένη στα δύο μπούκνα.

Μια τρίτη έννοια αφορά αυτόν που είναι άχρηστος, ακαμάτης.

  1. Φάε μπούκνες είναι νόστιμες.
  2. Αντρέα η γκόμενα έχει ένα μπουκνάκι....
  3. Μμμ αυτός να κάνει κάτι σωστό; Για τις μπούκνες είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά μεταφορική έννοια όταν ο άλλος σε εκνευρίζει γιατί κάνει το άσπρο-μαύρο.

Απορώ γιατί δεν καταλαβαίνει οτι δεν πάμε με άσπρα ρούχα σε κηδείες. Τι να πω ρε παιδί μου; Ή στραβή είναι η πούτσα μου ή στραβός ο κώλος του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified