Selected tags

Further tags

Το πρησμένο και ερεθισμένο σε τρομακτικό βαθμό από τη στύση υπερμεγέθες ανδρικό μόριο! Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν θεοποιήσει την απόλυτη αυτή κάβλα και λάτρευαν τον ομώνυμο θεό. Ο Πυρόκαβλος ήταν ο 13ος θεός του Ολύμπου και μαρτυρίες λένε ότι το καβλί του ξεπερνούσε ουρανοξύστη στο περίπου! Τη σήμερον ημέρα ή χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή αναφερόμενοι σε καραπουτσακλάρα ή καρατουμπανιασμένο παπάρι,το μήκος του οποίου είναι μεγαλύτερο από 20 εκατοστά.

- Πώς πήγε χτες ρε; ;Το γάμησες το Μαράκι;
- Άσε με ρε μαλάκα... Μια χαρά πήγαινε η δουλειά αλλά μόλις είδε τον πυρόκαβλο τρόμαξε και έφυγε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτης με τάση προς στην κοπρολαγνία.

Εκ του Francis Ford Copprola.

- Γάμησε με από κώλο και μετά έλα να σου γλείψω την τσαπού.
- OMG ρε Κόπρολα!

(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατίθασος και έχων μικρό πέος ομοφυλόφιλος, με παρουσιαστικό παραπλήσιο με αυτό ενός τρωκτικού που επιδίδεται με ιδιαίτερη επιτυχία στον στοματικό έρωτα.

- Αχ καλέ Γιάννη ομόρφυνες πολύ!!!
- Πωωωω!!! Πάλι να μου πάρεις τσιμπούκι θες ρε πουσταρά τσιμπουκομικρούλη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την ύπαρξη ετεροφυλικής έλξης για συγγενικό πρόσωπο (ξαδέρφες/ξαδέρφους κυρίως).
Χρησιμοποιείται και για λόγους «taunting» σε καβγάδες με περιστασιακούς τραμπούκους.

— Τι έγινε μόρτη; Παίζει κάνα κόλλημα με την ομοαίματη;
— Όχι ρε ηλίθιε... Με την ξαδέρφη μου;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:
Χαρακτηρισμός πίπας κατά την οποία μετά την εκσπερμάτιση το γλείψιμο συνεχίζεται.

Του πήρα (/έκανα) μία ρουφοκαυλέτα... Με παρακάλαγε να σταματήσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα στα τούρκικα.

(Τσιμπουκλού ετοιμάζεται να απολαύσει το τσιμπούκι της)
- Έλα παιδαρά μου δώσ' μου το σορόπι σου να γιάνω η έρμη!
- Ποιο σορόπι μωρή άρρωστη; Ζιγκολό είμαι. Δεν είμαι ντόκτορας!
- Ντόκτορας είσαι και δεν το ξέρεις. Άντε κόψε τη συζήτηση τώρα και δωσ' μου μια καλή δόση τσουτσού σορόπ.
- ΟΚ αλλά να ξέρεις πως πρέπει να παίρνεις τη δόση σου μετά το φαγητό...
- Έφαγα. Κι αν συνεχίσεις τα κουλά σου θα φάω και το εργοστάσιο παπαροπαρασκευής του τσουτσουσορόπ σου και μετά θα φάω και εσένα.
- Πάρτο τότε μωρή άρρωστη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να σου κάνω σεξ, να συνουσιαστώ μαζί σου.

- Πωω παιδαρά μου, μανάρι μου θα με πάρεις και με μαζί σου; Ζαχαροπλάστης ήταν ο παππούς σου; Να 'ρθώ να σου πάρω λίγο τα πάσα, πασά μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ανδρικά γεννητικά όργανα, τα παπάρια.

- Άσε μαλάκα, προχτές ήμουνα στο σπίτι της Αννούλας και πήδαγα... και ξαφνικά ακούω «κλατς»-το κλειδί στην εξώπορτα..
- Και;
- Τι «και» ρε μαλάκα, μπαίνει μέσα ο πατέρας της και μπουκάρει στο δωμάτιο της, ευτυχώς είχα προλάβει να βγω στο μπαλκόνι...
- Και;
- Μέρα μεσημέρι και πρώτος όροφος το σπίτι. Γάμησέ τα, περνούσε ο κόσμος από κάτω και βλέπανε εμένα να στέκομαι σα μαλάκας με τα καντηλέρια έξω... ρομπιά ολκής μαλάκα μου!
- Πωω μαλάκα μου ότι'νάναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από το παπάρι και τη λεσβία. Αναφέρεται στις λεσβίες εκείνες που έχουν κάνει αλλαγή φύλου και τώρα έχουν παπάρι. Άλλοι πάλι χαρακτηρίζουν έτσι τις δήθεν λεσβίες (παπάρια λεσβίες).

- Καλώς την Τασία την παπαρολεσβία...
- Α να χαθείς μωρή κρυόκωλη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από το πίπα και το πιπεράτο. Καταλαβαίνετε όλοι τι σημαίνει.

- Χθες πέρασα ένα πιπαράτο βράδυ με τη Μόνικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified