Selected tags

Further tags

Ο γαμιάς, αυτός που θα ρίξει ένα φούσκο με την πρώτη ευκαιρία. Κατά μια μεταφορική έννοια αυτός που βάζει τόσο πολύ δουλειά, η οποία μετά δε βγαίνει.

  1. Πω πω ρε συ αυτός ο νοσοκόμος έχει πηδήξει τις μισές συνοδούς. Μεγάλος πουτσοχώστης!

  2. Αυτή η ύλη δε βγαίνει με τίποτα ρε συ! Μεγάλος πουτσοχώστης ο καθηγητής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που έχει ψύχωση με τις πίπες.

Σπίτι της έχει αφίσες με πίπες από γνωστές πορνοταινίες, ενώ έχει και πλήρη κατάλογο με το στοματικό σεξ σε διάφορους λαούς στην αρχαιότητα. Όποιο αρσενικό μπαίνει σπίτι της τσιμπουκώνεται πάραυτα και χωρίς ενδοιασμούς. Κολπικό σεξ δεν κάνει. Κοιμάται με την ψωλή στο στόμα, αντί για το κλασσικό δάχτυλο, και εν ελλείψει της τοποθετεί κατάλληλα έναν δονητή ή ένα καθαρισμένο αγγούρι.

Επειδή είναι φανατική και με την καθαριότητα καθαρίζει πάντα πριν το τσιμπούκι τα ανδρικά μόρια με detol, ενώ μετά την πράξη κάνει γαργάρες με χλιαρό φλασκούνι και σόδα.

- Ρε συ η Σούλα δεν ήθελε να τη γαμήσω. Μόνο πίπες μου έπαιρνε όλη τη νύχτα.
- Καλά ρε μαλάκα δε ρώταγες; Είναι γνωστή πιποχόνδρια.

Cif πριν και μετά το cif. (από Khan, 05/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ουσιαστικά δεν κάνει τίποτα, ο οκνηρός, ο αναποτελεσματικός. Κατά μια άλλη έννοια ο φοβισμένος.

  1. - Θα τελειώσει επιτέλους τη δουλειά;
    - Ποιός; Αυτός ο ψωλοκλανιάρης;

  2. - Μπαμπά ο Μήτσος μου είναι ατρόμητος!
    - Ποιός; Αυτός ο ψωλοκλανιάρης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που με τις πουτανιές της προκαλεί την ανδρική εκσπερμάτωση, η προκλητική, η πρόστυχη.

-Κοίτα ένα μπικίνι που φόρεσε η χυσοψώλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στην καθ' ημάς ῥίψη φάπας, αλλά σε νεόκοπο συνώνυμο του βαράω μαλακία.

Πρόκειται για ελληνική απόδοση τςη αγγλικανικής σλανγκιάς fapping. Ο όρος πρωτοεμφανίστηκε σε φλώρουμ και ιντερνετικούς «πίνακες ανακοινώσεων» τ. 4Chan και Reddit όπου ποστάρονται γυμνές φωτό τουμπανάϊζερ τση τέχνης και του πνεύματος, γυμνύματα φιλήδονων μαθητριών και ότι άλλες παραφιλικές κι αχαρτογράφητες παραστάσεις τραβάει το φαλλοκάρδι σας. Στις πιο επιτυχείς καταχωρήσεις οι αυτοηδονιζόμενοι χρήστες είθισται να αναρτούν το διθυραμβικό σχόλιο «Fap! Fap! Fap!» εις επίρρωσιν της ευτυχούς κατάληξης του αριστερού τους ποντικώματος.

Το fapping έγινε βάιραλ και ενέπνευσε πλείστα μιμήδια (βλ. πρώτο μήδι). Έφτασε δε στο απόγειό του τον Αύγουστο του 2014 όταν χακερόνια υπέκλεψαν και διέρρευσαν εκατοντάδες γυμνές φωτογραφίες σελεμπριτονίων ωθώντας εκατομμύρια καυλοπυρέσσοντες χρήστες του διαδικτύου σε περιπαθές και αλληλέγγυο φαπάρισμα σε παγκόσμια κλίμακα. Το κοσμογονικό αυτό χάπενινκ έμεινε στην ιστορία ως The Fappening (ελληνιστί: Φράπενινγκ).

Η συνέχεια επί της ασπρισμένης οθόνης σας.

1.
μπορούμε να έχουμε ένα νήμα με όλες τις φωτογραφίες OC από Ελληνίδες για επικό φαπάρισμα;

2.
Καλό φαπάρισμα συμφορουμίτη.

3.
αμα δείς καναν παλαβό έξω απο το καμπινγκ του τσίτσιδο να φαπάρει χαζεύοντας το μπικίνι σου ε ο φάπμαν ο μπαγάσας μας θα νε ;p

4.
Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Η μόνη χρησιμότητα είναι πως έχει πικ Gillian Anderson οπότε μπορεί να φαπάρει ο σταμ.

(από σφυρίζων, 04/12/14)(από σφυρίζων, 04/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που όπου βρεθεί κι όπου σταθεί κοιτά τα γυναικεία βυζιά σε σημείο που του τρέχουν τα σάλια. Είναι έτοιμος να ξοδέψει πολλά λεφτά για να χουφτώσει ένα ζευγάρι μεγάλα βυζιά. Τη γυναίκα του τη διάλεξε λόγω των μεγάλων βυζιών της κι ας του βγήκε καραπουτάνα και σπάταλη. Τα βυζιά στο μυαλό του λαμβάνουν θείες διαστάσεις και αποτελούν αντικείμενα λατρείας και λόγου ύπαρξης. Υπάρχουν σαφείς προεκτάσεις στα μητρικά βυζιά, τα οποία αποτελούν σύμβολο τροφής, ασφάλειας και σταθερότητας σε τελική ανάλυση.

- Κοίτα ρε πως τρέχει πίσω από τη Γιάννα...
- Κλασσικός βυζόδουλος παιδάκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που γλείφει γυναικεία μουνιά, η πρόστυχη, η έκφυλη γυναίκα.

- Πω ρε Γιώργη είδες πώς βγάζει τη γλώσσα της;
- Ναι... μεγάλη μουνογλείφτρα...

(από σφυρίζων, 04/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/αυτή που γαμιέται ή/και γλύφει (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) για να ανέβει κοινωνικά/οικονομικά.

- Τον είδες το πιτσιρικά; Τον έκανε τμηματάρχη σε 6 μήνες η διευθύντρια...
- Χμ είναι αυτός ένας γαμιοσάλιαγκας!

(από σφυρίζων, 04/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμήσι, ιδιαίτερα εάν αυτό πίπτει αγρίως.

Εκ της πούτσης (< πόσθη) και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιδι που προσδίδει στα ουσιαστικά ένα δυναμικό ζενεσεκουά (βλ. πιχί κλανίδι, κωλίδι, μουνίδι, τουμπίδι, ψωλίδι, κ.ταλ.).

Πιο βουκολικά εκφέρεται ως π'τσίδ'.

1.
«Άσε πια τον Καπουτζίδη, έλα να σου ρίξω ένα πουτσίδι»! #skliro_porno.

2.
Αφού ο άντρας δέχεται να του σκυλογαμάει ο σπιτωμένος εραστής τη γυναίκα και του αρέσει (μάλλον τρώει κανά πουτσίδι και αυτός), οκ.

3.
Κάποιες από αυτές, είναι ωραία κομμάτια, και δε νομίζω ότι θα έλεγε κάποιος όχι στο να πέσει κανα πουτσίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

π'τσίδ' (ενικός), π'τσίδια (πληθ.)

Το γαμήσι στην κυριολεξία. Μεταφορικά το πάθημα, το κυνηγητό που τρώει κάποιος.

  1. Της έριξα κάτι π'τσίδια Μήτσο της Μάρως χτές βράδυ, τι να σου λέω τώρα!

  2. Άμα τονε βρεις τον κλέφτη να τον αρχίσεις στα π'τσίδια να μάθει άλλη φορά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified