Selected tags

Further tags

Εκφραση θαυμασμού για ένα διερχόμενο κόμματο.

Ατάκα που λέγεται πως προέρχεται από έναν ψαρά που, προσπαθώντας κάποτε να πουλήσει τα αλιεύματά του, βλέπει να τον προσπερνάει ένας κόμματος. Τότε ο ψαράς πέταξε τη συγκεκριμένη ατάκα με στόχο να πετύχει έναν πολλαπλό επικοινωνιακό στόχο:
1) Ο ψαράς αφενός λειτουργεί ως επιθετικός καμακόβιος...
Η φράση «ωχ τα πόδια» εκφράζει την πρώτη εντύπωσή του βλέποντας τα καλλίγραμμα πόδια της, ενώ η φράση «άσ' τα κει» λέχθηκε δεύτερη υποδηλώνοντας στην τύπισσα να σταματήσει την πορεία της και να τον προσέξει. Στο τέλος εκθειάζει τα οπίσθιά της προσπαθώντας να παίξει και το τελευταίο του χαρτί.
2) Ο ψαράς αφετέρου λειτουργεί και σαν επαγγελματίας που διαφημίζει το εμπόρευμά του, αφού το μήνυμα μπορεί να ερμηνευθεί και ως «oχταπόδια, αστακοί, κολεοί« (κολιοί δηλαδή). Αυτή η ερμηνεία λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας, όσον αφορά την ερμηνεία του νοήματος αλλά και την απώλεια του χρόνου, αφού αν χάσει την τύπισσα θα έχει αρκετές πιθανότητες να προωθήσει τα αλιεύματά του.

Η ιστορία αυτή είναι κοντολογίς η ιστορία ενός ψαρά, που βάζοντας δόλωμα τα θαλασσινά του πόνταρε να πιάσει έναν κόμματο. Τώρα τι έπιασε; Mάλλον είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς.

Δυο φίλοι περπατούν στο δρόμο όταν ο ένας αντιλαμβάνεται πως στην άκρη του δρόμου σκάει μύτη ένας κορίτσαρος.
- Ωχ τα πόδια, ασ' τα κει, κωλεοί!
- Τι λες ρε;
- Κοίτα στην άκρη του δρόμου και θα καταλάβεις.

(από jimakos, 04/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που λέγεται στη θέα προκλητικών, τουρλωτών, ωραιότατων, αρμονικά κινούμενων γυναικείων οπισθίων, ώστε να τονιστεί πως ακόμα κι ένας κλανιοβομβαρδισμός, κι ακόμα ακόμα ένας ανελέητος τέτοιου είδους χημικός πόλεμος, που θα μπορούσε να προέλθει σε ένα κλειστό δωμάτιο από τα καπούλια ενός τέτοιου μανιτσομάνουλου, μόνο ως βάλσαμο θα μπορούσε να λογιστεί. Θέλει να πει αλληγορικά ο ποιητής πως είναι τέτοια η σαγήνη της όρασης που θολώνει ο νους, ώστε και ένας ανελέητος κλανιοβομβαρδισμός να μπορεί να θεωρηθεί άρωμα.
Η λέξη βάλσαμο θα μπορούσε να λεχθεί και ως μπάλσαμο ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερη εκφραστικότητα.

Ένα κάποιο μεσημέρι σε πολυσύχναστο δρόμο της Αθήνας. Τίποτα δε μαρτυρούσε πως η ρουτίνα σε λίγο θα έσπαγε καθώς εθεάθη στην άκρη του δρόμου ένας κόμματος... μα τι κόμματος.
Δυο φίλοι κεραυνοβολούνται από το θέαμα. Ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
- Πω....πω...πω
- Αυτό μόνο έχεις να πεις; Άσ' τα πω... πω ... πω και κοίτα τον ποπό. Φάε ρε μαλάκα τι κόμματος περνάει. Κοίτα ... κοίτα ρε... Σταμάτησε η κυκλοφορία... Κοίτα οφθαλμόλουτρο που πέφτει, ώρα μεσημέρι ρε... Κοίτα κωλομέρια... Κοίτα πρωκτική κίνηση... Κοίτα αρμονία... Και η κλανιά της βάλσαμο, αδελφέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σύνθετη αυτή λέξη παράγεται εκ των λέξεων τσιμπούρι και βυζί.

Το τσιμπούρι είναι ένα μικρό έντομο της οικογένειας των παρασίτων που τοποθετεί στο στόμα του μόνιμα πάνω στο δέρμα του οργανισμού του σκύλου, του πρόβατου, του ανθρώπου, κλπ και τρέφεται με το αίμα του συγκεκριμένου οργανισμού.

Η τσιμπουροβύζα είναι η γυναίκα που διακρίνεται για το υπερβολικά μικρό έως ανύπαρκτο στήθος της και ονομάζεται έτσι λόγω των πολύ μικρών διαστάσεων που έχει το τσιμπούρι. Η σχεδον flat επιφάνειά της θυμίζει κατ' αναλογία μορφολογία εδάφους Αγγλίας (ανυπαρξία ορεινών όγκων).

Η τσιμπουροβύζα τέλος, λόγω του σχεδόν αμελητέου στήθους της, έχει μικρή θηλυκότητα, με αποτέλεσμα πολλές εξ αυτών να μπορούσαν να αποκαλεστούν και ως: ουδέτερο pH

- Σου αρέσει το γκομενάκι που τραβάω τελευταία;
- Καλά κολλητέ... Πολύ τσιμπουροβύζα η δικιά σου.
- Μπα δεν με απασχολεί αυτό. Είναι ηφαίστειο!
- Ηφαίστειο με flat επιφάνεια; Δεν ξανακούστηκε. Βρε αν η γυναίκα δεν έχει πιασίματα... βράσε όρυζα.
- Ναι, ενώ η δικιά σου... σωστό θωρηκτό Ποτέμκιν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικό απόφθεγμα-επισήμανση της εγγενούς αδικίας και ανισότητας που χαρακτηρίζει την ανθρωπότητα.

— Για δες τον τυπάκο με το πορσικό και την ξανθιά...
— Άλλοι αγκομαχάνε κι άλλοι καυλομαχάνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι, αφού μια γκόμενα ανάψει κάποιον καλά καλά (βλέπε ξεροχύνω και σταλάζω), μετά σηκώνεται και φεύγει, οπότε αυτός μένει κυριολεκτικά με την ψωλή στο χέρι!

Επίσης υποδηλώνει την υπέρτατη αποτυχία στο κυνήγι θηλυκών. Με λίγα λόγια ο άτυχος άντρας κινεί με την τσαπού επ' ώμου αρμ, τρώει άκυρο όμως και μένει με το όπλο γεμάτο και πολλή δουλειά για το σπίτι. Ο λιγότερο θαρραλέος/περισσότερο φιλοσοφημένος πάντως αποδέχεται εξαρχής τη μοίρα αυτή και δεν μπαίνει καν στον κόπο να κάνει την προσπάθεια...

Συναντάται και: (μένω) με το πουλί στο χέρι.

  1. - Τι έπαθα ρε χτες... Πήγα το πιπινάκι σε κάτι ερημιές με το αμάξι και έπεσαν κάτι χαμουρέματα γάμησέ τα... Και πάνω που της βγάζω το στρινγκάκι, την παίρνει τηλέφωνο η μαμά της να επιστρέψει σπίτι αμέσως... Έμεινα με την ψωλή στο χέρι φίλε, κανονικά!
    - Αυτά έχουν οι μαθητριούλες...

  2. - Άκουσα ότι γινόταν μουνοθύελλα χτες στο μαγαζί που πήγατε...
    - Πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα! Με την ψωλή στο χέρι μείναμε, ως συνήθως...

Egon Schiele, Αυτοπροσωπογραφία με το πουλί στο χέρι (από Khan, 02/02/10)

Δες και με τον πούτσο στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Ουσιαστικό: Γυναίκα σε απελπισμένη αναζήτηση ερωτικού συντρόφου.

2. Επίθετο: Κατάσταση υστερίας που πλήττει σεξουαλικά ενδεείς γυναίκες.

Εκ των μουνί και λύσσα.

- Γιατρέ μου, είναι σοβαρό;
- Νομίζω ότι μπορώ να σας θεραπεύσω άμεσα, αλλά θα χρειαστούν περαιτέρω εξετάσεις. Παρακαλώ γδυθείτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεψωλιάρα γυναίκα με αποκρουστικά καυλωτική εμφάνιση, εκ των μουνί και σκυλί.

- Η Amy Winehouse έχει γαμώ τις φωνές.
- Κατά τα λοιπά είναι σαν την Βασιλειάδου νέα με τατουάζ - μουνόσκυλο του κερατά!

(από Khan, 22/02/15)(από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί, εις την Κυπριακήν, μτφ. ο δειλός άνθρωπος. Επίσης συναντάται και ως το πουττίν.

- Πουττίν σσιιστόν, πουττίν πελλόν, εννά σε κουπανήσω τζι ολόϊσια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω!

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούτσος, εις την Κυπριακήν.

- Του Μάρκου η βίλλα γκαστρώνει και καμήλα!

(Επευφημίες Κυπρίων φιλάθλων, οπαδών του τενίστα Μάρκου Παγδατή)

Πάντσο Βίλλα   (από GATZMAN, 22/10/09)Η πάλαι ποτέ Ροζ Βίλα της Εκάλης (από Vrastaman, 22/10/09)

Βλέπε και πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καυλωμένος, κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Η λόγια αυτή έκφραση χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον Α. Εμπειρίκο στο αριστουργηματικό του έργο Μέγας Ανατολικός.

Πρωί-πρωί και με την τσίμπλα στο μάτι το αφεντικό ήρθε έγκαυλο για δουλεία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified