Ο κτηνοβάτης, με κατσίκα.
(από το ΑΜΑΝ)
- Έχτισα σπίτι μόνος μου και κανείς δεν με είπε μηχανικό, μια φορά πήγα και εγώ με την Ασπρούλα και αμέσως όλοι ο κατσικογάμης, ο κατσικογάμης!
Ο κτηνοβάτης, με κατσίκα.
(από το ΑΜΑΝ)
- Έχτισα σπίτι μόνος μου και κανείς δεν με είπε μηχανικό, μια φορά πήγα και εγώ με την Ασπρούλα και αμέσως όλοι ο κατσικογάμης, ο κατσικογάμης!
Got a better definition? Add it!
Η μικρή, προκλητικά ντυμένη, σε συνδυασμό με σνομπισμό, λαγνεία και πουτανιά, η μικρή ψώλα χαϊδευτικά.
- Κοίτα κάτι ψωλίτσες που βγήκαν από το φροντιστήριο!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιούμε την φράση ειρωνικά, όταν κάποιος μας το παίζει μαμιάς.
- Την έχω 25 εκατοστά...
- Καλά, μάζεψε την μην την πατήσουμε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν κάποιος μας εκνευρίζει. Η έκφραση εννοεί «γαμώ το μουνί της Εύας που σε γέννησε».
Επίσης:
Γαμώ τον Χριστό σου
Γαμώ το σπίτι σου
Γαμώ το σόι σου
Γαμώ την τύχη σου
Γαμώ το κέρατό σου
Και για μας:
Γαμώ την πουτάνα μου
Γαμώ την τύχη μου
Γαμώ την πανακόλα μου
Γαμώ την τρέλα μου
Γαμώ το μουνί μου
Γαμώ το κέρατό μου
Γαμώ το σπίτι μου
Ουδέν σχόλιον...
Δες και γαμώ + αντικείμενο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν κάποιος μου παίρνει πίπα.
- Τι είπες ρε μαλάκα μη σου δώσω πρωινό!
- Αυτό που άκουσες...
- Θα φας πρωινό μαλάκα... θα σε γαμήσω...!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ήπια βρισιά, συνήθως μεταξύ φίλων. Λέγεται ως απάντηση σε ανοησία, πείραγμα και λοιπά.
- Ρε, τι μαλλί είν' αυτό ρε βλάκα;! Σαν μουνί κλαμένο είσαι ρε!...
- Δεν μου λες, σε γάμησα ή μου ξέφυγες;
Δες ακόμη: σ' έχουνε γαμήσει τέτοια ώρα;, φταίω εγώ που δε σε γάμησα μικρό.
Got a better definition? Add it!
Μεταβατικό: (α) φλερτάρω (επιθετικά). Συνώνυμα: τα ρίχνω Παράγωγα: πέσιμο, πέφτουλας. (β) επιτίθεμαι, αιφνιδιάζω. Συνώνυμα: κάνω ντου.
– Τι θα γίνει ρε μαλάκα με την Φούλα; Θα κάνεις καμιά κίνηση επιτέλους;
– Άραξε ρε συ, έχει ο καθένας τους ρυθμούς του.
– Ποιους ρυθμούς ρε; Μέχρι ν' αποφασίσεις να της την πέσεις θά 'χει πάρει όλη την πόλη να πούμε.
Γυρνούσα σπίτι κατά τις τρεις και μου την έπεσαν δυο μπάτσοι για εξακρίβωση και μαλακίες.
Αμετάβατο: ξεκουράζομαι, ξαπλώνω. Συνώνυμα: (την) αράζω
Πάμε λίγο σπίτι να την πέσουμε καμιά ωρίτσα πριν να βγούμε;
Βλέπε και ρίχνω, τρώω, πέφτω, τα ρίχνω.
Got a better definition? Add it!
Τι τσουλάρα η Φιφή ρε σύ... Την παίρναμε επί τρεις ώρες χθες με τον Φίφη ώσπου κλατάραμε, και μετά ήθελε κι' άλλο!
Άσε, δεν γουστάρω πάλι τάβλι. Έχω να σου πάρω παιχνίδι από του αγίου πούτσου.
Φούλα, άσ' τις γκρίνιες και κάτσε φρόνιμα μην τα πάρω καμιά ώρα!
— Σε κοζάρει άσχημα, μαλάκα. Γιατί δεν της τα ρίχνεις;
— Δεν με παίρνει ρε... Δεν βλέπεις που την περιτριγυρίζουν οι σωματοφύλακες;
Δες και δε με παίρνει, όσο με παίρνει.
Got a better definition? Add it!
«Ο-πού-τσαρος και η μοίρα του»
Λόγω μεγέθους τον φοβούνται οι γυναίκες.
- Μαλάκα με την κρεατόβεργα που έχει ο Ανδρέας, όπου τσάρος και η μοίρα του!
Got a better definition? Add it!