Η παρέα απο κορίτσια ή γκόμενες.
Ουδέν σχόλιον...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ήπια βρισιά, συνήθως μεταξύ φίλων. Λέγεται ως απάντηση σε ανοησία, πείραγμα και λοιπά.
- Ρε, τι μαλλί είν' αυτό ρε βλάκα;! Σαν μουνί κλαμένο είσαι ρε!...
- Δεν μου λες, σε γάμησα ή μου ξέφυγες;
Δες ακόμη: σ' έχουνε γαμήσει τέτοια ώρα;, φταίω εγώ που δε σε γάμησα μικρό.
Got a better definition? Add it!
Μεταβατικό: (α) φλερτάρω (επιθετικά). Συνώνυμα: τα ρίχνω Παράγωγα: πέσιμο, πέφτουλας. (β) επιτίθεμαι, αιφνιδιάζω. Συνώνυμα: κάνω ντου.
– Τι θα γίνει ρε μαλάκα με την Φούλα; Θα κάνεις καμιά κίνηση επιτέλους;
– Άραξε ρε συ, έχει ο καθένας τους ρυθμούς του.
– Ποιους ρυθμούς ρε; Μέχρι ν' αποφασίσεις να της την πέσεις θά 'χει πάρει όλη την πόλη να πούμε.
Γυρνούσα σπίτι κατά τις τρεις και μου την έπεσαν δυο μπάτσοι για εξακρίβωση και μαλακίες.
Αμετάβατο: ξεκουράζομαι, ξαπλώνω. Συνώνυμα: (την) αράζω
Πάμε λίγο σπίτι να την πέσουμε καμιά ωρίτσα πριν να βγούμε;
Βλέπε και ρίχνω, τρώω, πέφτω, τα ρίχνω.
Got a better definition? Add it!
Τι τσουλάρα η Φιφή ρε σύ... Την παίρναμε επί τρεις ώρες χθες με τον Φίφη ώσπου κλατάραμε, και μετά ήθελε κι' άλλο!
Άσε, δεν γουστάρω πάλι τάβλι. Έχω να σου πάρω παιχνίδι από του αγίου πούτσου.
Φούλα, άσ' τις γκρίνιες και κάτσε φρόνιμα μην τα πάρω καμιά ώρα!
— Σε κοζάρει άσχημα, μαλάκα. Γιατί δεν της τα ρίχνεις;
— Δεν με παίρνει ρε... Δεν βλέπεις που την περιτριγυρίζουν οι σωματοφύλακες;
Δες και δε με παίρνει, όσο με παίρνει.
Got a better definition? Add it!
«Ο-πού-τσαρος και η μοίρα του»
Λόγω μεγέθους τον φοβούνται οι γυναίκες.
- Μαλάκα με την κρεατόβεργα που έχει ο Ανδρέας, όπου τσάρος και η μοίρα του!
Got a better definition? Add it!
Ο τρόμπας.
Όλη μέρα σπίτι και χειρογαμία.
Βλ. και χερογλύκανο, χειρογλύκανο, τρόμπαξ.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που γαμάει κώλο.
Με τέντωσε ο μαλάκας, όλο από πίσω θέλει... Σκέτο όπλο πρωκτικής καταστροφής.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο στραβοψώλης.
Μαλάκα ο Μήτσος ειναι τιρμπουσόν, όταν κατουράει πετυχαίνει τα μούτρα του!
Βλ. και κατσαβιδοψώλης.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν προλαβαίνει να χύσει έξω.
- Γιατι εχει τα αυτιά κατεβασμένα ο Τάκης;
- Άσε άσε, τρεχει αεροπατερας, με τα τεστ εγκυμοσύνης είναι η γκόμενά του...
Got a better definition? Add it!