Selected tags

Further tags

Η παρέα απο κορίτσια ή γκόμενες.

Ουδέν σχόλιον...

(από Cunning Linguist, 06/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήπια βρισιά, συνήθως μεταξύ φίλων. Λέγεται ως απάντηση σε ανοησία, πείραγμα και λοιπά.

- Ρε, τι μαλλί είν' αυτό ρε βλάκα;! Σαν μουνί κλαμένο είσαι ρε!...
- Δεν μου λες, σε γάμησα ή μου ξέφυγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταβατικό: (α) φλερτάρω (επιθετικά). Συνώνυμα: τα ρίχνω Παράγωγα: πέσιμο, πέφτουλας. (β) επιτίθεμαι, αιφνιδιάζω. Συνώνυμα: κάνω ντου.

– Τι θα γίνει ρε μαλάκα με την Φούλα; Θα κάνεις καμιά κίνηση επιτέλους;
– Άραξε ρε συ, έχει ο καθένας τους ρυθμούς του.
– Ποιους ρυθμούς ρε; Μέχρι ν' αποφασίσεις να της την πέσεις θά 'χει πάρει όλη την πόλη να πούμε.

Γυρνούσα σπίτι κατά τις τρεις και μου την έπεσαν δυο μπάτσοι για εξακρίβωση και μαλακίες.

Αμετάβατο: ξεκουράζομαι, ξαπλώνω. Συνώνυμα: (την) αράζω

Πάμε λίγο σπίτι να την πέσουμε καμιά ωρίτσα πριν να βγούμε;

Βλέπε και ρίχνω, τρώω, πέφτω, τα ρίχνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Συνουσιάζομαι (ενεργητικά). Συνώνυμα: πηδάω, γαμάω.
  2. Νικώ, κερδίζω (παιχνίδι, αντίπαλο).
  3. τα παίρνω (στο κρανίο), βλέπε αντίστοιχο λήμμα
  4. με παίρνει (ενν.: να κάνω κάτι) (απρόσωπο): εμπίπτει στις δυνατότητές μου, μπορώ να κάνω κάτι, αν κάνω κάτι δεν θα έχω συνέπειες.
  1. Τι τσουλάρα η Φιφή ρε σύ... Την παίρναμε επί τρεις ώρες χθες με τον Φίφη ώσπου κλατάραμε, και μετά ήθελε κι' άλλο!

  2. Άσε, δεν γουστάρω πάλι τάβλι. Έχω να σου πάρω παιχνίδι από του αγίου πούτσου.

  3. Φούλα, άσ' τις γκρίνιες και κάτσε φρόνιμα μην τα πάρω καμιά ώρα!

  4. — Σε κοζάρει άσχημα, μαλάκα. Γιατί δεν της τα ρίχνεις;
    — Δεν με παίρνει ρε... Δεν βλέπεις που την περιτριγυρίζουν οι σωματοφύλακες;

Δες και δε με παίρνει, όσο με παίρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ο-πού-τσαρος και η μοίρα του»

Λόγω μεγέθους τον φοβούνται οι γυναίκες.

- Μαλάκα με την κρεατόβεργα που έχει ο Ανδρέας, όπου τσάρος και η μοίρα του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρόμπας.

Όλη μέρα σπίτι και χειρογαμία.

Βλ. και χερογλύκανο, χειρογλύκανο, τρόμπαξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που γαμάει κώλο.

Με τέντωσε ο μαλάκας, όλο από πίσω θέλει... Σκέτο όπλο πρωκτικής καταστροφής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χώνω όλα μέσα.

(την ωρα του σεξ:)
Και τα παπούτσια μεεσααααααά...!

(από pavleas, 19/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στραβοψώλης.

Μαλάκα ο Μήτσος ειναι τιρμπουσόν, όταν κατουράει πετυχαίνει τα μούτρα του!

Βλ. και κατσαβιδοψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν προλαβαίνει να χύσει έξω.

- Γιατι εχει τα αυτιά κατεβασμένα ο Τάκης;
- Άσε άσε, τρεχει αεροπατερας, με τα τεστ εγκυμοσύνης είναι η γκόμενά του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified